8 Οκτ 2007

BARRY LYNDON (Α)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 43, Νοέμβριος 1999

BARRY LYNDON, ΑΓΓΛΙΑ, 1975
1.66:1, ΕΓΧΡΩΜΟ, ΜΟΝΟΦΩΝΙΚΟ
σκηνοθεσία: Stanley Kubrick
σενάριο: Stanley Kubrick από το μυθιστόρημα του William Makepeace Thackeray (1811-1863)
μουσική: Leonard Rosenman και αποσπάσματα από Bach, Handel, Mozart, Schubert, Vivaldi
φωτογραφία: John Alcott
μοντάζ: Tony Lawson
σχεδιασμός παραγωγής: Ken Adam
παίζουν: Ryan O’Neal, Marisa Berenson, Hardy Kruger, Steven Berkoff, Gay Hamilton, Marie Kean, Leon Vitali
DVD: WARNER, 17366, περιοχής 1, αγγλικοί, γαλλικοί υπότιτλοι, trailer, στοιχεία παραγωγής.

Barry Lyndon, μια ταινία του Stanley Kubrick. Μια ταινία που δεν προτείνει κάποιον ιδιαίτερα εμφανή και εντυπωσιακό χειρισμό του ήχου, δεν περιέχει σκηνές δράσης που να κόβουν την ανάσα, αλλά παραμένει ακόμη και σήμερα, 25 χρόνια μετά, μια από τις ταινίες σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου, κυρίως για τις τεχνικές, αισθητικές καινοτομίες που εισήγαγε.
Τι το σημαντικό συμβαίνει στο Barry Lyndon και με ποιο τρόπο ακριβώς, ώστε να ασκεί αυτή τη μυστήρια γοητεία επάνω μας;
Σ’ αυτή τη ρητορική ερώτηση, οι απαντήσεις αφθονούν, δεδομένου ότι τα σημαντικά στοιχεία της ταινίας είναι πάμπολλα. Εμείς θα εστιάσουμε τη προσοχή μας στο γεγονός, του πως μεταφέρεται ένα ανάγνωσμα του 18ου αιώνα σε εικόνα σήμερα, και με ποια μέσα πετυχαίνει το σκοπό της. Όλοι λίγο ως πολύ έχουμε ακούσει και το επαναλαμβάνουμε σχεδόν αυτοματικά και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη ότι «η κινηματογραφική προσαρμογή είναι δύσκολο έως αδύνατο επίτευγμα». Η κινηματογραφική προσαρμογή ενός λογοτεχνικού έργου έχει εγείρει άπειρες μέσα στα χρόνια πολεμικές και συζητήσεις. Αν η εικόνα μπορεί να αποδώσει πιστά το λογοτεχνικό έργο και τα τοιαύτα. Ο καμβάς σχεδόν όλων των ταινιών του Kubrick είναι δανεισμένος από το χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ, το πρωτότυπο, είναι ένα μυθιστόρημα του William Makepeace Thackeray, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frazer’s Magazine σε συνέχειες το 1843 με τον τίτλο « The Luck of Barry Lyndon» και αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο, το 1845, με τίτλο « The Memoirs of Barry Lyndon, Esq. Written by Himself». Πρόκειται για την υποτιθέμενη αυτοβιογραφία του φτωχού χωριάτη Ιρλανδού Barry Lyndon που έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα, από την εφηβεία του έως την άνοδο του στην αριστοκρατική τάξη και την πτώση του στην αφάνεια. Αυτή τη πρόταση του αντιήρωα, εκμεταλλεύτηκε πλήρως ο Kubrick και την εξέλιξε μέσα από τη ματιά του 20ου αιώνα. Μια σταθερά έντονη έλλειψη συναισθήματος πλανάται σε όλη την ταινία, υποχρεώνοντας τον θεατή να εισπράξει εν τέλει, μετά από 3 ολόκληρες ώρες και κάτι, μια αφόρητη μιζέρια και θλίψη που αποπνέει αυτή η υπέροχα ζωγραφισμένη ζωή, που περιγράφεται ως μοίρα.

Η ταινία, πιστή στο μυθιστόρημα, πραγματεύεται τη ταραχώδη ζωή του καιροσκόπου Barry Lyndon. Χωρίζεται σε δύο σαφή μέρη, με τον μεσότιτλο «Διάλειμμα» να εμφανίζεται στο 102ο λεπτό της ταινίας και να διαρκεί 40 ολόκληρα δευτερόλεπτα. Το πρώτο μέρος καλύπτει την εφηβεία του Barry, τον άστοχο και άκαρπο έρωτά του με την εξαδέλφη του, τη μονομαχία με τον άγγλο μελλοντικό της σύζυγο και τη φυγάδευση του έξω από την Ιρλανδία μέχρι τη γνωριμία του με την Λαίδη Lyndon. Η προσωπικότητά του νεαρού Barry (αμήχανου μπροστά στη ζωή, έξοχα ερμηνευμένου από τον Ryan O’ Neal) σμιλεύεται μέσα από τα διάφορα γεγονότα της ζωής, άλλοτε σκληρά, άλλοτε ευχάριστα, ποτέ όμως συναισθηματικά φορτισμένα. Στο Β’ Μέρος, σκιαγραφείται η άνοδος και η πτώση του Barry Lyndon μετά τον γάμο του με την Λαίδη Lyndon. Ηδη, από τον αρχικό τίτλο, που δηλώνει γραπτώς, ότι παρακολουθούμε το Α’ Μέρος, η πρόθεση είναι σαφής: θα μας αφηγηθούν μια ιστορία, μια ιστορία τελειωμένη, που τίποτε δεν μπορεί να την αλλάξει και κάποιος γνωρίζει το τέλος της, Καθώς η ταινία ανοίγει στο πρώτο της πλάνο, ένα πλάνο γενικό, όπου στο βάθος διακρίνονται αμυδρά δύο αντιμέτωπες φιγούρες, ακούγεται μια φωνή, κοντινή, να μας εισάγει στο θέμα.

Όλη η διήγηση καλύπτεται από αυτή τη φωνή του αφηγητή, φωνή ζεστή, κοντινή στο αυτί του θεατή, που του απευθύνεται άμεσα. Το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Thackeray, στις αρχικές εκδόσεις περιείχε τη φωνή ενός αφηγητή (του φανταστικού εκδότη) που έκρινε τα λεγόμενα του Barry Lyndon, η οποία καταργήθηκε στην έκδοση του 1856 και μετά.
Από αυτό το πρώτο πλάνο της ταινίας αντιλαμβανόμαστε ότι η αφήγηση θα είναι εξωδιηγητική, θα ακούγεται μόνο στο αυτί του θεατή, θα αφηγείται τα δρώμενα που η εικόνα εικονοποιεί. Κι όχι μόνο αυτό. Η ποιότητα της φωνής δηλώνει ότι δεν μετέχει στην ιστορία. Δεν είναι κάποιος που την έζησε. Ο αφηγητής εδώ, έχει το ρόλο του παραμυθά, του ανθρώπου που σήμερα, μας αφηγείται ένα παραμύθι για το τότε. Μιλά στο τώρα, σε ενεστώτα χρόνο, χρησιμοποιώντας χρόνους αορίστου, δηλώνοντας σαφώς ότι αφηγείται μια τελειωμένη ιστορία. Η εικόνα, η οποία, από φυσικού της, είναι πάντα στον ενεστώτα χρόνο, με τη συμβολή του αφηγητή, δύναται να διαστέλλει και να συστέλλει τον διηγητικό χρόνο με μεγάλη ελευθερία. Σαν να κατεβάζει ο αφηγητής το βιβλίο για να κάνει μια παρατήρηση, ή σαν να διακόπτει τη ροή της κουβέντας του, για να κάνει μια παρένθεση. Τέχνασμα που χρησιμοποιείται απολαυστικά συχνά, μέσα στην διάρκεια της ταινίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της χρήσης, μπορούμε να βρούμε στο ch. 22, 01:15:29 : όταν ο Barry πάει ως κατάσκοπος στον Chevalier και αντιλαμβάνεται την Ιρλανδική καταγωγή του. Ο Chevalier σκύβει να διαβάσει τις συστατικές επιστολές και κάνει τόσο χρόνο όσο χρειάζεται ο αφηγητής για να μας περιγράψει και να μας δικαιολογήσει κατά κάποιο τρόπο, αυτό που θα ακολουθήσει αμέσως μετά: το συναισθηματικό ξέσπασμα του Barry. Αντίθετα, στο 39ο κεφάλαιο, Ο2:21, όταν ο Barry διδάσκει τον γιο του ξιφομαχία, ο αφηγητής παίρνει το λόγο και μας αποκαλύπτει όλη τη συνέχεια της ιστορίας, όχι μόνο το εγγύτατο μέλλον. Μας αποκαλύπτει ότι ο Barry Lyndon θα πεθάνει μόνος, άκληρος και φτωχός. Από εκείνη τη στιγμή γνωρίζουμε τον θάνατο του μικρού παιδιού και όλη μας η οπτική αλλάζει. Εδώ, πρέπει να επισημανθεί και η συμβολή της μαγικής χρήσης της μουσικής. Όχι μόνο της ενορχήστρωσης των παραλλαγών κλασσικών έργων που έγινε από τον Leonard Rosenman (ο οποίος τιμήθηκε με Όσκαρ), αλλά και της τοποθέτησής της μέσα στη ροή της ιστορίας. Η μουσική, όπως και ο αφηγητής δεν είναι μέσα στη διήγηση. Είναι απ’ έξω, πιο κοντά στον θεατή παρά στα δρώμενα, σχολιάζει τα συναισθήματα που μπορούν να δημιουργηθούν στον θεατή και όχι υποχρεωτικά αυτά που νοιώθουν οι ήρωες. Η χρήση της αποτελεί σαφέστατη σκηνοθετική παρέμβαση και προτροπή του θεατή σε ένα συναίσθημα που οι ήρωες δεν μοιράζονται υποχρεωτικά. Τα μουσικά σχόλια έχουν ολοκάθαρα τον χαρακτήρα: «έτσι έπρεπε να ένιωθε ο Barry εκείνη τη στιγμή» ή «τόσο ωραίες ήταν εκείνες οι εποχές». Μαγική στιγμή σύνθεσης εικόνας, αφηγητή και μουσικής, μπορεί να βρεί κανείς στη πρώτη μάχη του νεαρού ακόμη Barry. To Αγγλικό πολεμικό εμβατήριο ξεκινά πάνω στο πρόσωπο του ήρωα μας και η κινηματογραφική μηχανή απομακρύνεται απαλά προς τα πίσω, αφήνοντας να αποκαλυφθεί ολόκληρη η στρατιά. Οι εναλλαγές των πλάνων είναι ρυθμικά τοποθετημένες πάνω στις αλλαγές της μουσικής, προσδίδοντας μια ελαφρότητα και κωμικότητα στη σκηνή. Σε έναρξη μουσικής φράσης, μπαίνει ο αφηγητής και μας αφηγείται αυτά που βλέπουμε και αυτά που θα δούμε. Αφού τελειώσει ο αφηγητής και η μουσική περιοριστεί σε ρυθμικές εναλλαγές τύμπανων, χάνοντας οποιοδήποτε μελωδικό της μέρος, μόνο τότε (στο 45’ περίπου, κεφάλαιο 14) οι τουφεκιές αρχίζουν να ακούγονται και η δράση της εικόνας αρχίζει να ζωντανεύει. Μέχρι τότε, τα γενικά πλάνα είχαν το λόγο, τώρα, χωρίς αφηγητή και μουσική, η μηχανή πλησιάζει τα πρόσωπα και αφήνει τη πλοκή να εξελιχθεί. Σε αυτή τη στατική εκ πρώτης όψεως ταινία, η κινήσεις του zoom δίνουν μαλακότητα και ρευστότητα στις εικόνες και τις καταστάσεις. Δημιουργούν εσωτερικό ρυθμό ο οποίος επιβάλλεται στο μοντάζ και αναιρούν τα πολλά cut. Σε τρεις σκηνές μόνο, η κάμερα ξεχνά την απόστασή της από τα δρώμενα, που επιβάλλεται από την χρονική απόσταση του αφηγητή από τη διήγηση: στη σκηνή του μποξ στο στρατό, στην απόπειρα αυτοκτονίας της Λαίδης Lyndon και στη σκηνή του τσακωμού με τον πρωτότοκο γιο της. Μόνο σ’ αυτές τις σκηνές ο Kubrick πλησιάζει δραματουργικά τη κάμερα και την κινεί. Σε όλη την υπόλοιπη ταινία η στατικότητα της μηχανής δηλώνει απερίφραστα το τετελεσμένο της διήγησης.

Η φωτογραφία της ταινίας διεκδίκησε και κέρδισε πολλούς τιμητικούς τίτλους από το Oscar μέχρι το βραβείο της Βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου και πολλά άλλα. Μυθική πλέον έχει καταλήξει η ιστορία του φωτισμού των εσωτερικών πλάνων της ταινίας. Ο Kubrick, ως συνήθως λεπτολόγος και ακριβής, θεώρησε απαραίτητο να φωτισθούν οι χώροι με φυσικό φωτισμό, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Γεγονός που δεν είχε προηγούμενό του στον κινηματογράφο, αφού όλες οι ταινίες εποχής είχαν πάντα χρησιμοποιήσει τεχνητές φωτιστικές πηγές. Απαίτηση δύσκολη, σχεδόν ακατόρθωτη με τα τεχνικά μέσα της εποχής. Το φίλμ δεν ήταν τότε τόσο ευαίσθητο, όσο σήμερα και χρειαζόταν πολύ περισσότερο φωτισμό για να αποδώσει. Επίσης δεν υπήρχαν τόσο γρήγοροι φακοί ώστε να μπορούν να αποδώσουν αυτές τις σκηνές. Ο Kubrick έμαθε ότι η NASA χρησιμοποιούσε έναν νέο φωτογραφικό φακό της Zeiss ειδική κατασκευή, για της ανάγκες του προγράμματος Απόλλων. Ο φοβερός τεχνικός της Cinema Products, Ed Di Giulio, συνεργάτης παλιός και καλός του Kubrick, ανέλαβε να τοποθετήσει αυτό τον 50άρι φακό πάνω σε μια μηχανή BNC Mitchell και, αφού το πέτυχε χρησιμοποιώντας ευφυείς πατέντες ο Kubrick του ζήτησε να επεκταθεί σε έναν 35άρι και έναν 75άρι. Με αυτούς τους τρεις φακούς ο Kubrick γύρισε το Barry Lyndon και δεν άφησε κανέναν άλλον από τότε να τους χρησιμοποιήσει.( του τον ζήτησε ο διευθυντής φωτογραφίας του Amadeus και αφού ζήτησε ένα μυθικό ποσό, δήλωσε ότι δεν την δίνει). Οι εσωτερικές σκηνές απέκτησαν με αυτό τον τρόπο μια πλαστικότητα στα κυαροσκούρα και μια ποικιλία σκιών και χρωματικών αποχρώσεων που έχει μείνει αξέχαστη σε όσους έχουν δει την ταινία. Πρώτη φορά εσωτερικός φωτισμός τρεμοπαίζει χωρίς να ενοχλεί η (τεχνητή) περιοδικότητά του, πρώτη φορά τα πρόσωπα είναι τόσο τρυφερά και συγχρόνως σωστά φωτισμένα. Αξίζει τον κόπο να προσέξει κανείς σε αυτές τις σκηνές τη θέση των κεριών μέσα στο κάδρο, του πόσο σοφά τοποθετημένα είναι, ώστε να εξυπηρετούν τον φωτογράφο και την αφήγηση συγχρόνως. Εξάλλου, όλη η ζωγραφική του αιώνα μελετήθηκε εξονυχιστικά (όπως και η μουσική εξάλλου) από τον Kubrick και τον Alcott, πίνακες έδωσαν το ερέθισμα για συγκεκριμένα κινηματογραφικά κάδρα και φωτισμούς. Είναι μεγάλη οπτική και εγκεφαλική απόλαυση να παρατηρήσει κανείς όλες αυτές τις άπειρες μικρές λεπτομέρειες.
Η κόπια σε DVD δεν είναι από τις καλύτερες, αν και κρατά το αρχικό κινηματογραφικό φορμά και τα χρώματα της είναι όμορφα, αλλά στις αλλαγές των πλάνων βλέπουμε τις κολλήσεις να «πηδούν», σαν το αρνητικό master να είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Ας περιμένουμε λοιπόν τις καλύτερες κόπιες για να την ξαναθαυμάσουμε.

Ηλέκτρα Βενάκη

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Γεια σας, μου αρέσει το blog σας. Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να λαμβάνετε ενημερώσεις σαν μια συνδρομή ή κάποια πράγματα εκεί; Λυπάμαι που δεν είμαι εξοικειωμένος με RSS;

Elektra Venaki είπε...

καλησπέρα και ευχαριστούμε. Στείλτε μας το mail σας, δεν θα το δημοσιεύουμε και θα σας ενημερώνουμε.