8 Οκτ 2007

ΜΙΚΡΗ, ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ (Τ)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 19, 8-9/97
Τηλεοπτικό – κινηματογραφικό κάδρο

1) Είδα την Ολική Επαναφορά στο βίντεο, σε μικρή οθόνη. Την ξαναείδα σε laser, από βιντεοπροβολέα. Δύο τα φαινόμενα: Η μικρή και η μεγάλη οθόνη.

2) Εχετε προσπαθήσει να δείτε τη Δυναστεία σε μεγάλη οθόνη; Να την προβάλετε μέσω του βιντεοπροβολέα; Αν ναί, έχετε σίγουρα νοιώσει αυτή την ανεπαίσθητη απέχθεια για τη τερατομορφία των κοντινών πλάνων των προσώπων. Αν όχι, δοκιμάστε το και θα καταλάβετε.
-Έχετε αντέξει να δείτε ολόκληρη μια ταινία του Kurosawa σε μικρή οθόνη ή ακόμη την Οδύσσεια του Διαστήματος ή τους 12 Πιθήκους; Αν ναί, έχετε σίγουρα νοιώσει ντροπή να παραδεχτείτε ότι βαρεθήκατε την αγαπημένη σας ταινία και γυρίσατε σε ένα οποιοδήποτε κανάλι και απολαύσατε πραγματικά μια κοινότοπη και απλή αστυνομική(συνήθως) σειρά. Αν όχι, δοκιμάστε το και θα καταλάβετε.

Δύο τα φαινόμενα: Η κινηματογραφική ταινία και η τηλεοπτική ταινία.

Γιατί άραγε, τώρα τελευταία, λέμε συχνά, πυκνά "αυτή τη ταινία βαριέμαι να την δω στην αίθουσα, θα τη δω στο σπίτι". Η άλλωτε πάλι, αν κάποιος αγαπήσει πολύ μια ταινία μας λέει: "Δεν αξίζει να την δεις στο βίντεο, χάνει πολύ... Αυτή, πρέπει να την δεις οπωσδήποτε στην αίθουσα".
Συγχρόνως ο Lucas δεν επετρέψε κανενός είδους προβολή των Star Wars πέρα από τήν κινηματογραφική αίθουσα. Ο Kubrick έχει απαγορεύσει την έκδοση του 2001 στο βίντεο, ενώ την επέτρεψε σε laserdisc widescreen. Ο Scorsese και πολλοί άλλοι κάνουν ολόκληρη καμπάνια για τη κατάργηση του pan & scan, όταν αυτό δεν συνοδεύεται από την έγκριση και επίβλεψη του σκηνοθέτη.
Τι συμβαίνει με τις ταινίες τώρα τελευταία; Ολο και περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται και προσέχει τις σωστές συνθήκες προβολής της κινηματογραφικής ταινίας. Ολο και περισσότερος κόσμος επιστρέφει στην αίθουσα. Είτε για να δεί ταινίες που δεν αντέχουν στη μικρή οθόνη, όπως τα κατασκότεινα γενικά πλάνα του Star Wars, είτε για να μοιραστεί την εμπειρία της κοινής συγκίνησης, με αγνώστους, στους οποίους δεν θα μιλήσει ποτέ, μέσα στο σκοτάδι. Ολο και περισσότερος κόσμος δημιουργεί προσωπική ταινιοθήκη. Γιατί οι αίθουσες ανακαινίζονται και διαφημίζουν τη σωστή οθόνη και τον σωστό ήχο; Γιατί οι τηλεοράσεις όλο και μεγαλώνουν, γίνονται widescreen, κλπ; Γιατί αυξάνει η αγορά των βιντεοπροβολέων; Σε ποιές ανάγκες απαντούν όλα αυτά;
Γιατί, η αφήγηση μιας ιστορίας συγκινούσε και συγκινεί πάντα. Πόσο μάλλον, όταν αυτό γίνεται με εικόνες. Τώρα τελευταία, μάλιστα, με την εξέλιξη της κινηματογραφικής γλώσσας, βρισκόμαστε μπροστά σ'ένα νέου τύπου θέαμα, που όχι μόνο κερδίζει την προσοχή μας, αλλά μας περιβάλλει, μας οδηγεί σε μια συνολικότερη αντίληψη των δρώμενων, μέσω των αισθήσεων. Τα δεδομένα, προφανώς, έχουν αλλάξει και στις συνθήκες παρακολούθησης του κινηματογραφικού έργου. Ο λάτρης του κινηματογράφου, παραμένει θαμώνας των αιθουσών, αλλά μπορεί παράλληλα να απολαύσει τις ταινίες που αγαπά και σε άλλους χώρους, όπως το σπίτι, το οποίο αν είναι σωστά επανδρωμένο, μπορεί να προσφέρει μια διαφορετικού τύπου,αλλά εξίσου σημαντική με αυτήν της αίθουσας, εμπειρία. Η τηλεόραση, αν και προσπαθεί να αυξήση το μεγεθός της και να εκπέμπει με στερεοφωνικό ήχο, παραμένει ειδική περίπτωση, διότι προβάλλει και δικό της πρόγραμμα που απαιτεί συγκεκριμμένες συνθήκες προβολής. Ενας ξεκούραστος άνθρωπος, που θέλει να δεί μια ταινία δεν είναι δυνατόν να την δεί στην τηλεόραση, όταν αυτή αποτελεί μέρος του προγράμματός της και όχι προβολή από άλλο μέσο, video, laser, κλπ.

Η τηλεθέαση, η κινηματογραφική προβολή στο σπίτι και η αιθουσιακή εμπειρία:
Τρία τελείως διαφορετικά πράγματα.

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το οπτικοακουστικό μέσο μαζικής επικοινωνίας που λέγεται τηλεόραση συγχέεται με την 7η τέχνη που είναι ο κινηματογράφος. Απαντούν σε άλλες ανάγκες και προσφέρουν, απαραίτητα, διαφορετικό προιόν. Ο κινηματογράφος είναι, πράγματι, και παραμένει λαική τέχνη. Αυτό αποτελεί μέρος των πλεονεκτημάτων του. Δε σημαίνει όμως ότι μπορεί να συγχέεται ή να συγκρίνεται με την τηλεόραση επειδή, μέσα στο ημερήσιο και επί 24ώρου βάσεως πρόγραμμά της, προβάλλει και κάποιες κινηματογραφικές ταινίες γαι συμπλήρωμα. Καλό είναι, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Οταν λέμε αιθουσιακή εμπειρία, το έχουμε εξηγήσει αρκετές φορές και συνοπτικά το επαναλαμβάνουμε, εννοούμε κάτι το μοναδικό. Οι συνθήκες παρακολούθησης του κινηματογραφικού έργου τέχνης είναι λίγο ως πολύ δεδομένες: απόλυτο σκοτάδι, όπου κυριαρχεί η δράση που εκτυλίσσεται στην μεγάλη οθόνη, θεατές που έχουν επιλέξει την ώρα, την αίθουσα και την ταινία και έχουν αποφασίσει να μοιραστούν επί δύο ώρες περίπου μια κοινή εμπειρία, καλή ή κακή, με πολλούς άλλους συγχρόνως, λάτρεις της κινηματογραφικής τέχνης: Ολα αυτά αποτελούν σταθερές, λίγο ως πολύ, συνθήκες προβολής του κινηματογραφικού έργου, γνωστές στον δημιουργό του, ο οποίος τις έχει λάβει υπ'όψιν του από την κατασκευή της ταινίας.
Συγχρόνως, υπάρχουν πολλοί κινηματογραφόφιλοι που αγοράζουν ταινίες για να τις βλέπουν στο σπίτι. Η τηλεόραση, ως συσκευή, πέρα από το να προτείνει ένα πρόγραμμα συνεχούς ροής, το οποίο, εκτός των άλλων, περιλαμβάνει και παρουσίαση κάποιων κινηματογραφικών ταινιών, έχει και μια άλλη σημαντική και χρησιμότατη λειτουργία, αυτή του monitor. Στην τηλεόραση μπορεί ο καθείς να προβάλλει, σε ώρες δικής του επιλογής, χωρίς ή με, διακοπές, ταινίες από το βίντεο ή το laserdisc ή, ακόμη, τώρα τελευταία, από το DVD.
Αρκετοί είναι αυτοί που έχουν αρχίσει να δημιουργούν τον προσωπικό τους, οικιακό κινηματογράφο, με βιντεοπροβολέα, ή μεγάλη τηλεόραση, με περιφερειακά ηχεία και αποκωδικοποιητές ώστε να απολαμβάνουν σωστότερα και πληρέστερα την κινηματογραφική ταινία. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της κινηματογραφικής προβολής και της απόλαυσης που προκαλεί, είναι η παρακολούθηση για πρώτη ή για νιοστή φορά μιας αφήγησης που παραμένει ακριβώς ίδια στην επαναληπτική θέαση. Αυτό αναζητά ο κινηματογραφόφιλος, γι'αυτό και αγοράζει ταινίες για να τις βλέπει, όσο συχνά θέλει, στο σπίτι.
Συνήθως ο θαμώνας της κινηματογραφικής αίθουσας είναι, κατά μεγάλο ποσοστό, κάποιες ώρες της ημέρας τηλεθεατής. Η αισθητική της τηλεόρασης, αναπόφευκτα, τον επηρεάζει και τον εθίζει στην προχειρότητα και την απροσεξία.
Ο σημερινός εργαζόμενος, μην έχοντας χρόνο για προγραμματισμό εξόδου σε τακτικές και γνωστές εκ των προτέρων ώρες, δεν έχει συχνά τη δυνατότητα να ακολουθήσει το πρόγραμμα των κινηματογραφικών αιθουσών, όπου είναι αλήθεια, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της αποτελείται από άτομα ηλικίας 16/25 ετών. Η οικογένεια παραμένει στο σπίτι. Ξέρετε ότι στην Αμερική πουλιούνται -και πουλιούνται καλά- βιντεοταινίες διάρκειας δύο ωρών που δείχνουν ένα κούτσουρο που καίγεται; Μάλιστα! Η τηλεόραση είναι η σημερινή εστία, όπου μαζεύεται η οικογένεια μετά τη δουλειά για να υπάρξει ως τέτοια. Και αν η κινηματογραφική αίθουσα και η ταινία που παίζεται σε αυτήν την αίθουσα συγκεκριμμένα, αποτελούν επιλογή του λάτρη του κινηματογράφου και θαμώνα της σκοτεινής αίθουσας, αντίθετα, το τηλεοπτικό πρόγραμμα δεν είναι.
Η ταινία στην τηλεόραση δεν είναι επιλογή.
Το πρόγραμμα το ειδικά φτιαγμένο για την τηλεόραση είναι τελείως διαφορετικό από την κινηματογραφική ταινία, όπου και όπως και να την δούμε. Και απαιτεί άλλου τύπου αντιμετώπιση. Η τηλεόραση, μέσα στο ενημερωτικό, ψυχαγωγικό της πρόγραμμα ενσωματώνει και ιστορίες με αφήγηση, τις τηλεταινίες και τις σειρές. Το μέγεθος όμως του τηλεοπτικού κάδρου ορίζει μια άλλου τύπου αισθητική. Ετσι, οι διαφορές της τηλεταινίας ή της τηλεοπτικής σειράς από την κινηματογραφική ταινία είναι τεράστιες.

ΤΟ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Κατ'αρχήν πρέπει να πούμε ότι την εποχή που βγήκε η τηλεόραση, το κινηματογραφικό φορμά ήταν το 1.33:1, το οποίο υιοθέτησε η μικρή οθόνη στο τηλεοπτικό κάδρο 4:3. Ακρως φυσιολογικό για την εποχή εκείνη, αφού το νέο τότε μέσο, δανείστηκε την εικόνα του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος, αντέδρασε, για να ξανακερδίσει το κοινό του και δημιούργησε τα πρώτα μεγάλα πλατιά φορμά cinemascope κλπ, που ταιριάζουν καλύτερα στο οπτικό μας πεδίο. Σήμερα, ο κινηματογράφος έχει σταθεροποιηθεί ανάμεσα στο 1.85:1, στο 2.35:1 και στο 1.66:1 που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Η τηλεόραση παραμένει στο 4:3 αλλά εμφανίστηκε και η πιό πλατειά, η16:9 που αντιστοιχεί το κινηματογραφικό 1.78:1. Δηλαδή, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τη προβολή των ταινιών 1.66:1, ενώ, με πολύ μικρό μαύρο πάνω-κάτω στην οθόνη, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις περισσότερες ταινίες, που είναι 1.85:1 και με λίγο μεγαλύτερο -αλλά όχι τόσο έντονο όσο στην 4:3- τις ταινίες cinemascope. H τηλεόραση ακολουθεί τις διαστάσεις της κινηματογραφικής οθόνης, παραμένοντας, όμως πάντα, κατά πολύ μικρότερη. Το μικρό κάδρο, μαζί με τις συνθήκες παρακολούθησης που προαναφέραμε, επιβάλλει τις προυποθέσεις για την κατασκευή του τηλεοπτικού προιόντος. Ετσι, μιλώντας μόνο για τις σειρές και τις τηλεταινίες μπορούμε να τις χωρίσουμε σε διάφορες κατηγορίες. Η μεσημεριανή ζώνη, που καλύπτεται κυρίως από τις σειρές τις λεγόμενες σαπουνόπερες, παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις βραδυνές σειρές. Λογικό. Απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό, με διαφορετικές ανάγκες. Σαπουνόπερες έλεγαν τις πρώτες ραδιοφωνικές πρωινές καθημερινές σειρές που κρατούσαν συντροφιά στις νοικοκυρές, ενώ έκαναν τις δουλειές του σπιτιού. Λεγόντουσαν, δε, έτσι, γιατί τις περισσότερες τις χρηματοδοτούσαν εταιρείες σαπουνιών που έκοβαν το πρόγραμμα για να μεταδώσουν τις διαφημίσεις τους με μορφή τραγουδιού. Και σήμερα ακόμη, αυτές οι σειρές, ακολουθούν την καθημερινότητα, προβάλλονται ώρες που αρκετοί εργαζόμενοι δεν είναι στο σπίτι, και έχουν αντικαταστήσει το κουτσομπολιό της γειτονιάς. Το κοντινό πλάνο του κάθε προσώπου που μιλά, γεμίζει συνήθως το κάδρο. Χώροι εκτός σπιτιού δεν υπάρχουν συχνά, αλλά και δεν λείπουν. Δεν υπάρχουν έντονα σκοτεινές σκηνές, ο φωτισμός είναι ουδέτερος, δεν εκφράζει κανένα συναίσθημα. Η σκηνοθεσία επίσης είναι ουδέτερη. Τραβούν ολόκληρη τη σκηνή με τρείς κάμερες και αποφασίζουν στο μοντάζ ποιά εκδοχή και ποιά γωνία τους ενδιαφέρει. Δεν υπάρχει η περιβόητη μοναδική γωνία, που λέει κι ο Scorsese, η οποία εκφράζει αυτό ακριβώς που θέλει να πεί ο δημιουργός/σκηνοθέτης. Ολα λέγονται με λόγια, μία, δύο και τρείς φορές. Το σημαντικό είναι η ερωτική κυρίως ίντριγκα. Πολλές επαναλήψεις, αργοί ρυθμοί, ώστε να προλαβαίνει κανείς να πεταχτεί σ'έναν άλλο χώρο του σπιτιού, πολλές διακοπές για διαφημίσεις και μιά υπόθεση που κυλά αργά, σε παράλληλο χρόνο με τη ζωή του τηλεθεατή. Αντίθετα οι βραδυνές σειρές έχουν άλλο ρυθμό και άλλα θέματα. Συνήθως αστυνομικού περιεχομένου, με μεγαλύτερη ποικιλία κάδρων, με περισσότερα πρόσωπα μέσα σ'αυτό και με αυτοτελή υπόθεση. Κι εδώ, όμως τα σκοτεινά κάδρα δεν είναι γενικά. Είναι κοντινά, ώστε ο τηλεθεατής να μην κουράζεται να διακρίνει στο σκοτάδι τον ήρωα. Τα γενικά πλάνα δεν έχουν πολλές λεπτομέρειες κρυμμένες μέσα στο κάδρο και δεν προσφέρουν μεγάλη ποικιλία δράσης. Αποτελούν κυρίως τις εισαγωγές, τα περάσματα ή τα κλεισίματα σκηνών. Οι σειρές αυτές είναι συνήθως μονοφωνικές, τουτέστιν, με περιορισμένο εύρος μπάντας. Οι σκηνοθέτες γνωρίζοντάς το, δεν δίνουν και μεγάλη σημασία στον ήχο. Ισα, ίσα μια ατμόσφαιρα, ή ένας ειδικός ήχος που προσδίδει αληθοφάνεια στη σκηνή, μια σειρήνα, ένα γαύγισμα, ήχοι που δεν λειτουργούν αφηγηματικά αλλά διακοσμητικά. Δεν είναι τυχαίο, όλοι θα το έχετε παρατηρήσει, ότι πολύ συχνά, χαμηλώνουμε ή ακόμη και κλείνουμε τον ήχο, διότι διαβάζουμε τους υπότιτλους στα ξένα προγράμματα και διότι ξέρουμε, χωρίς ίσως να το γνωρίζουμε, ότι ο τηλεοπτικός ήχος δεν έχει μεγάλη σημασία. Το ελληνικό πρόγραμμα παίζεται συνήθως τις απογευματινές ώρες, όπου η ένταση δεν ενοχλεί.
Η τηλεταινία ή οι μίνι-σειρές είναι μια ειδική περίπτωση. Δανείζονται την κινηματογραφική φόρμα, προσπαθούν να δημιουργήσουν προσωπικό τηλεοπτικό ύφος και πολύ συχνά τα καταφέρνουν. Τα θέματα είναι πιο προσεγμένα, οι γωνίες λήψεις, επίσης και οι πειραματισμοί δεν είναι άγνωστοι. Το μικρό τετράγωνο κάδρο και ο μονοφωνικός ήχος, όμως, διαφοροποιούν το προιόν από την κινηματογραφική ταινία. Τα πολύ σκοτεινά κάδρα αποφεύγονται και εδώ, τα ηχητικά εντυπωσιακά εφφέ του κινηματογράφου είναι αδύνατον να γίνουν, τα οπτικά εφφέ είναι συνήθως απαγορευτικά λόγω κόστους. Η τηλεταινία είναι σχετικά φθηνό προιόν, αν σκεφτούμε το κόστος και τον χρόνο μιας απλής κινηματογραφικής ταινίας.

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Έτσι, ο μεγάλος αρχηγός, η μεγάλη κυρία της τηλεόρασης παραμένει, ακόμη, η κινηματογραφική ταινία. Αυτή μπαίνει στην καλύτερη ώρα αναμετάδοσης, αυτή διαφημίζεται πολύ από τα κανάλια. Κι εδώ, γίνονται τα ασυγχώρητα λάθη. Οι εγγενείς αδυναμίες και διαφορές του τηλεοπτικού κάδρου σε συνάρτηση με τον τρόπο αναμετάδοσης, δημιουργούν απαράδεκτες συνθήκες προβολής του κινηματογραφικού έργου. Από τη μιά, συχνές διακοπές για ειδήσεις ή για διαφημίσεις κι από την άλλη, κόψιμο απρόσεκτο του κάδρου για να χωρέσει στη μικρή οθόνη, στο φορμά 4:3.
Ο τηλεθεατής, ανοίγει την τηλεόραση και περιμένει να δεί τι του προτείνουν. Κάνει ζάππινγκ, προσπαθεί να βρεί κάτι ερεθιστικό, που θα κρατήσει το ενδιαφέρον του χωρίς ο ίδιος ενεργητικά ν'αποφασίσει να συγκεντρωθεί. Ο τηλεθεατής παρακολουθεί τηλεόραση με τα φώτα αναμμένα, με το τηλέφωνο στην πρίζα, με την αναμονή της διαφημιστικής διακοπής για να προλάβει να κάνει κάτι, κλπ. Οι παραγωγοί των τηλεοπτικών προγραμμάτων έχουν επίγνωση αυτών των συνθηκών και προσφέρουν εικόνες που να απαντούν σ'αυτές τις ειδικές ανάγκες, οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες από αυτές μιας κινηματογραφικής προβολής.
Συνήθως ο διαφημιστικός ήχος είναι πιο δυνατός από τον ήχο μιας ταινίας. Ο τηλεθεατής που δεν θέλει να ακούει πολύ δυνατά, κρατά την ένταση της τηλεόρασης στο επίπεδο της σωστής ακοής της διαφήμισης. Αυτό δημιουργεί την λανθασμένη αίσθηση της μονοτονίας της ηχητικής μπάντας του έργου, επειδή ακούγεται πολύ χαμηλά και χάνονται τυχόν αποχρώσεις και λεπτομέρειες .Το απρόσεκτο κόψιμο (που ελάχιστη σχέση έχει με το pan & scan: επιλογή & σάρωση) που γίνεται από τους υπεύθυνους προγράμματος και όχι υπό την επίβλεψη του σκηνοθέτη, δημιουργεί άλλη αισθητική και κατοχυρώνει τραγικές προχειρότητες. Μια εποχή βλέπαμε συχνά στην τηλεόραση το περιβόητο κάδρο "του κεντρικού βάζου". Οι δύο ήρωες της ταινίας, βρίσκονταν αριστερά και δεξιά ενός τραπεζιού που επάνω του είχε ένα βάζο. Οταν οι υπεύθυνοι προγράμματος έκοβαν το κάδρο για να χωρέσει στο 4:3, έκοβαν απλούστατα, τα άκρα. Ετσι, βλέπαμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες δύο μπράτσα, ένα στη δεξιά άκρη του κάδρου, το άλλο στην αριστερή, που συνομιλούσαν εκτός κάδρου, ενώ κεντρικός ήρωας της σκηνής ήταν το βάζο. Δεν ξέρω αν σε εσάς συνέβηκε αλλά, εγώ την πρώτη φορά, που το είδα σε αστυνομική ταινία, θεωρόντας ότι ο σκηνοθέτης το έχει αποφασίσει έτσι, έψαχνα να ανακαλύψω το κρυμμένο μικρόφωνο μέσα στο βάζο που παρακολουθεί τους δύο ήρωες. Και είχα μεγάλη αγωνία. Οταν το ίδιο κάδρο εμφανίστηκε ξανά και ξανά ακόμη και σε ερωτικές σκηνές κατάλαβα ότι υπήρχε άλλου τύπου πρόβλημα. Πέρα από το αστείο της υπόθεσης, αν κάποιος δεν γνωρίζει ότι μια ταινία κόβεται για να προσαρμοστεί στο τηλεοπτικό κάδρο, δεν έχει λόγους να μην θεωρεί σωστό, άρτιο και δραματουργικά δικαιολογημένο αυτό που βλέπει, διότι το βλέπει. Κι εδώ, μπορούμε να πούμε ότι η τηλεόραση δημιουργεί ανάπηρες αισθητικές τάσεις, διαμορφώνει γούστο και εθίζει τον τηλεθεατή στο λάθος, στη προχειρότητα και, κυρίως, διαμορφώνει την αντίληψη ότι "και περίπου να δούμε μία ταινία δεν είναι και τόσο κακό. Μια ιδέα κανείς να πάρει και καταλαβαίνει". Τις περισσότερες φορές ανοίγουμε τη μικρή οθόνη και κολλάμε σε μια εικόνα που μας φαίνεται ενδιαφέρουσα. Αν δεν έχουμε ενημερωθεί από κάποιο έντυπο για την ταινία, δεν θα μάθουμε ποτέ ούτε τον τίτλο της, διότι με το που τελειώνει, τα κανάλια θεωρούν το χρόνο των τίτλων άχρηστο και τους κόβουν. Ισως, γι'αυτό κανείς δεν διαμαρτύρεται ούτε στην αίθουσα, όταν κόβονται οι τίτλοι τέλους, διότι το έχουμε συνηθίσει από το σπίτι. Η τηλεθέαση δεν είναι απαραίτητα κακή, υπάρχει στη ζωή μας εδώ και καιρό, και δεν φαίνεται πουθενά κάποιος σοβαρός λόγος για να εκλείψει. Ομως η σωστή τοποθέτηση του τηλεθεατή -τι βλέπει, πότε και πως το βλέπει- επιτρέπει και επιβάλλει κρίσεις και βελτιώσεις.

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Τα τελευταία χρόνια βρίσκονται, πλέον, στην αγορά βιντεοκασσέτες με ήχο surround και laserdiscs με, πράγματι, πολύ προσεγμένες εκδόσεις ταινιών. Οι νέες, όμως, τεχνολογίες που επιτρέπουν τη σωστή παρακολούθηση της κινηματογραφικής ταινίας στο σπίτι, κάνουν τα πράγματα όλο και πιο περίπλοκα και ίσως να είναι απαραίτητο να τα ξεκαθαρίσουμε. Δεν είναι μόνο σημαντικό να έχουμε καλά μηχανήματα για τη σωστή μετάδοση της ταινίας, πρέπει και το μέσο στο οποίο είναι γραμμένη η ταινία να σέβεται και να τηρεί τις βασικές προυποθέσεις προβολής της. Οι οποίες είναι, χονδρικά, το φορμά της εικόνας, το χρώμα και ο ήχος. Μέσα στην ενότητα του ήχου, πέρα από τη μονοφωνική ή στερεοφωνική εκδοχή, ενσωματώνουμε και το ντουμπλάζ μιας ταινίας, που συνήθως είναι απαράδεκτο, αλλοιώνει την ηχητική της ποιότητα, αν δεν το έχει επιμεληθεί ο μιξέρ της ταινίας, πράγμα που είναι σπάνιο.
Θυμόμαστε όλοι την άνθιση των βίντεο-club στις αρχές της δεκαετίας του '80 και την άνοδο των πωλήσεων των βίντεο. Ολα τα σπίτια, ή σχεδόν όλα είχαν και από ένα. Λίγοι όμως συνέχισαν για καιρό να βλέπουν ταινίες ή δημιουργούσαν με αντιγραφές τις προσωπικές τους ταινιοθήκες. Σήμερα πια, οι παλιές ταινίες όλο και εξαφανίζονται από τα βίντεο-clubs, και αν υπάρχουν, οι κασσέτες είναι σχεδόν κατεστραμένες. Αναφέρομαι κατ'αρχήν στις παλιές ταινίες, διότι οι περισσότερες ήταν μονοφωνικές και στο φορμά του 1.33:1 ή 1.66:1, προυποθέσεις, τις οποίες η τηλεόρασή μας πληροί, ώστε να μεταδίδει σωστά αυτές τις ταινίες. Οταν η σημασία του στερεοφωνικού κινηματογραφικού ήχου άρχισε να γίνεται κατανοητή και σταμάτησε να θεωρείται "πονηρό παιχνιδάκι" των εταιρειών, οι κασσέτες του εμπορίου παρέμειναν μονοφωνικές. Η ενημέρωση, όμως, και η γνώση των κινηματογραφόφιλων σχετικά με τις τεχνικές αλλαγές στο κινηματογραφικό έργο και τη σημασία τους, έσπρωξε μια ολόκληρη αγορά να ανανεωθεί. Όλο και περισσότερες ταινίες με ήχο surround κάνουν την εμφάνισή τους. Η βινεοκασσέτα δημιουργήθηκε με τη λογική να παίζεται στο τηλεοπτικό κάδρο 4:3, γι'αυτό είναι συνήθως κομμένη με τη μέθοδο του pan & scan. Επειδή η τηλεόραση είναι μικρή και τετράγωνη, κατά τη διαδικασία επιλογής των σημείων που θα κοπούν, παίζει μεγάλο ρόλο όχι η ισσοροπία και η αισθητική του κάδρου που ο σκηνοθέτης έστησε, αλλά η ευκρίνεια του γενικώς αποδεκτού ως "σημαντικό". Ετσι, σε πλάνα γενικά όπου η ισορροπία των στοιχείων τους και η ομορφιά τους βρίσκεται στη χρυσή τομή, στην εκδοχή pan & scan βρίσκονται κεντραρισμένα (James Bond). Μπροστά, βέβαια, στην επιλογή του να χάσουμε την ισορροπία του κάδρου ή το "σημαντικό" αφηγηματικό στοιχείο, η λύση είναι προφανής. Ετσι, όμως, διαμορφώνουμε άλλη άποψη για την σκηνοθετική ματιά, απ'αυτήν που πράγματι μας προτείνει ο σκηνοθέτης στο πρωτότυπο, δηλαδή, στην αίθουσα που προβάλλεται ολόκληρο το μέγεθος του φίλμ του. Επιπλέον, η μικρή οθόνη χρειάζεται άλλους ρυθμούς εναλλαγής πλάνων. Ενα πλάνο, που στη μεγάλη οθόνη φαίνεται ότι διαρκεί αρκετά ώστε να προλάβει ο θεατής να δεί όλες τις λεπτομέρειες, στην μικρή, φαίνεται γρήγορο και λίγο. Ο ρυθμός είναι ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο στοιχείο στην κινηματογραφική αφήγηση -αν βέβαια έχει κάτι ουσιαστικό να πεί. Οι μονοφωνικές βιντεοκασσέτες, που κυκλοφορούν ακόμη και για ταινίες με Dolby ή Dolby SR, ενισχύουν το πρόβλημα λόγω της ελλειπούς αναμετάδοσης του εύρους της ηχητικής μπάντας. Ταινίες όπως το Somerby, ή η Ούργκα του Mikhalkov, όπου τα γενικά τους πλάνα αποκτούσαν ρυθμό από το γέμισμα της ηχητικής μπάντας, στη μονοφωνική εκδοχή φαίνονται αργές και κουραστικές. Ταινίες όπως ο Δράκουλας του Coppola, όπου οι περιφερειακοί ήχοι παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην αίσθηση που δημιουργούν, όσο και στη δραματουργία, είναι απαγορευτικές στη μονοφωνική εκδοχή τους. Η μονοφωνικές βιντεοκασσέτες προσφέρονται μόνο για ταινίες μονοφωνικές, άρα παλιές, που, όμως δυστυχώς -στην Ελλάδα τουλάχιστον- κυκλοφορούν ελάχιστοι τίτλοι. Λεπτομέρειες; Οχι, γιατί αν δεν ενδιαφέρει η γραφή και η προσωπική ματιά του σκηνοθέτη, τότε η τηλεόραση, ως ροή προγράμματος, αρκεί να καλύψει τις ανάγκες μας και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπει κάποιος σε έξοδα για να βλέπει ότι του παρέχει η τηλεόραση δωρεάν. Αντίθετα, η βιντεοκασσέτα με ήχο surround δημιουργεί το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο όταν παιχτεί σε μικρή οθόνη: Μεγαλώνει την αίσθηση της εικόνας. Νοιώθουμε -επειδή ο ήχος μας περιβάλλει- ότι το κάδρο ανοίγει. Αίσθηση που έχουμε, επίσης, στη προβολή Laserdisc με στερεοφωνικό ήχο, σε μικρή οθόνη. Αν και οι εκδόσεις σε laserdiscs σέβονται συνήθως το κανονικό κινηματογραφικο φορμά της ταινίας, δηλαδή προβάλλονται συνήθως με μπάρες πάνω κάτω -όταν η ταινία το απαιτεί-(που έχει ως αποτέλεσμα, στο μέγεθος της τηλεόρασης το κάδρο να μικραίνει αισθητά), παρ'όλα ταύτα έχουμε την αίσθηση μιας μεγαλύτερης και πληρέστερης προβολής απ'ότι αν βλέπαμε την ίδια ταινία σε pan & scan μονοφωνικό.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ

Εδώ, πλέον, εμφανίζεται η ανάγκη της μεγάλης οθόνης, της σωστής βιντεοπροβολής. Αν πράγματι, ο κινηματογραφόφιλος θέλει να βλέπει και στο σπίτι τις αγαπημένες του ταινίες σε καλές και σωστές συνθήκες, για απόλαυση ή για μελέτη, τότε, η μεγάλη οθόνη γίνεται απαραίτητη και σύντομα, ελπίζω, θα είναι και προσιτή από τους πολλούς. Δυστυχώς οι άκρως προσεγμένες εκδόσεις των laserdiscs δεν έχουν κεντρίσει το ελληνικό ενδιαφέρον και έτσι δεν υπάρχει υποτιτλισμός. Αλλά, δεν χρειάζεται υποτιτλισμός για να δεί κανείς τα αριστουργήματα του βωβού, που έχουν κυκλοφορήσει, ούτε έν τέλει είναι απαραίτητος στην τρίτη ή τέταρτη προβολή μιας αγαπημένης μας σκηνής. Ο λόγος δεν είναι πλέον σημαντικός, η δε φωνή, η χροιά, ο τόνος, ενσωματώνονται στη μουσικότητα του ηχητικού συνόλου. Η μεγάλη οθόνη επιτρέπει την απόλαυση της λεπτομέρειας που χάνεται στην μικρή και δίνει τη σωστή αίσθηση του ρυθμού της ταινίας. Δεν βλέπονται τα πάντα σε μεγάλη οθόνη, όπως και δεν βλέπονται τα πάντα στην μικρή.
Εντυπωσιακό είναι να προβάλλει κανείς το τηλεοπτικό πρόγραμμα στην οθόνη. Ολα φαίνονται γκροτέσκα, όλα φαίνονται αργά, άρυθμα, ξεχειλωμένα. Το μάτι πιάνει εύκολα της λεπτομέρειες, εισπράττει αμέσως την πληροφορία και ζητά την αλλαγή. Τα κοντινά πλάνα φαίνονται πολύ κοντινά. Γεμίζουν την οθόνη. Και ο νεότερος κινηματογράφος χρησιμοποιεί πολύ τα κοντινά, αλλά επειδή στο μακρόστενο κάδρο, υπάρχει χώρος και για άλλες πληροφορίες στα πλάγια, στο φόντο, δεν έχουμε την αίσθηση της εισβολής, του προσώπου ή της οποιασδήποτε λεπτομέρειας, στο σπίτι μας, στον χώρο μας, που είναι σαφώς ενοχλητική και δημιουργεί μια περίεργη αμηχανία. Γιατί, όπως όλοι το νοιώθουμε, τα κοντινά πλάνα, μας πλησιάζουν στη δράση, μας συγκινούν, μας επιτρέπουν να πάμε πιό κοντά. Τα γενικά, αντίθετα, μας απομακρύνουν, και αν μας ερεθίσουν με κάποια στοιχεία, που ίσα, ίσα τα αντιλαμβανόμαστε, θέλουμε, δημιουργείται η επιθυμία, να πλησιάσουμε. Αν δεν τα διακρίνουμε (περίπτωση μικρής οθόνης), κουραζόμαστε και παραιτούμαστε. Η μεγάλη οθόνη είναι ιδανική για ταινίες φτιαγμένες γι'αυτήν, δηλαδή για τις κινηματογραφικές, στο σωστό τους μέγεθος και όχι για τις τηλεοπτικές σειρές που έχουν δικούς τους κώδικες ανάγνωσης. Τώρα με το DVD, όπου η ποιότητα της εικόνας είναι κλάσης ανώτερη απ'οτιδήποτε άλλο έχουμε δεί μέχρι σήμερα και πλησιάζει αρκετά τη ποιότητα του φίλμ, οι εκδοχές που παρέχονται, προσφέρονται για άκρως διασκεδαστικά και επιμορφωτικά πειράματα. Μπορούμε να δούμε την ίδια ταινία σε widescreen και pan & scan. Μπορούμε επίσης να την δούμε σε αναλογίες 4:3 και σε 16:9. Ετσι, πολύ απλά, ο κάθε θεατής μπορεί να αντιληφθεί πλήρως και να καταλάβει όλα αυτά που διαφοροποιούν την προβολή ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου στις διαφορετικές συνθήκες.
Όσο ο κινηματογραφόφιλος είναι σωστά ενημερωμένος και κατανοεί πλήρως τις δυνατότητες που το κάθε μέσο του προσφέρει, τόσο η απόλαυση της παρακολούθησης των αγαπημένων του ταινιών αυξάνει. Η κινηματογραφική αίθουσα, απ'ότι φαίνεται, δεν χάνει το κοινό που της αντιστοιχεί, η τηλεόραση, απ'ότι φαίνεται, δεν θα φύγει από τη ζωή μας και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, η σωστή όμως προβολή των ταινιών στο σπίτι αλλάζει ριζικά τώρα τελευταία και η γνώση των δυνατοτήτων της προσφέρει καινούργιους κόσμους. Είναι μάλλον κουτό να θεωρούμε ότι όλα αυτά τα καινούργια πράγματα είναι κομίτες που θα περάσουν και θα τελειώσει η υπόθεση. Η κινηματογραφικη τέχνη έχει εξελιχθεί πολύ και οι εγγενείς περιορισμοί της τηλεόρασης δεν μπορούν πλέον να την καλύψουν. Μάλλον την παραποιούν, τη περιορίζουν, την καταστρέφουν. Οι σκηνοθέτες, που χρησιμοποιούν το κάδρο 2.35:1, το χρησιμοποιούν γιατί θέλουν να γεμίσουν όλο αυτό το πλάτος. Οταν χρησιμοποιούν τα 6 κανάλια του ψηφιακού ήχου, είναι γιατί θέλουν να βάλουν ήχους σ'αυτά. Αρα, είναι απόλυτα δικαιολογημένη η αγωνία τους ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι εντελώς παραποιημένο και δεν θα τους εκφράζει αν αυτό παιχτεί στις αναλογίες 4:3, μονοφωνικά. Και, φυσιολογικά, ο κάθε κινηματογραφόφιλος θέλει να δεί την ταινία που του παρουσιάζει ο σκηνοθέτης και τίποτε άλλο.


Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: