8 Οκτ 2007

RAN (Α)


RAN, ΙΑΠΩΝΙΑ/ ΓΑΛΛΙΑ, 1985
έγχρωμο, 2.35:1, Dolby Surround (70mm 6-Track)
Σκηνοθεσία: Akira Kurosawa
Σενάριο: Masato Ide, Akira Kurosawa

Φωτογραφία: Asakazu Nakai, Takao Saito, Masaharu Ueda
Μουσική: Toru Takemitsu
Παραγωγή: Masato Hara, Serge Silberman
Μοντάζ: Akira Kurosawa
Παίζουν: Tatsuya Nakadai, Mieko Harada, Masayuaki Yui, Peter, Jinpachi Nezu, Akira Terao, Daisuke Ryu
DVD: Fox Lorber FLV 5034, 160min, 1.85:1. Dolby digital 2.0 Surround, NTSC, Region 1



Χρώματα, σχήματα, σύμβολα

Το κίτρινο και το κόκκινο είναι τα χρώματα της φωτιάς. Το θαλασσί είναι το χρώμα της γαλήνης και της ηρεμίας. Κίτρινα και κόκκινα ενδύματα φορούν οι δύο γιοι του 70χρονου, σκληρού φεουδάρχη, Hidetora. Θαλασσιά ενδυμασία φορά ο μικρότερος γιος του. Με μια τόσο σαφή μεταφορά ξεκινά ο Kurosawa αυτό το μοναδικής ομορφιάς έπος,βασισμένο στον Βασιλιά Λήρ του Shakespeare. Μόνο που οι τρεις κόρες του Βασιλιά, εδώ, στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα, γίνονται γιοι, όπου η πιστή Κορδέλια μεταβάλλεται στον πιστό γαλαζοντυμένο Saburo.
Εντυπωσιακό επίτευγμα, το RAN, ταινία που μένει στη μνήμη βαθιά χαραγμένη, σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ στον κινηματογράφο, αν και πολλοί τις μιμήθηκαν. Απ’ όσους έχουν δει τη ταινία, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια μετά τη πρώτη και μοναδική προβολή της στην Ελλάδα, οι περισσότεροι θυμούνται τα χρώματά της, τις αξέχαστες σκηνές μάχης, όπου το κόκκινο με το κίτρινο και το μαύρο εναλλάσσονται σαν να καίνε όλο το κάδρο. Και έτσι γίνεται. Η μεταφορά είναι παρούσα και κυρίαρχη σε όλη τη ταινία, στην εικόνα και τη πρόζα, εισέρχεται ακόμη και στην οποιαδήποτε ανάλυσή της.
Σ’ αυτή τη ταινία ο Kurosawa αναιρεί τα πρόσωπα. Οι χαρακτήρες είναι σχήματα, ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Υπάρχουν ιδέες, σύνολα συμπεριφορών, μεταφορές. Ο τόπος είναι η κόλαση και η ύπαρξη είναι υποχρεωμένη να την αντιμετωπίσει.
Ο 70χρονος φεουδάρχης Hidetora, έχει γυρίσει από ένα επιτυχημένο κυνήγι με τους δύο γειτονικούς φεουδάρχες, τους Fujimaki και Ayabe, και σκέφτεται να παντρέψει τον Saburo, με τη κόρη ενός από τους δύο γείτονες. Κάθονται όλοι μαζί στους αγρούς, στο σταυροδρόμιτων τριών δρόμων που ενώνει τα φέουδα.
Στο κέντρο κάθεται ο Hidetora. Δεξιά του, οι δύο γείτονες, αριστερά του τα τρία παιδιά του και οι δυο πιο πιστοί του σαμουράι. Μπροστά του, διαμορφώνοντας και κλείνοντας το κύκλο, οι υπόλοιποι πολεμιστές. Ο αρσενικοθήλυκος Kyaomi, ο τρελός, τους διασκεδάζει με τις παραβολές του. Η μηχανή βρίσκεται χαμηλά αφήνοντας περιθώρια στον γαλάζιο ουρανό να κερδίσει μεγάλο μέρος του κάδρου. Η ηρεμία βρίσκεται παντού: στις χαμηλόφωνες αραιές συζητήσεις, στους μονότονους ήχους τις φύσης, στο κλειστό κύκλο των ανθρώπων. Παρόμοια σύνθεση δεν θα ξανά-υπάρξει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, διότι η ρήξη μέσα στους κόλπους της οικογένειας του Hidetora προκαλείται απ’ αυτή κιόλας τη στιγμή. Ο Hidetora, παρασυρμένος από ένα όνειρο που βλέπει, μοιράζει αλόγιστα, τη περιουσία του στα τρία παιδιά του, κάνοντας πρώτο και κύριο άρχοντα τον πρωτότοκο γιο του, δίνοντας το δεύτερο και το τρίτο κάστρο αντίστοιχα, στους άλλους δύο γιους και κρατά για τον εαυτό του, μερικούς από τους πιστούς του πολεμιστές, θεωρώντας ότι και τα τρία του παιδία θα τον φιλοξενούν εναλλάξ. Ο Saburo κρίνοντας επιπόλαιη τη πράξη του πατέρα του, αντιδρά αρνητικά και επίμονα, υποστηρίζοντας ότι αυτή θα είναι η αιτία πολλών καταστροφών. Ο Hidetora τον εξορίζει και τον καταριέται.

Η σύνθεση του κάδρου

Η επιβεβαίωση όμως των λεγόμενων του Saburo δεν θα αργήσει να έρθει. Ο πρωτότοκος Taro, είναι παντρεμένος με την Kaede, κόρη άρχοντα της περιοχής, που ο Hidetora έχει ξεκληρίσει. Η Kaede θα καταφέρει να διώξει τον ανόητο γέροντα, ο οποίος καταφεύγει στο κάστρο του δεύτερου του γιου. Ο Jiro, είναι και αυτός παντρεμένος, με την Sue, την οικογένεια της οποίας επίσης έχει ξεκληρίσει ο Hidetora. Όμως η Sue δεν κρατά κακία, πιστεύει στον Βούδα και η ψυχή της ξέρει να συγχωρεί. Ο σκληρός Hidetora πιο εύκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τη σκληρή και μονοσήμαντη συμπεριφορά της Kaede παρά τη γεμάτη συμπόνια ματιά της Sue. Η συνάντηση του πεθερού με τη νύφη γίνεται σε μια κορφή όπου η Sue πηγαίνει και προσεύχεται. Είναι δειλινό, τα ζεστά κόκκινα χρώματα καίνε τον ουρανό και αφαιρούν οποιοδήποτε ξεχωριστό χρώμα από τους δύο ήρωες, που γίνονται σαν δύο μαύρες σκιές.
Σ’ αυτή τη σκηνή οι άξονες που δημιουργούνται μέσα στην εικόνα από τις κινήσεις των ηθοποιών και της μηχανής, αναιρούν την έννοια της χρήσης της ίδιας της εικόνας. Η εικόνα δεν είναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας, είναι η ίδια η πραγματικότητα μέσα στη μεταφορά της. Η Sue είναι καθισμένη αριστερά στο κάδρο και έχει στραμμένο το βλέμμα της προς τον όρθιο Hidetora, το βλέμμα της δηλαδή έχει άξονα προς τον ουρανό. Όταν καταφθάνει ο φιλόδοξος Jiro, μέσα στο ίδιο πλάνο, με σκοπό να διώξει τον πατέρα, για να μη δυσαρεστήσει τον νέο άρχοντα και μεγάλο του αδελφό, η μηχανή κινείται και τον ακολουθεί που ανεβαίνει το λόφο, για να σταθεροποιηθεί στο ίδιο κάδρο με αυτό της Sue, αλλά ο άξονας είναι αντίστροφος. Ο Jiro βρίσκεται δεξιά του πατέρα του και ο Hidetora κοιτά υποχρεωτικά προς τα κάτω, προς τη γη. Η μεταφορά είναι τόσο σαφής όσο και πανέμορφη. Συγχρόνως, με την άφιξη του Jiro, ο ήχος της φύσης γίνεται διακριτικά απειλητικός.
Ο Hidetora, δεν έχει πια θέση εδώ και, θυμωμένος ακόμη, καταφεύγει στο τρίτο κάστρο, γνωρίζοντας ότι ο Saburo δεν είναι εκεί. Έχει παντρευτεί τη κόρη του Fujimaki και ζει μαζί τους. Οι πολεμιστές του Saburo που αποχωρούν δεν έχουν την ανάγκη επικής ή λυρικής μουσικής για να τους συνοδεύσει. Οι οπλές των αλόγων που κατευθύνονται προς τα δεξιά σε αντίθεση με το θρόισμα των λαβάρων προς τα αριστερά του κάδρου, συνθέτουν μια μαγευτική ηχητική εικόνα που παραμένει για πολύ ώρα πάνω σε ένα κάδρο που δεν τους περιέχει.

Το έπος

Όπως πολύ σωστά, ο Saburo, σ’ εκείνη τη πρώτη σκηνή είχε καταφέρει να σπάσει τα τρία ξύλα που του είχε δώσει ο πατέρας του για να του αποδείξει συμβολικά τη δύναμη της ένωσης, ο Jiro αποφασίζει να προδώσει τον μεγάλο του αδελφό και επιτίθεται στο 3ο κάστρο, σκοτώνει όλους τους πολεμιστές του πατέρα του και όταν φθάνει ο Τaro τον σκοτώνει και αυτόν. Αυτή η σχεδόν 15λεπτη σκηνή έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου για τη τελειότητα της σύνθεσής της. Το κάστρο είναι γκρίζο, μέσα στη σκόνη, που σηκώνουν οι οπλές των αλόγων. Τα κίτρινα λάβαρα του Jiro φθάνουν πρώτα και ξεκινούν την επίθεση. Τα κόκκινα του Taro, ακολουθούν. Πρόσωπα δεν βλέπουμε, δεν εστιάζεται σε αυτά η προσοχή μας. Μέσα στα πολεμικά τους καλύμματα όλος αυτός ο όχλος μετατρέπεται στη μεταφορά της δύναμης, της εξουσίας. Και η μάχη αρχίζει.
Για έξι περίπου ολόκληρα λεπτά όλοι οι ήχοι κόβονται και η εικόνα αποκτά μια χρονική απόσταση από τη μουσική του Toru Takemitsu ( τη 1η συμφωνία του Malher είχε ο Kurosawa στο μυαλό του όταν μίλησε για μουσική με τον συνθέτη του) που επιβάλλει το σχόλιο. Η εικόνα είναι λεπτομερέστατη, σχεδόν ηδονοβλεπτική. Κομμένα χέρια, βγαλμένα μάτια, σώματα που πέφτουν, γυναίκες πού αλληλοσκοτώνονται για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Όλα φαίνονται ολοκάθαρα και μεταφέρουν τη φρίκη του πολέμου μέσα στην εξαίσιαχρήση της μουσικής. Η μουσική σταματά απότομα και δίνει τη θέση της σε μια έντονη και ευδιάκριτη ηχητική μπάντα όταν ο Taro σκοτώνεται από έναν πολεμιστή του αδελφού του. Η εικόνα, αντίθετα, από εκείνο το σημείο, όπου ο ήχος την αντικαθιστά, γίνεται θολή. Η σκόνη περιβάλλει τα πάντα. Ορδές πεζών πολεμιστών κινούνται στο πρώτο επίπεδο του κάδρου, ενώ ακριβώς από πίσω τους οι έφιπποι ακολουθούν αντίθετη πορεία. Η ανάποδα: σε πρώτο επίπεδο οι έφιπποι και στο φόντο οι πεζοί. Οι σκηνές είναι μαγικές, τα πρόσωπα εξαφανίζονται μέσα στο σύμβολο της μάζας. Το κάδρο, στην αναλογία 2.35:1, δεν έχει φανεί ποτέ μεγαλύτερο στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν είναι θέμα προοπτικής όσο διεύρυνσης των ορίων του
Μετά από 15 λεπτά περίπου, φιλμικού χρόνου, ο Hidetora φεύγει σαν ένας τρελός γέροντας που δεν έχει τη δύναμη να πειράξει πλέον κανένα. Το πρόσωπο του καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης μεταμορφωνόταν σταδιακά για να καταλήξει στη τραγική φιγούρα με τα έντονα μάτια, το λευκό δέρμα και τα κάτασπρα μαλλιά, βγαλμένη κατευθείαν από το θέατρο Noh. Με τους δύο πιστούς ακολούθους του, τον τρελό Kyaomi και τον πιστό πολεμιστή Tango καταφεύγουν τυχαία σε μια σκοτεινή καλύβα, όπου ζει ο νεαρός αδελφός της Sue, τυφλός από το χέρι του Hidetora, o Tsurumaru, παραπέμποντας και αυτός, με τα μαύρα μακριά μαλλιά του στη τρελή γυναίκα του θεάτρου Noh.
Ο τρελός γέροντας έχει μπει στη προσωπική του κόλαση και είναι υποχρεωμένος να την αντιμετωπίσει.

Η τρέλα

Ο Tango, φεύγει, πάει να βρει τον Saburo και να τον φέρει στον πατέρα του. Οι δύο τρελοί καταφεύγουν στα χαλάσματα ενός κάστρου εκεί κοντά, που αποκαλύπτεται αργότερα ότι είναι το πατρικό κάστρο της Sue. Η φωνή του Hidetora αποκτά μια ιδιαίτερη αντήχηση που δεν δικαιολογείται ρεαλιστικά από το βάθος των χαλασμάτων. Αλλά, όπως είπαμε, δεν είναι ο ρεαλισμός που απασχολεί τον Kurosawa, είναι η «μεταφορά» της δικής του οπτικής για τον κόσμο. Η φωνή του Hidetora αποκτά αντήχηση διότι του επιστρέφεται, χτυπά σε τοίχο, όπως όταν είμαστε μόνοι μέσα σε μια σπηλιά. Νοιώθει και είναι μόνος με τον εαυτό του. Και ο τρελός Kyaomi, όταν μιλά στον γέροντα και δεν εισακούγεται, η φωνή του αποκτά αντήχηση, ενώ όταν πλέον ανταλλάσουν τις σκέψεις τους και τις μοναξιές τους, στο υπέροχο πλάνο της σκάλας, η αντήχηση κόβεται.
Το ίδιο συμβολικό ηχητικό εφέ επαναλαμβάνεται στον ανοιχτό αγρό, χωρίς ρεαλιστική δικαιολογία, όταν ο Saburo τον βρίσκει και ο πατέρας ντρέπεται να τον αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Ντρέπεται να κοιτάξει τον δικό εαυτό. Το κάδρο είναι μαγευτικό: ο Hidetora βρίσκεται στη μέση του κάδρου, καθισμένος κατάχαμα κοιτάζοντας προς τα αριστερά στο κενό, γυρνώντας τη πλάτη στον γονατιστό Saburo, που ακολουθείται από τον Tango και τον Kyaomi ο οποίος είναι καθισμένος στο κάτω δεξί όριο του κάδρου. Ο συμβολισμός είναι σαφής. Υπάρχει ελεύθερος χώρος για κάτι. Αυτό το κάτι είναι η μετακίνηση του Saburo αριστερά του πατέρα του για να μπορέσει να τον κοιτάξει. Ο Kyaomi γυρίζει προς το φακό και, σαν κορυφαίος του χορού, μας απευθύνει το λόγο. Η σύνθεση του κάδρου έχει αλλάξει τελείως. Έχει δημιουργηθεί ημικύκλιο μέσα στην οθόνη που συμπληρώνεται από το ημικύκλιο της αίθουσας.
Στον αντίποδα του Hidetora, βρίσκεται η άλλη έντονα συμβολική προσωπικότητα μέσα στη ταινία, η Kaede, που, σαν άλλη λαίδη Μάκβεθ, έχει αποφασίσει να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη φατρία του Hidetora και ερωτοτροπεί με τον ανόητο και φιλόδοξο Jiro. Ντυμένη σε λευκά τριζάτα ρούχα που ακούγονται σαν σούρσιμο φιδιού σε κάθε της κίνηση, τον πείθει να σκοτώσει η γυναίκα του ( η οποία σημειωτέο είναι μονίμως ντυμένη με λουλουδάτα χαρούμενα υφάσματα), τον πατέρα του ακόμη και τον Saburo που έχει ήδη καταφθάσει με το στρατό των δύο γειτόνων φεουδαρχών (με άσπρα λάβαρα) για να παραλάβει ειρηνικά τον Hidetora.

Η κάθαρση

Μια ολόκληρη δολοπλοκία στήνεται και η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Ο Saburo νικά, αλλά πεθαίνει. Ο πατέρας του, τον βλέπει νεκρό και δεν αντέχει άλλο. Ο Jiro επίσης έχει σκοτωθεί. Η Kaede καταφέρνει να σκοτώσει τη Sue, αλλά ένας πιστός σαμουράι την αποκεφαλίζει κι αυτήν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ποιοι επιζούν; Ο τρελός, ο πιστός πολεμιστής και ο τυφλός αδελφός της Sue , ολομόναχος πάνω σε έναν βράχο, έχοντας χάσει τα πάντα. Ακόμη και τη πολυαγαπημένη του φλογέρα. Η ταινία κλείνει με αυτόν, στο διάσημο πλέον τρίπτυχο πλάνο του Kurosawa. Τρία cut στον ίδιο άξονα (γενικό-μεσαίο-κοντινό) για να πλησιάσει το θέμα του, τον Tsurumaru που στέκει , λιγνός, γυρτός και μόνος, μπροστά στο απέραντο χάος. Το Ran ανήκει σε εκείνα τα αριστουργήματα που δεν αναλώνονται ποτέ. Ο καθείς μπορεί να τις δικές του μεταφορές μέσα από αυτόν τον τεράστιο πλούτο που μας παραθέτει ο «Αυτοκράτορας Kurosawa», όπως τον αποκαλούν οι κινηματογραφιστές ανά τον κόσμο.

Ηλέκτρα Βενάκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 42, Οκτώβριος 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: