8 Οκτ 2007

SNAKE EYES (A)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 54, Νοέμβριος 2000

Snake eyes
ΗΠΑ, 1998
Έγχρωμο, 2,35:1, DTS, Dolby Digital, SDDS, 94 λεπτά
Σκηνοθεσία: Brian De Palma
Σενάριο: Brian De Palma, David Koepp
Παραγωγή: Brian De Palma
Μουσική: Ryuichi Sakamoto
Φωτογραφία: Sthephen H. Burum
Μοντάζ: Bill Pankow
Παίζουν: Nicolas Cage, Gary Sinise, Carla Cugino, Stan Shaw, Kevin Dunn, John Heard
DVD περιοχής 2, Audiovisual, Z634569, με ελληνικούς υπότιτλους και το τρέιλερ

Όταν προβλήθηκε το Snake Eyes πριν από δύο χρόνια περίπου στις κινηματογραφικές αίθουσες, δημιούργησε διχασμένες και αντιλεγόμενες απόψεις. Μερικοί είχαν ενθουσιαστεί με το δυναμισμό της ταινίας, άλλοι είχαν απογοητευθεί από την έκβαση της ιστορίας. Παραπονιόντουσαν ότι η αποκάλυψη του δολοφόνου στα μισά της ταινίας κατέστρεφε τη μαγεία, αναιρούσε τους κανόνες του παιχνιδιού των καλών θρίλερ. Σήμερα, με την κυκλοφορία της σε DVD περιοχής 2, επιμένουμε –και αυτό έχουμε πρόθεση να αποδείξουμε– ότι αυτή η ταινία του De Palma κατατάσσεται με μεγάλη ευκολία στις ταινίες αναφοράς τόσο για την έξοχη γραφή της όσο και για τη λειτουργικότητά της μέσα στην αφήγηση. Το Snake Eyes δεν είναι ταινία θρίλερ και δεν κατατάσσεται σε αυτό το είδος. Το τρέιλερ το επιβεβαιώνει. Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε σκηνοθέτης θα “έκαιγε” την ταινία του, δείχνοντας στο τρέιλερ όλα αυτά που δείχνει ο De Palma. Θα άφηνε το θεατή σε αγωνία για την ανακάλυψη του δολοφόνου, πράγμα που δεν συμβαίνει εδώ, σαν να μην αφορά στο σκηνοθέτη αυτό το “μικρό” μυστικό, σαν να εστιάζει αλλού το ενδιαφέρον της ταινίας. Έτσι, χωρίς ενοχή ότι καταστρέφουμε το σασπένς, μπορούμε να περιγράψουμε με δυο λόγια την υπόθεση. Ο Nick Santoro είναι ένας διεφθαρμένος μπάτσος του Atlantic City που γίνεται μάρτυρας του φόνου του υπουργού Αμύνης, ένα βράδυ σε έναν αγώνα μποξ. Ο παιδικός του φίλος, σωματοφύλακας του υπουργού, βρίσκεται μπλεγμένος, ο Rick προσπαθεί να τον ξεμπλέξει, αλλά ανακαλύπτει ότι αυτός είναι ο δολοφόνος.

Η ΑΛΛΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί γι’ αυτή την πρώτη σκηνή, που κρατά 12 ολόκληρα λεπτά. Πρόκειται για ένα έντεχνα κατασκευασμένο μονοπλάνο, δόκιμο όρο που περιγράφει την καταγραφή μιας ολόκληρης δράσης μέσα σε ένα και μόνο πλάνο. Μπορεί κανείς να βρει άπειρα δείγματα του είδους κυρίως στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και στους “καλούς” Αμερικανούς κινηματογραφιστές. Αυτή η πρώτη σκηνή, με μια έξοχη μηχανή στο χέρι, ήταν δύσκολο να γυριστεί, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το κινηματογραφικό σασί δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από κάποια μέτρα. Έτσι, η μηχανή μπορούσε να τραβά συνεχόμενα για πέντε μόνο λεπτά και με ενώσεις που δεν φαίνονται, σε σημεία που δεν φαίνονται, η δράση συνεχιζόταν, αφήνοντας την αίσθηση του ενός μονοκόμματου πλάνου. Αυτή η τεχνική έχει γίνει διάσημη από τον Hitchcock στην ταινία Η Θηλιά, η οποία στο σύνολό της φαίνεται σαν να είναι ένα και μόνο πλάνο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, του De Palma και του Hitchcock, ο λόγος της ύπαρξης του μονοπλάνου είναι αφηγηματικά απαραίτητος.

Ποιος είναι ο ήρωάς μας στο Snake Eyes; Ο Rick Santoro, αστυνόμος στο επάγγελμα, που πουλιέται και αγοράζεται μέσα στο παιχνίδι ζωής που διάγει. Πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο που τον περιβάλλει; Κατ' αρχάς χαοτικά και έτσι ξεκινά η ταινία: με ένα υπέροχα οργανωμένο χάος, με τον τζόγο κύριο χαρακτηριστικό του, με πολλή βαβούρα, τηλέφωνα, κίνηση, ομιλίες, χωρίς χρόνο για σκέψη. Αυτό ακριβώς περιγράφει και η εικόνα, που κινείται ασταμάτητα με τον Rick σχεδόν πάντα μέσα σε αυτήν. Σε όλη αυτήν τη σκηνή της οπτικής του Santoro δεν βλέπουμε καθόλου τον αγώνα, παρακολουθούμε τις αντιδράσεις του ήρωά μας, χανόμαστε όπως και αυτός σε πληθώρα εικόνων, ήχων, χρωμάτων χωρίς νόημα. Αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό στα 2/3 της ταινίας, όταν ανακαλύπτουμε ότι, αν και έχουμε δει πολλά πράγματα, δεν έχουμε δει, όπως και ο Nick, τίποτα. Τα κινητά χτυπούν πολύ δυνατά, τόσο δυνατά που νομίζουμε ότι είναι τα δικά μας και για μια στιγμή νιώθουμε αυτό που νιώθει και ο Nick Santoro: απόγνωση! “Μα τώρα βρήκε να χτυπήσει;” Και όμως, δεν το έχουμε κλείσει, αν και τελικά ανακαλύπτουμε ότι είναι το τηλέφωνο του Nick που χτυπά τόσο δυνατά. Ώσπου γίνεται ο φόνος και η κινηματογραφική γραφή αλλάζει άρδην. Έως αυτήν τη στιγμή πρόκειται σαφέστατα για ένα θρίλερ κεκλεισμένων των θυρών, σε ένα τεράστιο χώρο που μόνο η βροχή τον συνδέει με το έξω, παρούσα μέσα στην απουσία της, δηλώνει τις τεράστιες αλλαγές που έρχονται. Δέκα τέσσερις χιλιάδες θεατές παρακολουθούν αυτόν το θρυλικό αγώνα και γίνονται μάρτυρες και ύποπτοι ενός πολύ τολμηρού φόνου.
Ο φίλος του Nick βρίσκεται μπλεγμένος και ο Nick το παίρνει πολύ προσωπικά. Ο ήρωάς μας είναι αυτός που είναι: ελαφρόμυαλος, αφελής, γλεντζές, διεφθαρμένος έως το μεδούλι, αλλά πιστεύει στη φιλία και έχει σκοπό να κάνει τα πάντα προκειμένου να τη γλιτώσει ο φίλος του. Από εκεί και πέρα, ο De Palma τον ντύνει πιο σοβαρά, με άσπρο πουκάμισο και γραβάτα, τον κάνει συμπαθή έως πολύ συμπαθή στη σκηνή με τον πυγμάχο, όπου ακούμε και βλέπουμε τη δεύτερη εκδοχή της ταινίας. Η εκδοχή του πυγμάχου αρχίζει στο 26ο λεπτό και τελειώνει στο 36ο περίπου. Επιτέλους, βλέπουμε τον αγώνα και ανασκευάζεται όλο το πρώτο μονοπλάνο της οπτικής του Nick. Σε αυτή την εκδοχή λειτουργεί η υποκειμενική κάμερα, δηλαδή η οπτική του μποξέρ, χωρίς να τον βλέπουμε συχνά, παρά μόνο στα πλάνα που περιγράφουν το συναίσθημά του. Σε αυτά κυριαρχούν οι χαμηλοί ήχοι, κυρίως οι ανάσες αυτού του ανθρώπου που δεν μπόρεσε τελικά να ξεπεράσει τον εαυτό του. Οι ήχοι του περιβάλλοντος, που ήταν τόσο έντονοι στην οπτική του Nick βυθίζονται και χάνονται μέσα στη μουσική που τονίζει το συναίσθημα. Η τρίτη εκδοχή της ταινίας αφορά στη διήγηση του φίλου του Nick, του Kevin Dunne. Είναι ολόκληρη ένα ψέμα, αλλά αυτό το ανακαλύπτουμε στην τέταρτη εκδοχή των συμβάντων, στη διήγηση της μικρής γραμματέως, της Julia Costello. Ο Kevin όμως χρησιμοποιεί τα γεγονότα και μένει όσο μπορεί πιστός σε αυτά, για να καλύψει τυχόν ατέλειες στο άλλοθί του. Στα πλάνα που περιγράφει, αν κοιτάξει κάποιος πολύ προσεκτικά θα δει τη μελαχρινή κοπέλα να αποσύρεται στο βάθος για να μην τη δει και, πράγματι, αυτός δεν τη βλέπει και πιθανότατα πολλοί θεατές της ταινίας δεν τη βλέπουν, και όμως αυτή είναι εκεί.

Οι εναλλακτικές οπτικές μέσα στην ίδια ταινία έχουν μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου από το 1960, όταν ο Kurosawa σκηνοθέτησε το αριστουργηματικό Rashomon και σε αυτό αποτίει φόρο τιμής ο De Palma. Με μια βασική διαφορά όμως: αν στο Rashomon οι τέσσερις μάρτυρες δίνουν διαφορετικές εκδοχές και ερμηνείες της ίδιας ιστορίας, εδώ οι διηγήσεις συνθέτουν τη μία και μοναδική πραγματικότητα. Μόνο η κάμερα (η τηλεοπτική κατ΄ αρχάς) βλέπει ολόκληρη την αλήθεια και η κινηματογραφική την αποκαλύπτει, υφαίνοντας τις τέσσερις ιστορίες. Το ματς αυτό θα μεταδιδόταν από την τηλεόραση ως υλικό pay per view και οι κάμερες έχουν καταγράψει τα πάντα. Οι τέσσερις κινηματογραφικές διηγήσεις μας δίνουν αποσπασματικά αυτά που έχει καταγράψει η τηλεοπτική κάμερα: την αληθινή πραγματικότητα.
Ο De Palma δεν κάνει ένα θρίλερ. Με πρόσχημα το θρίλερ κάνει μια πραγματεία πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στην υποκειμενικότητα της ματιάς. Αν ο κινηματογράφος δείχνει μια πραγματικότητα και ο θεατής, καθ' όλη τη διάρκεια της προβολής, μπαίνει μέσα σε αυτή την “αντικειμενικότητα” –αναιρώντας προσωρινά τη δική του– ο De Palma προκαλεί με την πολυπλοκότητα αυτής της “αντικειμενικότητας” και τη στενότητα συνάμα της οπτικής γωνίας του καθενός μας. Ποιος βλέπει τι, πώς κοιτάζουμε, τι βλέπουμε: αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποκαλύπτει το δολοφόνο στο 44ο λεπτό της ταινίας, δηλαδή στη μέση της αφήγησής του. Από εκεί και πέρα η ταινία αλλάζει κατεύθυνση. Μέχρι το 44ο λεπτό κεντρικός χώρος της αφήγησης ήταν το κλειστό γήπεδο του μποξ. Από τη στιγμή της αποκάλυψης του δολοφόνου, η δράση μεταφέρεται στο καζίνο που βρίσκεται μέσα στον ίδιο χώρο και στον οποίο έχει καταφύγει ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει την αλήθεια, που “έχει δει σωστά”, αν και είναι θεότυφλη από τη μυωπία της. Είναι η μικρή μελαχρινή γραμματέας. Το καζίνο όλο καταγράφεται λεπτό προς λεπτό από τις κάμερες. Τίποτε δεν μένει κρυφό. Όποιος θέλει να δει, βλέπει. Καμιά φορά μας γοητεύει όλους να δούμε “κρυφά” πράγματα, εξ ου και το εξαιρετικό πλάνο των δωματίων του ξενοδοχείου, άλλες φορές όμως –όλοι μας έχουμε γνωρίσει αυτό το συναίσθημα– δεν θέλουμε να δούμε. Αυτό συμβαίνει και στον Nick. Εγκλωβίζεται μόλις μαθαίνει την αλήθεια, δεν θέλει να μάθει την αλήθεια γιατί θα πρέπει να την αντιμετωπίσει. Κι αυτό, συνήθως, είναι δύσκολο. Το πλάνο στη σκάλα με τα σίδερα μπροστά του, ενώ η κοπέλα του δίνει τα στοιχεία της τέταρτης διήγησης, δηλώνουν τον εγκλωβισμό του. Ο Nick, πάλι μέσα από την αντικειμενικότητα της τηλεοπτικής εικόνας, θα επιβεβαιώσει την αλήθεια της διήγησης της κοπέλας και για πρώτη φορά στη ζωή του (μάλλον), θα έλθει αντιμέτωπος με την ίδια του την εικόνα, την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης ακόμα και για τις κακές πράξεις. Θα αναγκαστεί έτσι να θέσει στον εαυτό του το απλό ερώτημα: Ναι, πουλιέμαι και αγοράζομαι, όταν εγώ δεν νιώθω πουλημένος. Πότε, όμως, νιώθω πουλημένος ή αν νιώσω πουλημένος, τι κάνω; Υποκειμενική ερώτηση που απαντάται μόνο υποκειμενικά.
Oι Αμερικανοί κριτικοί βέβαια ήταν ιδιαίτερα αυστηροί με την ταινία, η οποία σαφώς είναι πολύ δύσκολη για το αμερικανικό κοινό. Ευρωπαϊκών επιρροών ο De Palma, επιτρέπει στους χαρακτήρες του να εξελιχθούν μέσα από πιο πολύπλοκες διαδικασίες, χωρίς να εξηγούνται όλα στο πανί, με το ρίσκο μερικοί θεατές να χάσουν το ενδιαφέρον για το θρίλερ και να μην ξέρουν γιατί συνεχίζεται η ταινία. Δεν μπορούν να δουν την ελαστική ηθική που ανατρέπεται, την ηθική αυστηρότητα που καταρρέει. Με αυτή την έρευνα για το φόνο ενός υπουργού διακυβεύονται έννοιες όπως εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια, ψέμα, η ζωή ενός ανθρώπου αλλάζει άρδην για μια στιγμή, όταν αυτός ξεπερνά τον εαυτό του, αλλά η ζωή τελικά τον ¨’επιστρέφει στο φιλικό καλό παλιό εαυτό του, όπως μας δείχνει καθαρά το τέλος της ταινίας. Κρίμα, αν κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν ένα απλό θρίλερ και δεν είδαν τα υπόλοιπα στοιχεία, γιατί η ταινία αποκτά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της στο δεύτερο μισό, όταν αρχίζουμε όλοι, θεατές και ήρωες, να καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε. Και όμως, το κραυγάζει ο De Palma, από το πρώτο ως το τελευταίο πλάνο: “Δείτε! Όλα είναι εδώ, μπροστά σας”!!!

Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: