8 Οκτ 2007

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΡΛΩ ΣΤΙΣ ΥΠΕΡΑΙΘΟΥΣΕΣ ( Ι )

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φωτογράφος που είχε δύο παιδιά. Ζούσαν στη Lyon, εκείνη την εποχή, όπου όλοι προσπαθούσαν να δώσουν κίνηση στη φωτογραφία, «να εμψυχώσουν τις σκιές», που έλεγε και ο Γκόρκυ
[1]. Διάφορες κατασκευές είχαν δει τότε το φως της ημέρας αλλά υπήρχαν προβλήματα που παρέμεναν άλυτα. Ένα βράδυ, το ένα από τα αγόρια, ο Luis Lumière, που δεν είχε ύπνο, βρήκε τον τρόπο ώστε το φιλμ να κινείται με σταθερή ταχύτητα, να μπορεί να προβάλλεται σε τοίχο ή σε πανί ώστε να το παρακολουθεί πολύς κόσμος συγχρόνως, και έτσι ανακάλυψε τον Κινηματογράφο, δίνοντας του ένα όνομα πολύ επιστημονικό για την εποχή του.

Όλη η οικογένεια Lumière είχε τη φλέβα του εφευρέτη και με διάφορες ευφυείς ιδέες (όπως αυτή, παλαιότερα, του 17χρονου, τότε Luis, που σκέφτηκε τη φωτογραφική στεγνή πλάκα με μια πολύ ευαίσθητη ζελατίνα), έφτασαν να έχουν το μεγαλύτερο εργοστάσιο φωτογραφίας της Ευρώπης με 300 εργάτες. Ο πατέρας Lumière, πίστεψε ακόμη μια φορά τον γιό του, ο οποίος μόνο κερδοφόρες ανακαλύψεις είχε κάνει μέχρι τότε και ως ικανότατος έμπορος προώθησε την ιδέα. Καλεί ο ίδιος, προσωπικά, τον μάγο της εποχής, τον Georges Meliès, να παρακολουθήσει τον Κινηματογράφο. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1895 γίνεται η πρώτη δημόσια προβολή του Κινηματογράφου στο Grand Café του Παρισιού, την οποία παρακολουθούν μόνο 35 θεατές. Ανάμεσα σ' αυτούς και ο Georges Meliès, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά : «Στην αρχή όλοι οι προσκεκλημένοι καθόμασταν μπροστά σε μια οθόνη όπως αυτές που χρησιμοποιούσαμε για προβολές και βλέπαμε μια στατική φωτογραφία από την πλατεία Bellecour στη Λυών. Έκπληκτος, ίσα, ίσα πρόλαβα να πω στον διπλανό μου: Μα γι' αυτό μας έφεραν; Τέτοιες προβολές βλέπω εδώ και δέκα χρόνια. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και ένα άλογο που έσερνε μία άμαξα άρχισε να κινείται και το ακολουθούσαν και άλλα. Καθόμασταν με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να μιλάμε, παρακολουθώντας με κατάπληξη.»[2]
Λίγες μόνο μέρες αργότερα και χωρίς επιπλέον διαφήμιση, παρά μόνο αυτή του από στόμα σε στόμα, οι ουρές ήταν τεράστιες. Το θέαμα διαρκούσε 20 λεπτά και αποτελείτο από 10 ταινιάκια. Το ένα ήταν η έξοδος των εργατών από το εργοστάσιο Lumière, μια πρώτης τάξεως διαφήμιση για την οικογένεια του εφευρέτη. Το άλλο έδειχνε ένα μωρό που το ταΐζουν και τα φύλλα των δένδρων, γύρω του, να κουνιούνται. Με το Ο Ποτιστής ποτίζεται, ευθυμούσε πάντα το κοινό: Ένα παιδί πατά το λάστιχο του ποτιστή που σταματά βεβαίως να βγάζει νερό. Ο ποτιστής σηκώνει και κοιτά το λάστιχο προσεκτικά, το παιδί τραβά το πόδι του και το λάστιχο καταβρέχει τον ποτιστή! Ένα άλλο έδειχνε τα κύματα της θάλασσας. Αυτό εντυπωσίαζε ιδιαίτερα τους θεατές, αλλά αυτό που τους αναστάτωνε τελείως ήταν το επεισόδιο με το τραίνο από τη Μασσαλία όταν μπαίνει στο σταθμό της Λυών: από μικρό, στο βάθος του κάδρου, γίνεται όλο και πιο μεγάλο εωσότου να σκεπάσει ολόκληρη την οθόνη. Όλα είναι ήδη εδώ: η διαφήμιση, η τρυφερότητα, η φύση, το κωμικό, η αγωνία...
Κι έτσι, ο Κινηματογράφος ταξίδεψε παντού και ενθουσίασε τους πάντες...

ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ…

Μια άλλη ιστορία λέει ότι ένας εφευρέτης, στη Αμερική,
ο Thomas Edison,
αυτός που ανακάλυψε τον φωνόγραφο, σκληρός διαπραγματευτής και ικανός άνθρωπος, είχε εν τω μεταξύ γεμίσει την Αμερικάνικη αγορά, τα πανηγύρια και τα μαγαζιά, με τα Kinetoscope Parlor (κινητοσκόπιο με ήχο). Μπορούσε κανείς να δει σε ατομική προβολή ταινίες μιας μόνο σκηνής με σύγχρονο ήχο. Η πρώτη ταινία που έγινε, είχε τίτλο Το φτάρνισμα του Φρέντ Οττ (1894)που έδειχνε τον Φρέντ Οττ να φταρνίζεται και το φτάρνισμα ακουγόταν! Αυτό είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Άλλα προσφιλή θέματα ήταν οι χορεύτριες που έδειχναν το πόδι τους ή ακόμη και το στήθος τους. Έτσι το Kinetoscope είχε τη φήμη του ανήθικου θεάματος αν και πολλά άλλα θέματα ήταν ανώδυνα και απευθύνονταν στα παιδιά.[3]
Ο Edison είχε ζητήσει από τον George Eastman, (εφευρέτη του φιλμ σε ρολό από σελλυλόιντ και της Kodak-Box, πρώτης μηχανής με τυλιγμένο φιλμ) ειδική παραγγελία για το Kinetoscope του . Μετά από την επαναστατική ανακάλυψη των αδελφών Lumière, καταλαβαίνει ότι το νέο μέσο είναι άκρως κερδοφόρο. Πείθει τον άπειρο εφευρέτη Thomas Armat να φτιάξει μια μηχανή προβολής, του κλέβει την πατέντα, την κατοχυρώνει ως δικό του και η πρώτη δημόσια προβολή γίνεται στη Νέα Υόρκη στις 23 Απριλίου του 1896. Όλος ο κόσμος σε Ευρώπη και Αμερική αρχίζει να δημιουργεί εταιρείες παραγωγής, αίθουσες προβολής, ο καθένας κατασκευάζει μια μηχανή, τα δικαιώματα δεν είναι σαφή και ο κινηματογράφος συνεχίζει να υπάρχει -παρά τις αντίθετες εικασίες- και μετά την αλλαγή του αιώνα.
Ο Edison, στην Νέα Υόρκη, προσπαθεί να δημιουργήσει κινηματογραφικό μονοπώλιο. Ο αγώνας είναι σκληρός. Όποιος δεν πλήρωνε στον Edison δικαιώματα ή κατασκεύαζε δικές του μηχανές, του πυροβολούσαν τη κάμερα
[4]. Ο Georges Sadoul λέει: «Οξέα που χύνονταν στις λεκάνες εμφάνισης του φιλμ κατέστρεφαν τα αρνητικά, (...) πραγματικές σφαίρες περνούσαν δίπλα από τους ηθοποιούς και ανάμεσα στους κομπάρσους υπήρχαν προβοκατόρικες περιπτώσεις ξυλοδαρμών και θανάτων». Τα πράγματα ήταν, πράγματι, πολύ σκληρά και οι ανεξάρτητοι αναγκάζονται να φύγουν μακριά, εκεί όπου κανείς δεν θα τους κυνηγούσε, κοντά στο Μεξικό, στο Hollywood!!!
Παράλληλα, στη Γαλλία, ο Meliès, μέγας μάγος, αρχίζει και φτιάχνει τις πρώτες ταινίες με ειδικά εφέ, συναντώντας, με διαφορά ενός αιώνα τους σημερινούς παραμυθάδες. Οι Pathé γυρίζουν το κόσμο και τραβούν ρεαλιστικές εικόνες, ο Gaumont μπαίνει στο παιχνίδι αλλά αφήνει τη γραμματέα του, την Alice Guy, την πρώτη γυναίκα κινηματογραφίστρια, να τραβά τις ταινίες τους. Οι Άγγλοι, αν και αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα με υψηλών προδιαγραφών αφηγηματική ποιότητα δεν παίζουν παρά σεμνό ρόλο στη διεθνή κινηματογραφική αγορά. Οι Lumière, πριν στραφούν σε άλλες δραστηριότητες, ονειρεύονται τον ολοκληρωτικό κινηματογράφο, με γιγαντιαία οθόνη, όπου οι θεατές μπορούν να βλέπουν και από τις δύο μεριές. Γίνονται προσπάθειες για συνύπαρξη ήχου και εικόνας, οι ταινίες βάφονται γιατί το χρώμα είναι πιο ρεαλιστικό, αλλά όλα αυτά είναι δύσκολα και πολύπλοκα.
Έτσι, ο βωβός ασπρόμαυρος κινηματογράφος επιβάλλεται...


Ποιο κοινό αλήθεια, παρακολουθεί τον κινηματογράφο;
Στην αρχή της ύπαρξης του αποτελούσε διασκέδαση για τις λαϊκές τάξεις. Παιζόταν στα Vaudeville και στα Odeon, σαν μέρος ενός προγράμματος που περιείχε επίσης, παντομίμα, ή θεατρικά σκετσάκια κλπ. Στην Αμερική ήταν ο τρόπος επικοινωνίας των τόσο διαφορετικών εθνικοτήτων που είχαν μαζευτεί εκεί. Οι βωβές ταινίες δεν είχαν ανάγκη τη γλώσσα για να επικοινωνήσουν. Στην Ευρώπη θεωρείται ένα νέο παιχνίδι που γρήγορα θα εξαφανισθεί. Και πράγματι, στην αρχή του αιώνα το κοινό έχει, ήδη, κουραστεί με τα ίδια και τα ίδια. Ο Meliès, που έχει μεγάλη επιτυχία, είναι ευφάνταστος δημιουργός, δεν παύει να θεωρεί τον κινηματογράφο σαν μέρος των θεατρικών του παραστάσεων. Οι Pathé δημιουργούν συνέχεια επίκαιρα, μελοδράματα και κωμωδίες που τις προβάλλουν σε όλο τον κόσμο. Ο κινηματογράφος είναι η φτηνή διασκέδαση για τις μάζες. Μια πεντάρα (ένα Nickel) στοιχίζει ο πρώτος πραγματικός κινηματογράφος που παίζει μόνο ταινίες, και ανοίγει το 1902 στο L.A. Ονομάζεται Nickeledeon και οι ΗΠΑ γεμίζουν από τέτοια...
Η Αμερική, τόπος έλξης όλων των τυχοδιωκτών του κόσμου, χωρίς ενιαία κουλτούρα, δημιουργεί τη τέχνη που της ταιριάζει, την αγκαλιάζει και την εξελίσσει.
Ο Griffith, άνθρωπος παντρεμένος, με υποχρεώσεις και φιλοδοξίες για θεατρική καριέρα αναγκάζεται να δουλέψει στον κινηματογράφο για να ζήσει. Αν και απόλυτα καχύποπτος απέναντι σ' αυτόν, να φανταστείτε ήθελε να υπογράφει με ψευδώνυμο για να μην καταστρέψει εντελώς την μελλοντική θεατρική του καριέρα, βάζει τους πρώτους βασικούς κανόνες αφήγησης του κινηματογράφου και μένει στην ιστορία.
Ένας Άγγλος, άνθρωπος του θεάτρου, αλλά παιδί ακόμη, ο Charlie Chaplin, στα 24 του χρόνια, βρίσκεται τυχαία, σε περιοδεία στις ΗΠΑ, παραμένει, έτσι, απλά, μετά από πρόταση του Sennett και προχωρά τον βωβό κινηματογράφο σε επίπεδα ακόμη και σήμερα εντυπωσιακά. Βρίθει η ιστορία του κινηματογράφου από παρόμοια παραδείγματα.
Αυτά τα πρώτα χρόνια οι κωμωδίες σλάπστικ ταίριαζαν με το ανατρεπτικό κλίμα της εποχής. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τα δεδομένα αλλάζουν. Το κοινό συνειδητοποιεί και ψάχνει στις ταινίες τη φανταστική πραγματικότητα που μόνο μέσα από αυτές μπορεί να γίνει δική του. Οι Γερμανοί δημιουργούν υπέροχες ταινίες, εικαστικές και αφηγηματικές φόρμες εντυπωσιακές ακόμη και σήμερα, οι Ρώσοι, μετά την επανάσταση, αντιλαμβάνονται πλήρως τις δυνατότητες του νέου μέσου που αποτελεί, όπως έλεγαν
[5], «τη σύνθεση όλων των τεχνών», αν και όλα αυτά διακόπτονται απότομα από τον πόλεμο, όπου, μέρος της κινηματογραφικής Ευρωπαϊκής αφρόκρεμας μεταναστεύει στις ΗΠΑ. Οι εμιγκρέδες μαθαίνουν τα ήθη και τα έθιμα της Αμερικής μέσα από τις ταινίες. Ο κινηματογράφος, ο βωβός, είναι διεθνής. Γίνεται κατανοητός απ' όλο το κόσμο.[6] Καχυποψία ενός μέρους της διανόησης για τις καταστροφικές συνέπειες του κινηματογράφου αρχίζουν να εμφανίζονται. Αντίθετα, σουρεαλιστές, μαρξιστές και όλες εν γένει οι πρωτοπορίες αγκαλιάζουν με θέρμη το νέο μέσο. Η ζωγραφική επηρεάζει και επηρεάζεται από τις νέες αισθητικές φόρμες. Ολόκληρο μέρος της αμερικάνικης λογοτεχνίας διαμορφώνεται από την ύπαρξη του κινηματογράφου. Το πλατύ κοινό συνεχίζει να είναι ενθουσιώδες.
Γύρω στο '30, ο κινηματογράφος κατακτά τον ήχο. Οι πρώτες ομιλούσες ταινίες εμφανίζονται και ο βωβός κινηματογράφος αρχίζει να πεθαίνει παίρνοντας μαζί του μια ολόκληρη γενιά δημιουργών που δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Ο κινηματογράφος γίνεται η βασική διασκέδαση των γιάπης της εποχής, μιας ολόκληρης μικροαστικής τάξης που τον στήριξε σαν τη μόνη λαϊκή τέχνη/θέαμα, πέρα από το τσίρκο και το λαϊκό θέατρο του δρόμου. Ανάλογα, οι αίθουσες προσαρμόστηκαν στην αλλαγή του κοινού και των τεχνικών επιτευγμάτων που διαμόρφωναν άλλη κινηματογραφική αισθητική. Έτσι, από τους μικρούς χώρους των διάφορων καφενείων άρχισαν να δημιουργούνται κινηματογράφοι-παλάτια, με θεαματικά εξωτικά ντεκόρ, άστρα ζωγραφισμένα στις οροφές και, βεβαίως, αύξηση του εισιτηρίου. Οι μικρές αίθουσες παρέμεναν πιο φθηνές και πρόβαλλαν ακόμη ταινίες του βωβού, κυρίως, για την εργατική τάξη.

Αλλά, πως ξεκίνησε η ανάγκη για τον ήχο; Για να γίνουμε πιο σαφείς, η ανάγκη για ήχο υπήρχε από την αρχή του κινηματογράφου αλλά η δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες. Μόνον όταν η Warner ένιωσε ότι πλησίαζε η καταστροφή της και δεν είχε τίποτα να χάσει παρά να επενδύσει σε κάτι καινούργιο, οι αδελφοί Warner υιοθετούν το σύστημα Vitaphone και παρουσιάζουν το 1927 το The Jazz Singer. Είναι η δεύτερη φορά στη ζωή τους που μια κίνηση τυχοδιωκτική, κίνηση απελπισίας τους κάνει πλούσιους. Τα αδέλφια Warner ήταν πολύ φτωχά, από μετανάστες γονείς, δούλευαν σε διάφορες μικροδουλειές και ο ένας από αυτούς, ο Samuel, πούλαγε παγωτά στο Kinetoscope του Edison πριν γίνει οπερατέρ. Έπεισε, λοιπόν, την οικογένεια του να νοικιάσουν ένα μαγαζί και να παίζουν ταινίες. Δεν είχε καθόλου άδικο. Η μία αδελφή έπαιζε πιάνο, τα δυο αγόρια ήταν στα εισιτήρια και, για να φεύγει ο κόσμος και να μπαίνουν οι υπόλοιποι θεατές, -τόσο κόσμο είχαν- ο Jack, κάθε δύο μπομπίνες ανέβαινε στη σκηνή και απήγγειλε ένα ποίημα. Το κοινό έφευγε και, έτσι, μπορούσαν να μπουν οι επόμενοι![7] Δεύτερη φορά, τώρα με τον ήχο, το ρίσκο τους φέρνει μεγάλα κέρδη μέχρι να επιβληθεί σιγά, σιγά το σύστημα της Fox, το Movietone, που ήταν ήχος γραμμένος πάνω στην ταινία και δεν είχε σοβαρά προβλήματα συγχρονισμού. Ο ομιλών κινηματογράφος και η δεκαετία του '30 ορίζουν μια νέα εποχή στην αισθητική της 7ης τέχνης.
Όταν, πάλι, αργότερα γύρω στα τέλη του '50, η τηλεόραση κάνει την είσοδο της στη ζωή μας, οι θεατές του κινηματογράφου μειώνονται και πολλές αίθουσες αναγκάζονται να κλείσουν. Οι εταιρείες παραγωγής ανακαλύπτουν την ευρεία οθόνη και προσπαθούν, προσφέροντας διαφορετικό θέαμα από το τηλεοπτικό, να κερδίσουν το χαμένο κοινό. Η μεγάλη οθόνη απαντούσε, συγχρόνως, στην επιθυμία των καλλιτεχνών να γεμίζουν το οπτικό πεδίο του θεατή με εικόνες. Μαζί με το χρώμα αποτελούσαν τα νέα μέσα των δημιουργών να συγκινήσουν τον θεατή. Νέες θεωρίες για τη δύναμη της όλο και μεγαλύτερης εικόνας κάνουν την εμφάνιση τους. Παράλληλα, ο κινηματογράφος αρχίζει συστηματικά να απασχολεί θεωρητικούς και ιστορικούς, η nouvelle vague, ο νεορεαλισμός, ο Bergman και άλλοι, προχωρούν την αισθητική των νέων μέσων και το κοινό, φυσικά, αλλάζει. Ταινίες ευρωπαϊκές πηγαίνουν στην Αμερική και Αμερικάνικες έρχονται στην Ευρώπη. Ανακαλύπτονται κινηματογραφίες όπως αυτή της Ιαπωνίας και άλλων χωρών. Οι αιθουσάρχες πρέπει να προσαρμοσθούν στις νέες ανάγκες. Τότε δημιουργούνται τα πρώτα multiplexes. Πολλές μεγάλες αίθουσες χωρίζονται σε μικρότερες, για λιγότερο κόσμο, κατά κύριο λόγο εύπορο και με κάποια μόρφωση, δηλαδή, βασικά, φοιτητές και φοιτήτριες.
Συγχρόνως, με τις ίδιες ακριβώς αφορμές, δηλ. την κατανόηση ότι ο κινηματογράφος δεν αναπαριστά την πραγματικότητα, αλλά προσφέρει μια κατασκευασμένη, φανταστική, καλλιτεχνική πραγματικότητα, η έννοια του bigger than life και των block-busters συνέχιζε να αναπτύσσεται.
Το Cinerama, πολύπλοκη κατασκευή με 3 μηχανές προβολής για την εικόνα και μία για τον ήχο, δημιουργεί σφαιρική αίσθηση και απαιτεί ειδικές και ακριβές εγκαταστάσεις. Λίγες αίθουσες είχαν αυτή τη δυνατότητα. Το cinemascope, λίγο αργότερα, κερδίζει την αγορά γιατί είναι πιο πρακτικό: τα μηχανήματα και το φιλμ παραμένουν τα ίδια και στη διάρκεια του γυρίσματος και όσον αφορά την αίθουσα προβολής, ενώ, συγχρόνως, η προβολή κερδίζει την πλατιά οθόνη. Ταινίες γι' αυτά τα μεγέθη αρχίζουν να κατασκευάζονται κατά παραγγελία και το κοινό, αν και παραμένει σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά απ' ότι πριν την περίοδο της τηλεόρασης, αρχίζει να επιστρέφει στην αίθουσα για το θέαμα. Όλα αυτά μπορεί να θεωρούνται θέματα άνευ σημασίας για τη τέχνη του κινηματογράφου, αλλά η ιστορία αποδεικνύει ότι δεν είναι έτσι. Σε Cinerama έγινε το 2001 Οδύσσεια του Διαστήματος και μάλιστα ήταν το τελευταίο έργο που γυρίστηκε και προβλήθηκε με αυτό τον τρόπο. Σε cinemascope είναι οι περισσότερες ταινίες του New Hollywood, σε 70mm/6 κανάλια μαγνητικού ήχου το Playtime του Jacques Tati και πολλές άλλες καλές ταινίες. Αυτές οι ταινίες έπρεπε να προβληθούν με τις ανάλογες συνθήκες, αλλιώς έχαναν μεγάλο μέρος από τη γοητεία τους.
Όταν, πλέον, ο τετρακαναλικός ήχος και αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο ψηφιακός, κέρδισαν τους σκηνοθέτες, επιτρέποντας τους να δημιουργήσουν όσα έχουν φανταστεί, η αίθουσα, πάλι αναγκάσθηκε να ακολουθήσει τα νέα δεδομένα. Τα multiscreens, ήταν συνήθως μακρόστενες αίθουσες, αλλά ο μονοφωνικός ήχος δεν είχε σοβαρά προβλήματα μέσα σ' αυτές. Σήμερα, η ακουστική της αίθουσας αρχίζει να παίζει σημαντικότατο ρόλο, ενώ, συγχρόνως, οι μεγάλες οθόνες συνεχίζουν να διατηρούν τη κυριαρχία τους. Το κοινό, εντυπωσιασμένο από τα καινούργια εφέ, αντιδρά, με τον γνωστό κλασσικό τρόπο: σήμερα, ο ψηφιακός ήχος έχει σημασία, η ταινία έρχεται δεύτερη. Μέχρι η νέα ανακάλυψη να βρει το δρόμο της και τις αισθητικές, μέσα από τις οποίες θα υπάρξει, το κοινό θα παραμένει, απλώς, περίεργο.
Ίσως να είχε δίκιο ο André Bazin όταν έλεγε, το 1946, ότι «ο κινηματογράφος δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη»
[8]. Όλα όσα ήθελαν οι πρωτοπόροι να πετύχουν και δεν τα κατάφεραν για διάφορους λόγους, σιγά-σιγά γίνονται πραγματικότητα. Ο ήχος, το χρώμα, η τεράστια οθόνη, η τρισδιάστατη εικόνα και όλα όσα οι πρωτοπόροι είχαν φανταστεί, σήμερα ακόμη, οι άνθρωποι του κινηματογράφου προσπαθούν να τα πετύχουν. Ο Αϊζενστάιν είχε βάψει σε όλες τις κόπιες του Θωρηκτού Ποτέμκιν τη σημαία κόκκινη, γιατί έτσι την είχε φανταστεί. Σήμερα το έγχρωμο είναι μια από τις επιλογές που, πολύ απλά, μπορεί να κάνει ο δημιουργός. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ήχο δεν συνέβηκε το ίδιο. Το έγχρωμο δεν κατήργησε το ασπρόμαυρο, όποιος δημιουργός νοιώθει την ανάγκη να εκφραστεί μέσα από το ασπρόμαυρο και τη γκάμα των γκρι, δεν έχει παρά να το αποφασίσει. Αντίθετα, ο ήχος κατήργησε και εξαφάνισε εντελώς τον βωβό, κάτι που πιστεύουμε ότι θα συμβεί και με τον ψηφιακό πολυκάναλο ήχο, που θα καταργήσει με τη σειρά του τον αναλογικό μονοφωνικό. Οι τεράστιες αίθουσες με τις γιγαντοοθόνες, τύπου Imax - Omnimax, παραμένουν ακόμη αξιοθέατο για μια, άντε το πολύ, δύο προβολές, όπως το Cinecosmorama ή τη γιγαντιαία οθόνη των αδελφών Lumière, με επιφάνεια 400 τετρ. μέτρα! Τέτοιες οθόνες και μεγαλύτερες υπάρχουν σήμερα στα theme-parcs όπου παιδιά και μεγάλοι μπορούν να απολαύσουν ένα υπερθέαμα. Στη Florida μάλιστα, ένα από αυτά, ονομάζεται Nickelodeon. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι η κυκλική οθόνη με τον περιφερειακό ήχο που βυθίζουν τον θεατή/ακροατή σ' έναν άλλο κόσμο δεν θα βρει κάποια στιγμή τους δικούς της νέους εκφραστικούς τρόπους για να μας συγκινήσει ως τέχνη. Ήδη, οι νέες δυνατότητες του ψηφιακού ήχου, μας ξαναθυμίζουν τη τεράστια δύναμη της σιωπής. Ο κινηματογράφος ως ομιλών, μίλησε πολύ. Τώρα τελευταία, η δομή των έργων, αλλάζει, εκμεταλλεύεται τις νέες δυνατότητες και κάνει χώρο στη σιωπή, τοποθετώντας την δίπλα σε έντονες ηχητικά σκηνές. Θα δούμε. Ίσως, δεν έχουμε δει ή δεν έχουμε ακούσει τίποτε ακόμη.

Ο κινηματογράφος δεν είναι απαραίτητα αφηγηματική τέχνη. Το μεγαλύτερο μέρος της έως τώρα παραγωγής αποδεικνύει ότι είναι αφηγηματικός, αλλά οι πρωτοπορίες διαφόρων εποχών
[9] μας έδειξαν επίσης, ότι ο κινηματογράφος είναι ένα οπτικό-ακουστικό φαινόμενο με άπειρες δυνατότητες. Η τεχνολογικές εξελίξεις έσπρωξαν πολύ μακριά την κινηματογραφική τέχνη και στην εικόνα και στον ήχο. Η καλλιτεχνική δημιουργία, το δημιουργικό παιχνίδι των σκηνοθετών βρήκε νέους δρόμους, νέα ανοίγματα και όλο εξελίσσεται.
Είναι μια πολυσύνθετη τέχνη ο κινηματογράφος. Είναι μια δύσκολη υπόθεση που επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες. Όπως όλες είναι τέχνες που φθάνουν στον αποδέκτη τους μέσω της αναπαραγωγής, σαν την εγγεγραμμένη σε μέσο μουσική, την video-art ή τη φωτογραφία, έτσι και ο κινηματογράφος απαιτεί μεγάλη προσοχή όσον αφορά τη κατασκευή των αντιγράφων και τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών προβολής αυτών των αντιγράφων. Κάθε καλλιτέχνης, κάθε δημιουργός έχει ένα όραμα που λίγο ως πολύ το πραγματοποιεί. Αυτό το αποτέλεσμα, χωρίς αλλοιώσεις και επεμβάσεις τρίτων, πρέπει να φθάσει στον αποδέκτη του που είναι το κοινό. Αν τέτοιες αλλοιώσεις συμβούν χωρίς τη γνώση και την έγκριση του δημιουργού, τότε καταστρατηγούνται τα βασικά πνευματικά του δικαιώματα. Κάτι τέτοιο μας φαίνεται αυτονόητο και το θεωρούμε σκανδαλώδες αν αγοράσουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο με αυθαίρετες περικοπές, ή ένα φωτογραφικό ή ζωγραφικό άλμπουμ με άθλια εκτύπωση, αλλά είμαστε μάλλον αδιάφοροι απέναντι στις συνθήκες προβολής ενός κινηματογραφικού έργου. Ο Bela Balaz παρατηρούσε εύστοχα
[10], το 1948, κάτι που ισχύει ακόμη και σήμερα, ότι, γενικώς, είναι ντροπή να μην ξέρει κάποιος διανοούμενος, την ιστορία της μουσικής ή του θεάτρου, ενώ, εύκολα δηλώνει ότι έχει άγνοια της κινηματογραφικής ιστορίας. Από την αρχή της ιστορίας του, εφευρέτες, επιχειρηματίες, τυχοδιώκτες, καλλιτέχνες, αριβιστές με έμμονες ιδέες, τσαρλατάνοι, ποιητές, στοχαστές, δικτάτορες, όλοι μα όλοι φλέρταραν με τον κινηματογράφο ακόμη και όταν δεν του έδιναν τον τίτλο της έβδομης τέχνης.
Ίσως, στα τέλη του περασμένου αιώνα να ήταν σύνηθες και αποδεκτό φαινόμενο ότι η παρουσίαση του κινηματογράφου γινόταν σύμφωνα με τις διαθέσεις ή τις οικονομικές δυνατότητες του αιθουσάρχη, ο οποίος, αν είχε λεφτά, πλήρωνε ολόκληρη ορχήστρα και αν δεν είχε, έβαζε ένα πιάνο... Όλα ήταν σχετικά με την τιμή του εισιτηρίου και ο καλλιτέχνης δεν γνώριζε τίποτε από τις συνθήκες προβολής του έργου του, αφού πουλούσε τις μπομπίνες και δεν ήξερε τι σημαίνουν τα πνευματικά δικαιώματα. Πολύ λογικά όλα αυτά, για την εποχή τους, αλλά ο κινηματογράφος ακόμη και σήμερα, στο τέλος του επόμενου αιώνα, δεν έχει βρει ακόμη τη θέση του ανάμεσα στις άλλες τέχνες. Βέβαια, κοινό και δημιουργοί αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά, τη τεράστια σημασία της σωστής παρουσίασης του έργου τέχνης και έπεται συνέχεια.
Όμως, πάντα, και τότε και τώρα, οι εφευρέσεις απαντούσαν και απαντούν στις εκάστοτε ανάγκες της εποχής για νέα εκφραστικά μέσα και όχι το αντίθετο. Καμιά ανακάλυψη ή τεχνική βελτίωση δεν εμφανίστηκε από το πουθενά χωρίς να υπήρχε η εντονότατη επιθυμία των καλλιτεχνών να προχωρήσουν παραπέρα και να εκφραστούν με νέους τρόπους. Ναι, είχε δίκιο ο Bazin, ο κινηματογράφος, ίσως, δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη. Είναι, σίγουρα, καλύτερη και σωστότερη ρήση από την κοινότοπη "ο κινηματογράφος πέθανε".

[1] Maksim Gorky, Nijegorodskilistok, 4/7/1896

[2] Emmanuelle Toulet, Cinéma a 100 ans, Gallimard/Réunion des Musées Nationaux, 1988
[3] Gerald Mast, A Short History of the Movies, Oxford University Press, 1981
[4] Dieter Prokop, Ç äýíáìç ôùí ìÝóùí êáé ç åðßäñáóÞ ôïõò óôéò ìÜæåò, ÍÝá Óýíïñá-Á.Á.ËéâÜíç, 1997,
óåë.55

[5] ÓåñãêÝé ÁéæåíóôÜéí, ÓêÝøåéò ìïõ ãéá ôïí ÊéíçìáôïãñÜöï, Åêäüóåéò ÌïñöÝò
[6] Marc Ferro, Film et Histoire, Editions de l'Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, 1984.
[7] Europe-Hollywood en retourd, Autrement, 1992

[8] Andre Bazin, Qu'est-ce que le cinema?, Les edition du cerf-Paris, 1985

[9] ÓôÝëëá ÈåïäùñÜêç, ÊéíçìáôïãñáöéêÝò ðñùôïðïñßåò, ÍåöÝëç-ÁèÞíá, 1990

[10] Bela Balazs, Le cinema, Payot-Paris,1979

Δεν υπάρχουν σχόλια: