8 Οκτ 2007

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ (Τ)

Πρώτη δημοσίευση: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ HI-TECH, τεύχος 4, Μάρτιος '96

...ΧΩΡΟΣ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗΣ

Ο κινηματογράφος είναι θέαμα και μάλιστα από τα πιο δημοφιλή, τα πιο λαϊκά.
Από τη πρώτη προβολή κινηματογραφικής ταινίας, των αδελφών Lumière, 100 χρόνια πριν, στο υπόγειο του Grand Café, στο Παρίσι, όπου ο κόσμος έβαλε για πρώτη φορά το στοιχείο της κινούμενης εικόνας στη ζωή του, ως διασκέδαση, μέχρι σήμερα, παρόλο το καταιγισμό εικόνων, χρωμάτων και ήχων, μέσω του video ή της τηλεόρασης, η αίθουσα παραμένει ο χώρος της μέθεξης του αποδέκτη με το κινηματογραφικό έργο.
Η δύναμη της σκοτεινής αίθουσας, όπου βυθίζεται κανείς στην απόλαυση της επανάληψης του απολύτως ίδιου, της συμμετοχής στο τετελεσμένο έργο (ο κινηματογράφος είναι εγγεγραμμένη και όχι ζωντανή τέχνη), νοιώθοντας την ύπαρξη του γείτονα θεατή, παραμένει μέσα στα χρόνια αναλλοίωτη.

Οι δυο μεγάλες αυταπάτες στη Τέχνη και πως επηρεάζουν τη κινηματογραφική αίθουσα

Μια από τις μεγάλες αυταπάτες για το Ωραίο στη τέχνη είναι ότι θεωρείται αντικειμενικό και οικουμενικό. Όταν υποστηρίζουμε ότι ένα έργο τέχνης είναι ωραίο, και όχι μόνο ευχάριστο ή συμπαθητικό είναι γιατί πιστεύουμε ότι η ευχαρίστηση που μας προκαλεί είναι αντικειμενικά και παγκόσμια αποδεκτή.
Μέσα στην ιστορία της τέχνης και τη θεωρία της αισθητικής τέτοιες αυταπάτες έχουν περιοριστεί. Το αισθητικό κριτήριο είναι υποκειμενικό, η αισθητική αξία καθορίζεται ιστορικά. Αλλά δεν παύει όμως η μοναξιά του γούστου να είναι επώδυνη. Εξ ου και ατελείωτες συζητήσεις με πρόθεση να πείσουμε (επί ματαίω πάντα, διότι το γούστο είναι υποκειμενικό) τον εκάστοτε συνομιλητή μας για την απόλυτη αισθητική αξία ενός έργου την οποία αυτός δεν αναγνωρίζει.

Η κοινή θέαση, λοιπόν, μιας ταινίας μειώνει αυτή τη μοναξιά. Ακούγοντας μια ολόκληρη αίθουσα να γελά ή να χαίρεται, νοιώθοντας και τους υπόλοιπους θεατές να απολαμβάνουν (ή να δυσφορούν) στον ίδιο βαθμό με μας, η ευχαρίστηση πολλαπλασιάζεται γιατί επιβεβαιώνεται κατά κάποιο τρόπο η οικουμενικότητα του ωραίου και επικυρώνεται άμεσα το γούστο μας.

Αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης για το κοινό γούστο, για τη οικουμενικότητα και την αντικειμενικότητα του ωραίου, είναι η δημιουργία μιας άλλης αυταπάτης εξίσου γνωστής και αποδεκτής, της ανωτερότητας του έργου από τον καλλιτέχνη που το δημιούργησε. Το έργο ξεπερνά τον καλλιτέχνη. Το έργο προϋπήρχε του καλλιτέχνη, το έργο ως έμπνευση εκ των άνω και όχι ως αποτέλεσμα πειθαρχίας και σκληρής δουλειάς, κ.λ.π..
Όλα αυτά που μυθοποιούν τη καλλιτεχνική δημιουργία επιτρέπουν το σκεπτικό ότι το έργο τέχνης, είναι αιώνιο και ανεπηρέαστο από αισθητικές εμπειρίες, προτιμήσεις των εποχών ή τρόπους παρουσίασής του στο κοινό. Στη προκειμένη περίπτωση, το κινηματογραφικό έργο αντέχει - ως αιώνιο - σε οποιονδήποτε τεχνικό συμβιβασμό στο στάδιο, κυρίως, της προβολής. «Μια ταινία, αν είναι καλή, αντέχει σε οποιεσδήποτε συνθήκες προβολής».
Θέσεις αμφισβητήσιμες για την εγκυρότητά τους αλλά που έχουν ευρεία διάδοση και λαϊκή αποδοχή.
Τέτοιες παρατηρήσεις θα αποτελούσαν από μόνες τους θεωρητικό κεφάλαιο προς συζήτηση και ανάπτυξη και δεν έχουν θέση εδώ. Εδώ αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να τονίσουμε ότι το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί - και επιβάλλεται - να προσφέρει η κινηματογραφική αίθουσα είναι η πιστότητα στο καλλιτεχνικό έργο και στην αίσθηση που ο δημιουργός του κινηματογραφικού έργου αποφασίζει να εκθέσει στο κοινό.
Όπως μια κακοτυπωμένη φωτογραφία καταστρέφει τα πάντα από το ίσως καταπληκτικό αρνητικό, όπως μια κακιά ηχογράφηση ή ένα κακό μηχάνημα αναπαραγωγής αναιρεί, έστω προσωρινά, κατά τη διάρκεια της ακρόασης, τη ποιότητα του μουσικού έργου, έτσι μια κακιά αίθουσα καταργεί αυτομάτως την οποιαδήποτε αμοιβαία ανταλλαγή θεάματος-θεατή που θα ήταν πιθανό να δημιουργηθεί μεταξύ τους και που αυτό βεβαίως είναι το ζητούμενο. Γιατί το φιλμ, καταρχήν, ανήκει στο μοναδικό δικό του χώρο που λέγεται κινηματογραφική αίθουσα.

Η δημόσια προβολή έχει το χαρακτηριστικό ότι δημιουργεί πράγματι κοινή αισθητική εμπειρία.
Δημιουργούνται κοινές προτιμήσεις για το τάδε ή το δείνα κινηματογραφικό είδος που θεωρούνται, λίγο ως πολύ, καθολικής αξίας, χωρίς να λαμβάνεται υπ'όψιν η ιστορική στιγμή και η δεδομένος πολιτισμός. Το γούστο είναι υποκειμενικό, αλλά δεν αποκλείεται οι αισθητικές απόψεις μιας συγκεκριμένης ομάδας (ακόμη και παγκόσμιας) σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, να συγκλίνουν και να αποτελούν ένα κυρίαρχο γούστο. Η κυριαρχία του, όμως, δεν το κάνει αντικειμενικό, το κάνει απλώς... κυρίαρχο. Ο καθένας μας κρίνει και αποδέχεται ένα αντικείμενο ως ωραίο σύμφωνα με την παιδεία και την ιστορία του.
Από την άλλη, η υποκειμενικότητα της ευχαρίστησης δεν αποκλείει την έννοια της αντικειμενικής προσέγγισης.
Μπορεί κάλλιστα κάποιος, να αναλύσει π.χ., την συνθετότητα μιας ταινίας που φέρει πολυκάναλο ήχο : Τα ακούσματα που έρχονται από δεξιά ή αριστερά, την νέα σκέψη πάνω στο decoupage, την καθαρότητα και την ευκρίνεια του λόγου, κ.λ.π. Αυτά τα στοιχεία επιδέχονται αντικειμενικής ανάλυσης, αυτό όμως που δεν κατοχυρώνεται ως αντικειμενικό είναι το αν η συνθετότητα του πολυκάναλου κινηματογραφικού έργου είναι ανώτερη της απλότητας του μονοφωνικού ή του βωβού.

Στην εποχή του κινηματογράφου είναι πολύ δύσκολο κανείς να ξεχωρίσει τη τεχνική ποιότητα από την αισθητική της αξία.
Ιδίως με τις εντυπωσιακές βελτιώσεις του ήχου είτε στο στάδιο της παραγωγής είτε στο στάδιο της προβολής του στην αίθουσα, τις γιγαντοοθόνες, τα διάφορα formats και τις ανακαινισμένες αίθουσες, γεγονότα αρκετά πρόσφατα στην Ελλάδα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σαφώς τεχνολογική εξέλιξη που έχει όμως επιπτώσεις στη διαμόρφωση ενός καινούργιου αισθητικού κριτηρίου. Αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν είναι βεβαίως ερήμην των καλλιτεχνικών αναζητήσεων των δημιουργών.
Το έχουμε ήδη παρατηρήσει στο πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα (μη ξεχνάμε ότι διανύουμε την εποχή του ηχητικού), από την ασπρόμαυρη εικόνα στην έγχρωμη, στο cinemascope...
Ανεξάρτητα από το αν παίζονται, πίσω απ'όλα αυτά, χοντρά παιχνίδια μεγάλων βιομηχανιών που δεν αφορούν άμεσα το καλλιτεχνικό έργο, οι αισθητικές καινοτομίες δεν παύουν να είναι άξιες προσοχής.
Η κυρίαρχη αισθητική προτίμηση θεατών και παραγωγών, σήμερα, είναι ο πολυκάναλος ήχος, η οποία καθορίζεται από διάφορους κοινωνικό-οικονομικό-πολιτι(στι)κούς παράγοντες. Δεν σημαίνει ότι αυτή η προτίμηση είναι καθολική, ούτε αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για ένα κινηματογραφικό έργο. Με το πέρασμα του χρόνου, όταν οι πρώτοι ενθουσιασμοί θα καταλαγιάσουν, τότε, θα φανεί πια από αυτά τα έργα κερδίζουν το τίτλο του έργου τέχνης και σίγουρα, θα βρουν τη θέση τους δίπλα στα αριστουργήματα του μονοφωνικού και του βωβού κινηματογράφου, χωρίς να έχει και μεγάλη σημασία η διαφορετική σχολή ή χρονική στιγμή.
Ποιος συγκρίνει στις μέρες μας τον Προύστ με τον Ντοστογιέφσκι;

ΠΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΣΗΜΕΡΑ;

Το 1994 και 1995, αυξήθηκαν τα εισιτήρια στους κινηματογράφους (οι διανομείς μιλούν για 15-18%), ανακαινίσθηκαν αρκετές αίθουσες και το πιο ευχάριστο είναι ότι εμφανίστηκαν καινούργιες!: 2 μικρές στο κέντρο (Όπερα 2 και Άττικα 2) και 5 στη περιφέρεια ( η Ευα στο Παγκράτι, η Αίγλη και το Γλυφάδα στη Γλυφάδα, το Ιντεάλ Μαρούσι και ο Δημοτικός Κινηματογράφος Όνειρο στου Ρέντη). Περιμένουμε δε το πρώτο multiplex cinema (τουτέστιν πολλές αίθουσες στον ίδιο χώρο ) της Ελλάδας που θα χτιστεί στο Μαρούσι. Για της αίθουσες της Αθήνας, κι ελπίζουμε και για υπόλοιπες, θα μιλήσουμε αναλυτικότερα.
Το αισιόδοξο είναι ότι και η ελληνική κινηματογραφία, όταν βρίσκει διανομή εκτός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου δεν πάει καθόλου άσχημα. Να σκεφτείτε ότι η ταινία του Αντώνη Κόκκινου "Τέλος Εποχής" έκοψε γύρω στα 120.000 εισιτήρια, ενώ, πρώτη την ίδια χρονιά ήρθε "Ο Βασιλιάς των Λιονταριών" με 260.000 εισιτήρια που έτυχε κεντρικότερης και μεγαλύτερης διάρκειας διανομή.

Αναφέρομαι επί τροχάδην σε όλα αυτά, για να αντιληφθεί κανείς τη σπουδαιότητα της Διανομής των ταινιών και της Κινηματογραφικής Αίθουσας η οποία κερδίζει συνέχεια το χαμένο της κοινό. Το σημερινό κοινό, είναι πιο ενημερωμένο από παλαιότερα (από τον Τύπο, το Ραδιόφωνο και τους φίλους του, παρά από την Τηλεόραση) και η συχνή πλέον προσέλευσή του στις αίθουσες είναι σαφέστατη επιλογή, ανεξάρτητα αν κάποιοι θεωρούν ότι είναι μόδα ή ανάγκη των καιρών (το σινεμά παραμένει φτηνή διασκέδαση).

Για να διαμορφωθεί, λοιπόν, το αισθητικό κριτήριο σωστά (στο μέτρο που η καλύτερη γνώση το επιβάλλει και όχι η διαμόρφωση ενιαίας κρίσης) καλό θα ήταν να αφαιρούσαμε το νέφος μύθου που περιβάλλει όλα αυτά τα τερτίπια της τεχνολογικής εξέλιξης και να συγκρατούσαμε το σημαντικό.
Το σημαντικό στο κινηματογραφικό θέαμα, όπως το τονίσαμε και παραπάνω, είναι η καλύτερη δυνατή παρακολούθησή του στον χώρο που ανήκει, δηλαδή στην αίθουσα.

Η ΗΧΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας αίθουσας ευχάριστης που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει μια απολαυστική ηχο-θέαση του κινηματογραφικού έργου;
Πως μπορεί ο θεατής που δεν είναι γνώστης των διάφορων και ποικίλων λογότυπων να διαλέξει μια αίθουσα που θα προβάλει αξιοπρεπώς την ταινία που έχει επιλέξει;

Το σημαντικό στην ποιότητα της αίθουσας είναι να βλέπουμε και να ακούμε καλά. Να καθόμαστε καλά, χωρίς η αργοπορημένη προσέλευση ενός θεατή στο μπροστινό μας κάθισμα να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Να μη νοιώθουμε ζέστη ή κρύο. Να μην ανοίγουν τις κουρτίνες στις πόρτες εξόδου πριν το τέλος της ταινίας (συχνό φαινόμενο, δυστυχώς στις ελληνικές αίθουσες). Να βλέπουμε καθαρά την εικόνα, χωρίς φλου ή décadrage (όταν η εικόνα είναι κομμένη οριζόντια από μια μαύρη μπάρα). Να ακούγεται καθαρά η φωνή, να είναι κατανοητό το τι λέγεται, σε οποιαδήποτε θέση και να κάθεται ο θεατής. Να μην αποσπάται κανείς από εξωτερικούς ήχους, όπως ασανσέρ, λεωφορεία, τη μηχανή προβολής, τον εξαερισμό, κ.λ.π.
Όλα αυτά τα προβλήματα είναι λίγο ως πολύ γνωστά στους θαμώνες των κινηματογράφων. Τα ειδικά προβλήματα του ήχου περνούν όμως σχεδόν απαρατήρητα. Πολλές φορές νοιώθουμε άβολα, ότι κάτι δεν πάει καλά στη ταινία αλλά δεν γνωρίζουμε το γιατί. Αυτό οφείλεται στον ήχο, πολύ πιο συχνά απ'ότι νομίζουμε. Η ο ήχος είναι πολύ δυνατός, ή πολύ ψεύτικος, η πολύ μπερδεμένος και δεν καταλαβαίνουμε τι ακούμε. Για να μη βγαίνουμε, λοιπόν, εκνευρισμένοι από το σινεμά πρέπει να κατανοήσουμε όλα αυτά τα λογότυπα που κυκλοφορούν και να επιλέγουμε την αίθουσα που μας αρέσει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο σημερινός θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με όρους άγνωστους σε αυτόν: Dolby, Dolby SR, Dolby Stereo Digital, THX, και δεν μπορεί να κατανοήσει αν μια αίθουσα με Dolby SR είναι καλύτερη από μια αίθουσα με σκέτο Dolby.
Εδώ πρέπει να σταματήσουν οι παρεξηγήσεις. Τα λογότυπα της Dolby αφορούν τη ποιότητα του ήχου μιας ταινίας, τόσο στη διάρκεια της παραγωγής όσο και κατά τη διάρκεια της προβολής της στην αίθουσα.
Δηλαδή, μια ταινία που έχει ήχο Dolby πρέπει να παίζεται σε μία αίθουσα επανδρωμένη με Dolby. Όμως, για μια μονοφωνική ταινία χωρίς Dolby δεν έχει καμιά σημασία. Μια ταινία που φέρει το λογότυπο Dolby δεν αποκωδικοποιείται σωστά από το σύστημα Dolby SR, κ.λ.π. Το σύστημα ΤΗΧ αφορά μόνο την ποιότητα αναπαραγωγής της ταινίας στην αίθουσα. Τελευταία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι και με μια καινούργια επιλογή, του Dolby Digital Sound και έπεται συνέχεια...
Ας ξεκινήσουμε από τα λογότυπα της Dolby.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ DOLBY STEREO ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Η ανάγκη στερεοφωνικού ήχου στον κινηματογράφο είναι πολύ παλιά. Όμως, το ηχητικό πεδίο που ανταποκρίνεται στη στερεοφωνία είναι πολύ πιο περιορισμένο από αυτό του μονοφωνικού ήχου. Μόνο οι θεατές που θα καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας θα απολάμβαναν στερεοφωνικά τη ταινία. Οι υπόλοιποι, αδικημένοι, θα άκουγαν περισσότερο το δεξί ή το αριστερό κανάλι, ανάλογα με τη θέση που θα καθόντουσαν. Έτσι, οι απόπειρες στράφηκαν στη τετραφωνία. Εκτός από το δεξί και αριστερό κανάλι εκπομπής προστέθηκαν άλλα δύο: ένα στο κέντρο και ένα τέταρτο, στο βάθος της αίθουσας. Τα τρία πρώτα κανάλια, το αριστερό, το κεντρικό και το δεξί βρίσκονται πίσω από την οθόνη ενώ το τέταρτο, το λεγόμενο surround, βρίσκεται μέσα στην αίθουσα. Τα ηχεία του surround βρίσκονται πιο κοντά στους θεατές, απ'ότι τα ηχεία της οθόνης. Για να μην είναι κυρίαρχα και να μην αναγνωρίζεται η πηγή εκπομπής, το κανάλι αυτό ακούγεται με μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τα κανάλια της οθόνης, δίνοντας τη ψευδαίσθηση ότι όλοι οι ήχοι ξεκινούν από την εικόνα.
Αυτή είναι η βασική αρχή της τετραφωνίας στον κινηματογράφο, που όλοι πλέον την αποκαλούμαι stereo.

Το θέμα είναι γιατί άργησε τόσο πολύ η τετραφωνία να κερδίσει τον κινηματογράφο και ποιος είναι ο ρόλος της εταιρείας Dolby;
Ο βασικότερος λόγος είναι οι φυσικοί περιορισμοί του ίδιου του φιλμ, ως υλικού της ηχητικής εγγραφής, αλλά η εταιρεία Dolby βρήκε τη λύση και κυριάρχησε, τελικά, στην κινηματογραφική βιομηχανία, όσον αφορά τις ταινίες με αναλογικό ήχο.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΗΧΟΣ

Ο ήχος στον κινηματογράφο - όσο και αν φαίνεται περίεργο - είναι οπτικός. Δηλαδή, στις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες, είτε είναι μονοφωνικές είτε πολυκάναλες, ο ήχος υπάρχει στην άκρη της εικόνας, στη γραφική του αναπαράσταση (δύο εγγραφές, για λόγους ασφαλείας) όπως τη βλέπουμε στα βιβλία της φυσικής. Κατά καιρούς προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν μαγνητικό ήχο, δηλαδή μαγνητική επίστρωση στην άκρη της εικόνας, ίδια και απαράλλακτη με αυτή των κοινών μαγνητοφώνων. Αυτός ο ήχος έχε σαφώς καλύτερη ποιότητα από τον οπτικό, είναι όμως πολύ πιο ακριβώς και πολύ πιο ευαίσθητος στη συχνή χρήση. Μόνο οι ταινίες 70mm συνεχίζουν να έχουν μαγνητικό ήχο, διότι είναι ήδη πολύ ακριβές και το επιπλέον κόστος του ήχου δεν είναι απαγορευτικό. Οι ταινίες που βλέπουμε συνήθως στην Ελλάδα είναι 35mm και φέρουν οπτικό ήχο. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι μόνο σε αυτό το τελικό στάδιο, πριν τη προβολή, ο ήχος γίνεται οπτικός. Σε όλες τις προηγούμενες διαδικασίες, στη λήψη, στο μοντάζ και στη μίξη χρησιμοποιείται μαγνητικός ή και ψηφιακός ήχος.
Τα βασικά προβλήματα με τον οπτικό ήχο ήταν δύο: Ο θόρυβος βάσης, το λεγόμενο φύσημα, που υπάρχει στον οπτικό ήχο και ο περιορισμένος χώρος που έχει πάνω στο φιλμ. Για να έχουμε τετραφωνία, χρειάζονται τέσσερα κανάλια ήχου. Αλλά, τέσσερα κανάλια δε χωρούν σε δύο αναπαραστάσεις.

Η ΛΥΣΗ DOLBY

Και τότε, η εταιρεία Dolby σκέφτηκε... ότι χωρούν! Πρόσθεσε και έναν αποθορυβοποιητή και έδωσε τη λύση.
Η σκέψη ήταν απλή. Αντί οι οπτικές αναπαραστάσεις να φέρουν τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες, μπορούσαν να φέρουν διαφορετικές. Αυτό πραγματοποιείται με μια κωδικοποίηση, 4 κανάλια σε 2 (encoding) κατά τη διάρκεια της μίξης όλων των ήχων της ταινίας, σύμφωνα με τις αισθητικές απαιτήσεις του δημιουργού, δηλαδή, τι θα ακούγεται από ποιο κανάλι. Κατά τη διάρκεια της προβολής στην αίθουσα, λειτουργεί η αποκωδικοποίηση 2:4 (decoding) και έχουμε ξανά τους ήχους μοιρασμένους στις τέσσερεις μεριές, όπως το έχει φανταστεί ο σκηνοθέτης με τους συνεργάτες του.
Το πρόβλημα του φυσήματος λύθηκε με έναν αποθορυβοποιητή τύπου Dolby A, ή Dοlby SR (spectral recording). Ο Dolby A εμφανίζεται στην αγορά το 1967, ενώ ο Dolby SR, πιο εξελιγμένος αποθορυβοποιητής, που παίρνει υπ'όψιν του τη συμπεριφορά του ανθρώπινου αυτιού, εμφανίζεται μόλις το 1987. Το σύστημα αυτό φτάνει λίγο αργοπορημένα διότι εν τω μεταξύ έχει εμφανισθεί η ψηφιακή εγγραφή του ήχου πάνω στο υλικό. Για τον αναλογικό όμως ήχο παραμένει η εγγύηση της καλύτερης ποιότητας.

Η κινηματογραφική ταινία 35mm, με αναλογικό ήχο, που έχει χρησιμοποιήσει ένα από τα δύο συστήματα Dolby, φέρει το ανάλογο λογότυπο στο τέλος των τίτλων. Για να προβληθεί σωστά, η αίθουσα πρέπει να είναι επανδρωμένη με το ανάλογο σύστημα. Δηλαδή, μία ταινία που φέρει το λογότυπο Dolby Stereo, μπορεί να παιχτεί σε μία αίθουσα με το ανάλογο ηχητικό σύστημα. Μια αίθουσα με το λογότυπο Dοlby Stereo SR δεν θα προσφέρει τίποτα περισσότερο, εκτός, αν είναι καλύτερη ως χώρος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το Dolby Stereo Digital. Αν μια ταινία έχει αναλογικό ήχο, δεν έχει καμία σημασία αν η αίθουσα έχει ψηφιακό. Βέβαια, επειδή, το ψηφιακό σύστημα είναι καινούργιο στις Ελληνικές αίθουσες, η ποιότητα του ήχου, λόγω πρόσφατου τεχνικού ελέγχου, πιθανόν να είναι σωστότερη.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι το Σύστημα Dolby Stereo αφορά την ηχητική ποιότητα της ταινίας. Ο ελάχιστος σεβασμός στις αισθητικές επιδιώξεις του δημιουργού, απαιτεί την ανάλογη προβολή του σε κατάλληλα επανδρωμένη αίθουσα.

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΘΟΥΣΑΣ

Αν ο σκηνοθέτης μιας ταινίας και οι συνεργάτες του επιλέγουν να αφηγηθούν μέσω του πολυκάναλου ήχου, στέλνοντας κάποιους ήχους δεξιά, αριστερά ή πίσω, δεν νομίζω ότι ο θεατής μπορεί αυθαίρετα να προτιμήσει, λόγω άγνοιας ή κακόβουλου σνομπισμού, μια μονοφωνική αίθουσα. Διότι, σε μια μονοφωνική αίθουσα ακούς, πράγματι, άλλο πράγμα και όχι αυτό που ο σκηνοθέτης σε καλεί να ακούσεις. Είναι σα να βλέπεις μια έγχρωμη ταινία σε ασπρόμαυρη προβολή, όπου όλοι πλέον αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές τους αισθητικές. Η επιλογή είναι, βέβαια, προσωπική κα μπορεί να έχει τις αιτίες της σε μια έρευνα ή παρατήρηση συγκεκριμένων στοιχείων. Αυτό είναι άλλο. Εμείς, εδώ, μιλάμε για τη προβολή του έργου σύμφωνα με την επιθυμία του δημιουργού. Και η επιθυμία του είναι εγγεγραμμένη πάνω στο φιλμ.
Δυστυχώς, ο κινηματογραφικός ήχος δεν χαίρει ακόμη του σεβασμού που του αρμόζει. Πέρα από το βιομηχανικό και εμπορικό ενδιαφέρον, κανείς δεν τον θεωρεί καλλιτεχνικό standard. Από το στάδιο της παραγωγής της ταινίας, ήδη, οι τίτλοι sound designer, sound director ή sound consultant, τίτλοι πιο συνολικής ευθύνης απ'ότι ηχολήπτης ή μιξέρ, που υπήρχαν μέχρι πρότινος, δεν αναγράφονται στην αρχή της ταινίας μαζί με τους υπόλοιπους καλλιτεχνικούς τίτλους, αλλά στο τέλος. Η συμβολή τους στο κινηματογραφικό έργο δεν θεωρείται, ακόμα, αμιγώς καλλιτεχνική.
Το πιο λυπηρό συμβαίνει με τις αίθουσες, όπου είναι συχνό το φαινόμενο της απρόσεκτης ηχητικής κάλυψης. Κεφαλές ήχου που δεν καθαρίζονται συχνά, ασύγχρονες προβολές ή ακόμη και βουβά περάσματα, χώροι ακατάλληλοι για τα ηχητικά συστήματα που τους καλύπτουν...
Η δεοντολογία της κινηματογραφικής προβολής είναι ακόμη στα σπάργανα. Πόσες φορές δεν έχετε εκνευριστεί από το άναμμα των φώτων πριν το τέλος της ταινίας ή κάποιο κόκκινο φωτάκι, πολύ κοντά στην οθόνη, με την ένδειξη έξοδος / μην καπνίζεται που σας χτυπά στα μάτια;

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΧ

Αυτά τα προβλήματα της αίθουσας προσπάθησε να λύσει το σύστημα THX.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Georges Lucas, παρακολουθώντας σε διάφορες αίθουσες τη ταινία του Star Wars, απογοητεύτηκε οικτρά από τη φτωχή απόδοση της ηχητικής του μπάντας στην αίθουσα, ενώ είχε κάνει πολύ λεπτομερή δουλειά στους ήχους, κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Πολλοί σκηνοθέτες νοιώθουν την ίδια απογοήτευση μέσα στην αίθουσα, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επέμβουν. Ο Lucas είχε, και ευτυχώς, το έκανε.
Έτσι δημιουργήθηκε το σύστημα ΤΗΧ που αφορά την ποιότητα της ακουστικής της αίθουσας. Για να μην υπάρξει σύγχυση, πρέπει να (ξανά)πούμε ότι το ΤΗΧ δεν είναι ανταγωνιστής του Dolby, ούτε συγκρίνονται τα δύο συστήματα μεταξύ τους. Το ΤΗΧ δεν επεμβαίνει καθόλου τον ήχο μιας ταινίας, ασχολείται μόνο με την ποιότητα της αίθουσας. Όταν μία αίθουσα φέρει το λογότυπο ΤΗΧ (ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σύστημα Dolby που έχει), σημαίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις της εταιρείας Lucasfilm και αποτελεί εγγύηση για την καλή ακουστική της. Η Lucsfilm προτείνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα που αφορά το χώρο και την ακουστική της αίθουσας, την ευκρίνεια της εικόνας και την καλύτερη απόδοση του ήχου. Το σήμα κατατεθέν ΤΗΧ ενοικιάζεται για ένα χρόνο. Η ενοικίαση επαναλαμβάνεται μετά από τεχνικό έλεγχο.
Υπάρχουν δύο σκέλη στο πρόγραμμα ΤΗΧ. Το εμπορικό και το τεχνικό.
Το εμπορικό περιέχει: 1). Επιλογή του χώρου. 2).Έλεγχος των πλάνων.
3). Έγκριση της άδειας. 4) Εγκατάσταση του συστήματος. 5). Βεβαίωση ΤΗΧ. 6). Περιοδικός τεχνικός έλεγχος (κάθε χρόνο).
Το τεχνικό βασίζεται στα κριτήρια ακουστικής και την επιβεβαίωση ποιότητας, μέσω τεστ, των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου. Δηλαδή, το ΤΗΧ επιβάλλει σε μία αίθουσα τις σταθερές ποιότητες, που στις άλλες, είναι απλώς υποθέσεις ή υποδείξεις.
Με δυο λόγια το σύστημα ΤΗΧ αποτελείται από τον τοίχο ΤΗΧ, που βρίσκεται πίσω από την οθόνη και πάνω σε αυτόν βρίσκονται τα ηχεία. Ο χώρος ανάμεσα στο τοίχος και τον τοίχο της αίθουσας καλύπτεται από απορροφητικά υλικά ούτως ώστε να απορροφά τα πίσω κύματα. Αυτός ο κλειστός χώρος λειτουργεί σαν ένα πολύ μεγάλο ηχείο.
Συγχρόνως υπάρχει στην καμπίνα προβολής το φίλτρο ΤΗΧ το οποίο χωρίζει το φάσμα την υψηλών και χαμηλών συχνοτήτων πριν περάσει το σήμα μέσα από τους ενισχυτές. Αυτή η μέθοδος βελτιώνει σημαντικά τη ποιότητα της ακρόασης. Το φίλτρο ΤΗΧ είναι πάντα προς ενοικίαση και είναι αυτό που αφαιρείται από την αίθουσα αν σταματήσει να χαίρει της εμπιστοσύνης της Lucasfilm.
Τώρα, αν το λογότυπο ΤΗΧ έχει σχέση με τον κατασκευαστή του, Τomlinson Holman και τη λέξη eXperiment, ή με την πρώτη ταινία του George Lucas, με τίτλο ΤΗΧ 1138, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι απλώς ανεκδοτολογικό.
Μη ξεχνάμε όμως, ότι το σύστημα αυτό γεννήθηκε από έναν μάστορα του κινηματογράφου κι από μια ανάγκη να ακούμε και να βλέπουμε καλύτερα τις ταινίες που με τόσο κόπο φτιάχνονται.
Πλέον υπάρχουν και άλλα συστήματα που βελτιώνουν την ακουστική της αίθουσας, οι συζητήσεις είναι πολλές σε σχέση με τις ποιότητες και τις διαφορές τους και σύντομα θα μιλήσουμε για αυτά. Το σίγουρο είναι ότι μια αίθουσα με προδιαγραφές ΤΗΧ μπορεί να προσφέρει μεγάλη απόλαυση οπτική και ηχητική. Δεν σημαίνει , όμως, απαραίτητα, ότι μια αίθουσα χωρίς ΤΗΧ δεν απαντά στις προϋποθέσεις για μια ιδανική ήχο-θέαση. Απλώς δεν έχει νοικιάσει το σύστημα. Πολλοί αρχιτέκτονες σήμερα ειδικεύονται και ασχολούνται σοβαρά με την ακουστική της αίθουσας. Προτάσεις και διαφωνίες σε σχέση με την καταλληλότητα του ζωντανού ή του ουδέτερου χώρου προβολής, αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα θέματα σήμερα.

Το πρόβλημα, βέβαια, που δημιουργείται από όλη αυτή τη πληθώρα θεωριών και τη συνεχή αναζήτηση της τέλειας ακουστικής, είναι η πιθανή απομόνωση του ήχο-θεατή στην καρέκλα του με τον ατομικό ενισχυμένο του ήχο, χωρίς καμία αντήχηση που να του δηλώνει το μέγεθος της αίθουσας μέσα στην οποία βρίσκεται, χωρίς, τελικά, καμιά επαφή με τον γείτονά του.
Ο ήχος είναι ζωντανό πράγμα, και οι βελτιώσεις που γίνονται πάνω στην εγγραφή του στο φιλμ είναι πολύ σημαντικές για το καλλιτεχνικό έργο. Είναι κρίμα λοιπόν να βρίσκουν στην αίθουσα μιά "αντισηπτική" αντιμετώπιση. Θα επανέλθουμε.


------------------------------------------------------------
ΤΑ MULTIPLEX CINEMA

Χωρίς να έχουμε ακόμη πολλές και συγκεκριμένες πληροφορίες, γιατί όλα γίνονται ακόμα μυστικά, μπορούμε να σας πούμε ότι θα ανοίξουν 2 με 3 multiplex cinema στην Αθήνα. Οι σκέψεις είναι για τη περιοχή του Αμαρουσίου, για το Ρέντη και τη Γλυφάδα. Στα σχέδια αυτά συμμετέχουν αιθουσάρχες, βιομήχανοι και εταιρείες διανομής.
Τι είναι τα σινεμά multiplex; Θα είναι συγκροτήματα, φανταστείτε κάτι σαν μικρό εμπορικό κέντρο με πολλές, 6-10, κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτές οι αίθουσες συνήθως είναι μικρές, χωρούν γύρω στα 200 άτομα, άρτια επανδρωμένες. Ο κινηματογραφόφιλος θα έχει μια μεγάλη γκάμα επιλογών, μαζί με εναλλακτικές λύσεις διασκέδασης μέσα στον ίδιο χώρο. Ποτό, φαγητό...
Ελπίζουμε να μην είναι μόνο αυτές, οι τόσο γνωστές, αλλά να αφήσουν τη φαντασία τους να οργιάσει. Π.χ, ένα βιβλιοπωλείο που θα διανυχτέρευε, ένα δισκοπωλείο με πολλά κινηματογραφικά soundtracks, που θα αποτελούσαν πόλο έλξης των κινηματογραφόφιλων, που θα παρέσυραν το συγκινημένο θεατή (και μόνον αυτόν, διότι τους δυσαρεστημένους πως να τους πείσεις;) να βελτιώσει τη γνώση του περί κινηματογράφου. Διότι, τι άλλο θα μπορούσε να μας προκαλέσει ευχαρίστηση και αναμονή της δημιουργίας των multiplex αν δεν αποτελέσουν πολιτιστικό γεγονός;
Η απλή οικονομική ενίσχυση trust αιθουσαρχών, δεν νομίζω ότι αφορά κανέναν μας, αν αυτό δεν συνδυαστεί με βελτίωση της γενικότερης κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα.
Από εταιρεία που θα συμμετέχει στη κατασκευή των multiplex, μάθαμε ότι στην Αγλλία, πριν την δημιουργία τους, ο δείκτης προσέλευσης θεατών στις αίθουσες ήταν 0,7, δηλαδή, ο κάθε πολίτης πήγαινε στον κινηματογράφο λιγότερο από μια φορά το χρόνο. Ο δείκτης αυτός είναι ίδιος με της Ελλάδας. Μετά τη δημιουργία των multiplex, ο δείκτης ανέβηκε στο 2,7. Κάτι τέτοιο περιμένουν να συμβεί κα εδώ. Μακάρι.
Αυτό που γνωρίζουμε, όμως, εμείς για την Ευρώπη (για την Αγγλία δεν έχουμε αυτή τη στιγμή ιδιαίτερα στοιχεία), είναι ότι σε αυτές τις αίθουσες, με τις πολλές επιλογές, παίζονται και παλιές ταινίες, επανεκδόσεις κ.λ.π.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, να μπορούσαμε να βλέπαμε κι εδώ, από νωρίς το μεσημέρι, γνωστές αγαπημένες μας ταινίες, σε προσεγμένες επανεκδόσεις.
Το θετικό με αυτές τις αίθουσες είναι ότι μπορούν να αντέξουν το κόστος τέτοιων πειραμάτων, λόγω μεγέθους. Όταν μια αίθουσα γεμίζει με 100 - 200, το πολύ, άτομα, μπορεί να προβάλει ταινίες μικρής προσέλευσης κοινού.
Αν τα multiplex έρθουν με νέες και ενδιαφέρουσες προτάσεις, θα μας τραβήξουν σαν το μέλι. Αν παίζουν τις ταινίες πρώτης προβολής που μπορούμε να δούμε παντού, εγώ προσωπικά, θα προτιμήσω να περπατήσω και λίγο, παρά να νοιώθω σαν το ποντίκι μέσα σε υπόγεια ή σε ισόγεια ανάμεσα σε δέκα ταμεία.

Ηλέκτρα Βενάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια: