4 Αυγ 2008

Definitely, Maybe - Μια πολύ κακιά ταινία

Definitely, Maybe – 2008
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Adam Brooks
Διανομή UIP
Μια πολύ κακιά ταινία

Την είδα εχτές, στον θερινό κινηματογράφο της Βουλιαγμένης με 7.30 ευρώ το εισιτήριο παρακαλώ. Τι παραπάνω έχει αυτή η αίθουσα δηλαδή; Ούτε καν το σωστό φορμά ήχου δεν έχει! Είναι απλώς μακρυά και κανείς δεν μπορεί να πάει αλλού σινεμά αν μένει στην περιοχή.... Αυτό είναι μόνο!
Έστω... ας μιλήσουμε όμως για την ταινία.

Πρόκειται για την αφήγηση ενός τριαντάχρονου πατέρα στην επτάχρονη (περίπου) κόρη του λίγο πριν υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου με τη μητέρα της.
Της διηγείται λοιπόν τις ερωτικές του σχέσεις με τρεις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του, αλλάζοντας όμως τα ονόματά τους, ώστε να είναι η αφήγηση ευχάριστη για το παιδί.
Το οποίο, παρεμπιπτόντως ήταν ένα μικρομέγαλο που καταλάβαινε τα πάντα για έρωτες και σίγουρα πολλοί και πολλές από εμάς θα την πληρώναμε αδρά για σύμβουλο γάμου. Τι έξυπνο, τι ευαίσθητο, τι σωστό παιδί! Και τι σωστή κρίση! Ακόμα και στο τέλος, όταν πλέον κατάλαβε ποια από τις γυναίκες της αφήγησης ήταν η μητέρα του, αλλά και ποια τελικά αγαπά ο πατέρας του, δεν είχε κανένα μα απολύτως κανένα πρόβλημα να “ψήσει” την αγαπημένη του μπαμπά να ενδώσει. Δεν την πείραζε τελικά το διαζύγιο των γονιών της. Καθόλου! Αρκεί αυτός (ο μπαμπάς δηλαδή) να ήταν ευτυχισμένος!
Από την άλλη τι κομψότης, αυτή του μπαμπά, να θέλει να πάρει και τη μικρή του κόρη στην επίσκεψη έκπληξη στην αγαπημένη του που του είχε θυμώσει, για να τον συγχωρέσει.

Η καλύτερη ατάκα που ακούστηκε στην αίθουσα, προς το τέλος ήταν από μια φλύαρη κατά τα άλλα κυρία που καθόταν πίσω μου και σχολίαζε θετικά κατά το πρώτο μισάωρο ότι ήταν ενθουσιασμένη που είχε έρθει να δει αυτή την ταινία, που αυτός ο σκηνοθέτης, που έχει κάνει τόσες καλές ταινίες σίγουρα θα έχει κάνει πάλι το αριστούργημα...
Μετά σώπασε και προς το τέλος είπε, ή μάλλον ακριβώς στο τέλος, τρία λεπτά πριν το τέλος: Ας τον πάρει κάποια να τελειώνουμε! (τον πρωταγωνιστή εννοούσε). Πράγματι έτσι νιώθει κανείς σε αυτή την ταινία. Ας τον πάρει κάποια να τελειώσει η ταινία και η φλυαρία της!
Από την αρχή όμως, τα κακά μαντάτα ήταν φανερά. Η ταινία αρχίζει με μια απαράδεκτη μουσική επένδυση εν είδη αστείου που κάνει τόσο κουραστική τη σκηνή εισαγωγής που καταλαβαίνεις αυτομάτως ότι από ρυθμό θα έχουμε πρόβλημα. Έπειτα έρχεται το στόρυ.... Αλλά αυτό το περιγράψαμε. Αν και παραλείψαμε να αναφερθούμε στον έντονο ρατσισμό κατά του τσιγάρου, του αλκοόλ, των λαϊκών γυναικών και των λεσβιών. Επιπλέον, αν και είχε όλους αυτούς τους καθωσπρεπισμούς η ταινία χαρακτηρίστηκε ακατάλληλη για άτομα κάτω των 13 για σεξουαλικό περιεχόμενο και κάπνισμα!!!! Έλεος!

Και έπειτα έρχεται η κατασκευή. Τι ευκολίες... τι μέτριες μονταζιακές λύσεις που φαινόντουσαν και ευφάνταστες! Τι σκηνοθετική κοινοτοπία! Τι αδιάφορος ήχος! Αυτό που πάντα μένει ακόμα και στις χειρότερες αμερικάνικες παραγωγές είναι πάντως οι ερμηνείες. Πάντα είναι συνεπείς τουλάχιστον, δεν είναι κακές, δεν είναι καλές, αλλά οι ηθοποιοί βλέπονται.
Δεν είναι δυνατόν όμως τέτοιες ταινίες να βρίσκουν τόσο καλή διανομή και να τρέχουμε να τις δούμε, για να δούμε κάτι ευχάριστο, ενώ συγχρόνως “καίμε” με ευκολία τις ελληνικές παραγωγές. Όταν βλέπεις τέτοιες ταινίες καταλαβαίνεις την αδικία που γίνεται εις βάρος των ελληνικών παραγωγών.
Δεν αντιλέγω ότι οι περισσότερες αμερικάνικες ταινίες, ακόμα και όταν δεν είναι καλές, είναι εύπεπτες, καλές για το καλοκαίρι και για τον χειμώνα, αλλά αυτή εδώ ήταν φαιδρή! Μια παραγωγή που αν ήταν ελληνική το κέντρο κινηματογράφου θα την πέταγε στα σκουπίδια και οι διανομείς ούτε που θα έβλεπαν τη κόπια. Λέτε η διαφορά να είναι μόνο στην ηθοποιία; Οι διανομείς και οι επιλογές και το γούστο τους και οι συμφωνίες του φυσικά, λέτε να μην παίζουν κανένα ρόλο;
Διαβάστε περισσότερα ...

2 Φεβ 2008

ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ (Α)

WILD BUNCH, USA, 1969
Εγχρωμο, 70mm/6 tracks, 35mm/Mono, 136min/145min
Σκηνοθεσία: Sam Peckinpah
Σενάριο: Walon Green, Sam Peckinpah, Roy N. Sickner
Φωτογραφία: Lucien Ballard
Μοντάζ: Lou Lombardo
Μουσική: Jerry Fielding
Παραγωγός: Phil Feldman
Διανομή: Warner Bros
Παίζουν: William Holden, Ernest Borgnine, Robert Ryan, Edmond O'Brien, Warren Oates, Jaime Sanchez, Ben Johnson, Emilio Fernandez.

Η Αγρια Συμμορία, η καλύτερη ταινία του Sam Peckinpah, κι ένα από τα καλύτερα western όλων των εποχών, κυκλοφορεί σε μια κόπια ολοκαίνουργη, συμπληρωμένη με σκηνές που η τότε Warner είχε κόψει, επιβεβαιώνοντας έτσι την αναγκαιότητα της σειράς των "director's cut". Δέκα λεπτά παραπάνω, μόνο, και η ταινία αλλάζει ύφος, παίρνει διαστάσεις άγνωστες για τα westerns ως εκείνη την εποχή, εισάγει τον ηθικά αμφιλεγόμενο ήρωα, τον οποίο οδηγεί στη κάθαρση μέσα από τη τελική σκηνή της σύγκρουσης της Συμμορίας με τους Μεξικανούς, μια σκηνή που έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου για την μαγική αγριότητά της.

Το αστείο είναι ότι ο τότε παραγωγός της Warner, Phil Feldman, δεν είχε κόψει σκηνές που σόκαραν, αντίθετα είχε κόψει -ερήμην του Peckinpah, ο οποίος ήταν σε διακοπές- σκηνές που περιέγραφαν τη σχέση των ηρώων και δικαιολογούσαν αφηγηματικά την έκβαση της ιστορίας. Οι περικοπές έγιναν, μόνο και μόνο, για να μειωθεί η διάρκεια της ταινίας στις 2 ώρες ώστε να μπορεί να παίζεται σε 3 παραστάσεις ημερησίως αντί για δύο. Η διανομή της ταινίας εκείνη την εποχή, τέλη '69, αρχές '70, αποδείχτηκε τελείως άστοχη. Οι υπεύθυνοι, λογω του μακρόστενου φορμά (2,35:1), του χρώματος (Technicolor) και των σκηνών καταστροφής που περιείχε, την τοποθέτησαν στις ταινίες blockbusters, θεωρώντας ότι μπορεί να φέρει λεφτά εύκολα και γρήγορα. Ετσι, την έβγαλαν σε πολλές μέτριες έως κακές αίθουσες, που η κάθε μιά έκοβε τις σκηνές που ...περίσσευαν, αλλά ευτυχώς μόνο στην κόπια που η κάθε μία κατείχε. Με αυτό τον τρόπο, το αρνητικό δεν πειράχτηκε και η ολοκληρωμένη εκδοχή με τη διάρκεια του σκηνοθέτη, μπορούσε κάλλιστα κάποια στιγμή να πραγματοποιηθεί.

Η Warner to '95 αποφάσισε να αποκαταστήσει το αριστούργημα του Peckinpah στην ολοκληρωμένη κινηματογραφική εκδοχή και να το εκδόσει επίσης σε DVD και σε Laser disc . Ομως, αν και το '69 η ταινία είχε χαρακτηρισθεί "R", από την M.P.A.A, για τις σκηνές βίας που περιείχε, η Warner την ξαναέστειλε για έλεγχο και αυτή τη φορά χαρακτηρίστηκε NC-17(!), χαρακτηρισμός πιό σκληρός, ο οποίος μπλόκαρε την έκδοση της. Ευτυχώς για όλους μας, μετά από διάφορες διαδικασίες η ταινία πήρε τον χαρακτηρισμό "R" και η διανομή της ταινίας μπορούσε να γίνει πλέον ελεύθερα.

Σήμερα, μπορεί κανείς να την βρεί σε πολυτελή έκδοση σε laser disc και DVD. Η έκδοση του DVD περιέχει επίσης το βραβευμένο με Οσκαρ ντοκυμαντέρ του Paul Seydor "The Wild Bunch: An Album in Montage" (1996) που πραγματεύεται την κατασκευή της. Η μεταφορά στο dvd είναι έξοχη και με μεγάλο σεβασμό στο έργο. Η εικόνα προσφέρεται μόνο σε 2.35:1, στο κανονικό της φορμά, δεν υπάρχει η εναλλακτική του pan & scan και δεν υπάρχει η εκδοχή του 16:9. Ο Peckinpah έχει τόσο πολύ και τόσο αριστουργηματικά εκμεταλλευθεί τα άκρα του κάδρου του που θα ήταν κρίμα οποιαδήποτε έστω και ελάχιστη περικοπή. Σ'αυτό το dvd δεν θά βρείτε εκδοχές της ταινίας σε άλλη γλώσσα, παρά μόνο υποτιτλισμό στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Ο ήχος, με νέα ψηφιακή επεξεργασία, προσφέρεται σε Dolby Digital 5:1, αφού ο πρωτότυπος ήχος της κινηματογραφικής κόπιας του '69 ήταν 6άπιστος και επιτρέπει μια τέτοια μεταφορά. Από την άλλη, το laser disc, επίσης 2.35:1, αποτελεί πραγματικά μια πολυτελή έκδοση. Περιέχει επιπλέον συνεντεύξεις και σκηνές από το γύρισμα και συνοδεύεται από το cd με τη μουσική της ταινίας και ένα βιβλίο με φωτογραφίες. Οπως καταλαβαίνετε, είτε σε laser είτε σε DVD, είναι μια έκδοση που δεν πρέπει να λείπει από κανένα σοβαρό αρχείο και θα προσφέρει σίγουρα πολύ μεγάλη ευχαρίστηση στον κάτοχό της.
------------------------------------------------------------------

Η Αγρια Συμμορία έχει μείνει στην μνήμη των πολλών από τις βίαιες και άγριες σκηνές μάχης που περιέχει, με αποκορύφωμα την τελική σκηνή, για την οποία και ο ίδιος ο Peckinpah έχει δηλώσει ότι την θεωρεί χορογραφία θανάτου. Σήμερα, βέβαια, αυτές οι σκηνές δεν φαίνονται τόσο αποκρουστικά άγριες (και δεν είναι!), συνηθισμένοι όπως είμαστε πλέον στις κινηματογραφικές σκηνές βίας ακόμη και σ'αυτές χωρίς νόημα. Συγχρόνως, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτές οι σκηνές είναι μόνο δύο. Μία στην αρχή της ταινίας και μία στο τέλος. Κάπου, στη μέση περίπου της δράσης, υπάρχει και η σύγκρουση των ανταρτών του Pancho Villa με τους στρατιώτες των Huerta και Mapache, μάχη που περιγράφεται με γενικά πλάνα και δεν φορτίζει συναισθηματικά την αφήγηση. Αντίθετα, οι άλλες δύο σκηνές περιγράφουν καταστάσεις των ηρώων μας και εξελίσσουν τους χαρακτήρες.

H τελική σκηνή του μακελειού, -για να αρχίσουμε από αυτήν- είναι μα-γι-κή. Είναι κάτι το ασύλληπτο. Οσες φορές κι αν την δεί κανείς δεν την χορταίνει. Αυτό το αιματοκύλισμα, αυτή η απόγνωση που σπέρνει θάνατο, δεν έχει καμμία-μα καμμία απολύτως σχέση με αυτό που αποκαλούμε γενικώς "βίαιες σκηνές". Εδώ, οι σκοτωμοί δεν γίνονται ούτε a la Rambo, από εκδίκηση, ούτε a la Harisson Ford, από ανάγκη για την επιβολή του Καλού, ούτε από κάποιο μανιακό δολοφόνο. Εδώ, παρουσιάζονται τέσσερεις άνθρωποι, που κάτω από συγκεκριμμένες συνθήκες και συνέπεια -μάλλον, ή κατ'αρχήν- αθώων αποφάσεων, μπλέκονται σε μια περιπέτεια με τον εαυτό τους και είναι αναγκασμένοι να πάρουν θέση. Δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πεθάνουν. Και πεθαίνουν. Οχι ηρωικά, αλλά όμορφα. Δεν παθαίνουν δίκαια ή άδικα, ή για κάποιο μεγάλο σκοπό, πεθαίνουν για τον εαυτό τους και μόνο, πεθαίνουν για να παραμείνουν αξιοπρεπείς. Είναι μιά σκηνή υψηλής ποιότητας. Σκηνή, που ίσως δεν περιγράφεται με λόγια η δύναμή της. Αποτελεί την ωριμότερη κορύφωση της δράσης, το επιστέγασμα της πορείας αυτών των παράνομων μέσα στη διάρκεια της ταινίας. Η σκηνή της απόφασης τους και της πορείας τους προς τους μεθυσμένους Μεξικανούς στην πλατεία, έχει αντιγραφεί από τότε άπειρες φορές (Wyatt Earp, Tombstone κ.λ.π.) και δικαίως, διότι αποτελεί μια από τις ομορφότερες εισαγωγές σε σκηνή σύγκρουσης στην ιστορία του κινηματογράφου. Η μεξικάνικη μπαλάντα που ακούγεται και συνοδεύει τον ρυθμό του βηματισμού τους, παιζόταν ζωντανά κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, για να δημιουργεί κλίμα και να διευκολύνει το παίξιμο των ηθοποιών. Η μόνη πρόσθεση που έγινε, εκ των υστέρων, στο ηχητικό επίπεδο, είναι το μαρς που επαναλαμβάνεται, διακόπτεται και ξεκινά, τονίζει ή υποβόσκει, προσθέτοντας μια ανυπέρβλυτη χάρη στη σκηνή: Φορτωμένη με λεπτομέρειες εικόνα, φορτωμένος ήχος. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αλλά υπάρχουν και οι πάυσεις. Αυτές οι παύσεις της δράσης, για να εκφρασθούν τα πρόσωπα, να δηλωθούν οι εσωτερικές αποφάσεις, χωρίς λόγια και φλυαρίες, κόβουν την ανάσα.

Γενικά οι παύσεις του Peckinpah, σ'αυτή την ταινία ιδιαίτερα, σε παγώνουν με τη δύναμή τους. Κάθε ένταση συνοδεύεται και από ένα παιχνίδι βλεμμάτων που προσθέτει μια άλλη διάσταση στη δράση. Την εμπλουτίζει με στοιχεία για τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους και συγκινεί βαθύτατα με την ενορχήστρωση των συνδιασμών και των αντιθέσεών τους.Ο θεατής βλέπει, παρακολουθεί την αναμέτρηση που γίνεται ανάμεσα στους ήρωες. Και, συνήθως, μετά από κάθε ένταση υπάρχει ένα ξέσπασμα χαλάρωσης που ανακουφίζει τους πάντες, ήρωες και θεατές έστω και προσωρινά. Μόνο στην τελική μάχη, αυτή η αναμέτρηση φθάνει στα άκρα της. Ενώ έχουν αποσοβηθεί με απόλυτο έλεγχο από τη μεριά του Pike και του Dutch επικείμενες συγκρούσεις είτε ανάμεσα στα μέλη της ίδιας της συμμορίας, είτε ανάμεσα στη συμμορία και στους στρατιώτες του Mapache, μετά τον θάνατο του συντρόφου τους, Angel, η αναβολή της σύγκρουσης δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Και αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι εμείς απολαμβάνουμε ένα πραγματικό αριστούργημα ρυθμού και πολυεπίπεδης ανάγνωσης.

Γιατί όμως; Γιατί μια σκηνή κορύφωσης, τόσο βίαιη και απόλυτα απελπισμένη, προκαλεί στον θεατή αυτή την τόσο έντονη αίσθηση ελευθερίας; Γιατί η Αγρια Συμμορία αυτό πραγματεύεται από την αρχή. Βρισκόμαστε στα 1913, κοντά στο Μεξικό (όπου γίνεται επανασταση) και, συγχρόνως ο σιδηρόδρομος και το αυτοκίνητο εισβάλει στην Αμερικάνικη κοινωνία. Τα πράγματα αλλάζουν, οι συμμορίες, για να επιβιώσουν, πρέπει να προσαρμοσθούν. Η δικιά μας Συμμορία σ'αυτή την εποχή που αλλάζουν οι αξίες, προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να βρεί την παλιά της δύναμη. Ο αρχηγός της, ο Pike (William Holden), μεσήλικας πλέον, με τους φίλους της νιότης του, Dutch (Ernest Borgnine) και Sykes (Edmond O'Brien) και τρία πολύ νεότερα μέλη, τους αδελφούς Gorch και τον Μεξικανο- Ινδιάνο Angel, αποτελούν πλέον αυτό που έμεινε από την Αγρια Συμμορία. Ο Angel, που έρχεται από άλλο κόσμο, είναι ο μόνος με ψήγματα πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης. Τα δύο αδέλφια δεν ενδιαφέρονται παρά για τις γυναίκες και τα λεφτά. Μπορούν να πουλήσουν και ν'αγοράσουν οτιδήποτε με την ίδια αδιαφορία. Η "παλιά φρουρά", ο Pike, o Dutch και ο Sykes μπορούν, επίσης, να πουλήσουν και ν'αγοράσουν οτιδήποτε, εκτός από τους βασικούς ηθικούς κανόνες που διέπουν το θεσμό της συμμορίας. "Οταν είσαι με κάποιον μένεις μαζί του. Αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό είσαι ένα ζώο, είσαι τελειωμένος" λέει ο Pike κάποια στιγμή μέσα στην ταινία και δίνει το στίγμα των αξιών της. Αυτό πληρώνουν μέχρι το τέλος. Δεν μπορούν να αντέξουν να αφήσουν τον σύντροφό τους, Angel, στα χέρια του Mapache. "Δεν έχει σημασία αν δίνεις το λόγο σου, σημασία έχει σε ποιόν δίνεις το λόγο σου", λέει κάποια στιγμή ο Dutch στον Pike και η απόφαση για την τελική αναμέτρηση αρχίζει να διαμορφώνεται στο μυαλό του. Ακόμη και τα αδέλφια, αδιάφορα απέναντι σε οτιδήποτε, ταράζονται από τη πράξη του Angel και ευαισθητοποιούνται. Οταν ο Pike τους ζητά λακωνικά να τον ακολουθήσουν στη τελική αναμέτρηση με τους ανθρώπους του Mapache, λέγοντάς τους "Let's go", του απαντούν εξίσου λακωνικά "Why not!"

Οι ήρωές μας δεν είναι καλοί με την έννοια που δινόταν στο κλασικό western. Είναι κακοί -κατ'αρχήν- αλλά, γίνονται ανθρώπινοι και κερδίζουν τη συμπάθειά μας στη πορεία της ταινίας. Εξάλλου, η αρχική σκηνή που περιέχει και τους τίτλους, βασίζεται πάνω στην ανατροπή των συναισθημάτων που προκαλεί στο θεατή.

Η ταινία αρχίζει με την άφιξη μιας ομάδας έφιππων στρατιωτών σ'ένα χωριό. Τα παιδιά στο δρόμο παίζουν άγρια μ'έναν σκορπιό που τον τυραννούν, γελώντας. Παράλληλα, διαδραματίζεται μια συγκέντρωση των πολιτών για τις βλαβερές συνέπειες του κρασιού. Mε λίγα λόγια μια φυσιολογική πόλη με τις δραστηριότητές της. Εκεί ανάμεσα εμφανίζονται οι τίτλοι και η εικόνα παγώνει σε αρνητικό ασπρόμαυρο, καθώς και όλοι οι ήχοι εκτός από τη μουσική. Στρατιώτες, που βρίσκονται ήδη στο χωριό, σηκώνονται και χαιρετούν τους καβαλλάρηδες που έρχονται. Υπάρχουν κάποιες αδιόρατα ύποπτες κινήσεις στις οποίες όμως ο θεατής δεν μπορεί να αποδώσει τη πλήρη σημασία τους και τις προσπερνά. Μια γηραιά κυρία περνά το δρόμο, σκοντάφτει επάνω τους, την βοηθούν και την συνοδεύουν έως τα γραφεία του σιδηρόδρομου. Εως εδώ, καλά. Μόλις όμως οι "στρατιώτες" μπαίνουν μέσα στα γραφεία των σιδηροδρόμων, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένοπλη ληστεία. Ο Pike, λέει την κλασσική πλέον φράση, που αργότερα έγινε τίτλος βιβλίου για το συνολικό έργο του Peckinpah: "If they move, kill 'm." Εδώ πέφτει ο τίτλος της σκηνοθεσίας και τα παιδιά στο δρόμο καίνε τον σκορπιό, γελώντας. Αμέσως μετά αντιλαμβανόμαστε ότι τους έχουν στήσει παγίδα και η πρώτη μάχη αρχίζει. Σ'αυτή τη πρώτη σκηνή, ο θεατής δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους και η αγριότητα όλης της δράσης πράγματι σοκάρει. Γυναίκες σκοτώνονται αλλά, αργότερα, μέσα στη ταινία, σκοτώνουν. Παιδιά παίζουν άγρια παιχνίδια αλλά, παιδί σκοτώνει στο τέλος τον Pike. Ολα αυτά, όμως, δεν είναι γνωστά κατ'αρχήν και, πράγματι, ακινητοποιούν τον θεατή.

Στη διάρκεια όμως των δύο ωρών που ακολουθούν όλα βρίσκουν τη θέση τους. Τους κυνηγά ο Νόμος ο οποίος αντιπροσωπεύεται από τον παλιό τους σύντροφο Deke Thornton, τον υπέροχο Robert Ryan. Η περίεργη, γεμάτη σεβασμό και αγάπη, σχέση των δύο αντιπάλων, του Thornton και του Pike, εξηγείται απόλυτα μέσα από τις σκηνές flash-back στις οποίες αναθυμούνται και οι δύο τον τρόπο με τον οποίο χώρισαν. Συνήθως τα flash-back, στον κινηματογράφο, αποτελούν μνήμη και εικόνα ενός από τους ήρωες. Η καινοτομία του Peckinpah συνίσταται στο ότι το flash-back το βλέπουν συγχρόνως και οι δύο ήρωες, ενώ βρίσκονται σε δύο τελείως διαφορετικές περιοχές και καταστάσεις. Χωρίς αυτές τις σκηνές η σύγκρουση των ηρώων με τον εαυτό τους κυρίως, δεν γίνεται κατανοητή και η ταινία χάνει το νόημά της. Ο παραγωγός Feldman αυτές συγκεκριμένα τις σκηνές είχε αποφασίσει αυθαίρετα να κόψει, τότε, παλιά, αλλά ευτυχώς σήμερα τις βρίσκουμε ενσωματωμένες στη νέα έκδοση. Πρέπει να επισημάνουμε, όμως, ότι εμείς -ως ευρωπαίοι- είμαστε τυχεροί. Στην ευρωπαική εκδοχή είχαν κοπεί κάποιες σκηνές από αυτές, αλλά τα flash-back της φιλίας, τα τόσο απαραίτητα αφηγηματικά, είχαν διασωθεί. Στο βίντεο που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά προς ενοικίαση, λείπει μόνο το flash-back που περιγράφει έναν μεγάλο έρωτα του Pike και κάποια πλάνα από τη μάχη μεταξύ του Villa και του Mapache. Αλλά δυστυχώς είναι σε 4:3, φορμά που σ'αυτή ειδικά την ταινία καταστρέφει τα πάντα. Αλλάζει η ταινία ολοκληρωτικά. Στο τηλεοπτικό φορμά νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με έναν σκηνοθέτη που χρησιμοποιεί πολύ τα κοντινά. Καμμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο Peckinpah γεμίζει το κάδρο, το φορτώνει λεπτομέρειες και το κάδρο του είναι πράγματι μεγάλο, είναι 2.35:1. Φανταστείτε τι κόβεται στο 1.33:1 που είναι το τηλεοπτικό. Κόβεται η μισή εικόνα. Κι έτσι νομίζουμε ότι καδράρει μόνο ένα πρόσωπο ενώ στο πραγματικό κάδρο υπάρχουν τρία. Η διαφορά, λοιπόν, είναι τεράστια.

Η Αγρια Συμμορία επιβεβαιώνει πλήρως, αυτό που λέμε εδώ και καιρό, ότι το να βλέπεις δεύτερη ή πολλοστή φορά μια ταινία αυξάνει την απόλαυση, απελευθερώνει τον θεατή από την αγωνία της υπόθεσης και επιτρέπει την παρατήρηση πραγμάτων μέσα στο πλάνο όσο και στη συνολική κατασκευή, πραγμάτων που σίγουρα διαφεύγουν την πρώτη φορά. Ταινία πλούσια, ταινία σφικτή και γεμάτη. Το widescreen είναι γεμάτο έως τα άκρα του, τα κοντινά γεμίζουν το κάδρο, πολλές φορές μια λεπτομέρεια προσώπου, ένα μάτι, ένα αυτί κρατά την μια άκρη και πίσω στο φόντο ξετυλίγεται ήδη η επόμενη δράση. Λεπτομέρειες που στην πρώτη θέαση έχουν χαθεί στα σίγουρα, αλλά έχουν αφήσει αυτή την αίσθηση του μεγάλου, του πληθωρικού, του πολυεπίπεδου των καταστάσεων.

Το ντοκυμαντέρ που συνοδεύει την ταινία στο DVD είναι άκρως ενημερωτικό αν και δεν λέει πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που μπορεί κανείς να βρεί στο Internet ή στα δύο θαυμάσια βιβλία που έχουν γραφτεί για το έργο του Peckinpah. Πληροφορίες όπως ότι είχαν λίγες στολές άσπρες, αυτές που φορούν οι μεξικανοί στην τελική σκηνή και ότι έπρεπε να τις πλένουν συνέχεια για να μπορούν να συνεχίσουν το γύρισμα, ή ότι πράγματι έχτισαν και ανατίναξαν τη γέφυρα το '69, εποχή όπου τα special effects δεν γινόντουσαν μέσω υπολογιστή, είναι και εντυπωσιακές και χρήσιμες στο να θυμόμαστε ότι και παλαιότερα μπρορούσε κανείς να κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε, ανεξάρτητα από τον τρόπο. Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι η Αγρια Συμμορία αποτελείται από 3.600 cut, αριθμός τεράστιος ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Το σημαντικότερο όμως, είναι η ίδια η ταινία που αποτέλεσε σίγουρα σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου με τη χρήση της αργής κίνησης στα πλάνα των φόνων -που αποκτούν έτσι, ποιητική διάσταση- και είναι, ίσως, μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ( Α )

THE ADVENTURES OF BARON MUNCHAUSEN, 1988
1.85:1, 70mm6track, Dolby SR
Σκηνοθεσία: Terry Gilliam
Σενάριο: Terry Gilliam, Charles McKeown
Παραγωγή: Columbia Pictures, Thomas Schuhly
Μουσική: Michael Kamen
Φωτογραφία: Ciuseppe Rotunno
Μοντάζ: Peter Hollywood
Παίζουν: John Neville, Eric Idle, Sarah Polley, Oliver Reed, Charles McKeown, Jack Purvis, Jonathan Price, Robin Williams, Uma Thurman, Sting


Από τότε που ο Terry Gilliam πρόβαλε, το 1988, τη δική του εκδοχή για τις περιπέτειες του Βαρώνου Munchausen, ο κόσμος άρχισε να βλέπει διαφορετικά τα παραμύθια. Οι περιπέτειες του Βαρώνου, τόσο αληθινά ψεύτικες και τόσο ψεύτικα πειστικές, έμειναν στη μνήμη των θεατών σαν μια ανάσα υπερβολής, τόλμης, μια ανάσα ελευθερίας, απόλυτης ελευθερίας, που μόνο το παραμύθι μπορεί να προσφέρει. Ο Terry Gilliam ανήκει σ’ εκείνη τη κατηγορία των σκηνοθετών που θα μπορούσε να κάνει έναν ενήλικα να μπει μέσα σε ένα παραμύθι. Σε ένα παραμύθι με υπέροχη εικόνα, γεμάτη με άπειρες μικρολεπτομέρειες, χρώματα και σκιές, καταπληκτικά ευφάνταστα ντεκόρ και έναν ήχο τόσο βαβουριάρικο και ξεκάθαρο συνάμα, που δεν μπορεί παρά να ξεσηκώσει όποιοδήποτε θεατή. Οι μουσικές στύξεις είναι συνεχείς, δεν σταματούν ποτέ, σχολιάζουν τους πάντες και τα πάντα με τρυφερή ειρωνία, και τα μουσικά θέματα μένουν αξέχαστα.

Στην Εποχή της Λογικής, μια Τετάρτη του 18ου αιώνα, όπως μας ενημερώνουν οι τίτλοι της αρχής, μια θεατρική ομάδα ανεβάζει τις περιπέτειες του Βαρώνου Minchausen, ενώ η πόλη πολιορκείται από Οθωμανούς Τούρκους. Ο βαρώνος Minchausen, ο πραγματικός, κάνει την είσοδό του στο θέατρο και επιμένει ότι ο θίασος διηγείται αναλήθειες, τις οποίες θέλει να διορθώσει. Αρχίζει την αφήγησή του, αλλά, παρόλο που είναι Τετάρτη, οι Τούρκοι επιτίθενται και η παράσταση σταματά. Ο Βαρώνος υπόσχεται να φύγει από την πόλη, να βρεί και να μαζέψει τους τέσσερεις υπηρέτες του, με τις ιδιαίτερες ικανότητες, και να επιστρέψει να σώσει την πόλη από τον χαμό. Η μικρή κόρη του αρχχηγού του θιάσου, η Sally, καταφέρνει και φεύγει μαζί του στις απίστευτες περιπέτειες.
Πρώτα πάνε στο φεγγάρι, μαγικά κατασκευασμένο, τόσο από σκηνικά όσο και από σκηνοθετική σύλληψη. Τα ντεκόρ στο φεγγάρι και ο τρόπος που κινούνται αφήνει διακριτικές αιχμές ότι πρόκειται για θεατρική παράσταση.Εκεί τους υποδέχεται ένας Robin Williams εντελώς διαφορετικός απ’ ό, τι γνωρίζετε. Εχει ένα τεράστιο πρόβλημα με το σώμα του, με το οποίο δεν μπορεί να συμφιλιωθεί και όποτε καταφέρνει να ξεφύγει, γυρνά στο διάστημα σαν ένα ευτιχισμένο σκεπτόμενο κεφάλι. Στο φεγγάρι, ο Βαρώνος και η Sally θα βρούν τον ένα από τους υπηρέτες, τον Berthold, αυτόν που φορά μπάλες στα πόδια του για να μπορέσει να τα συγκρατήσει από το ξέφρενο τρέξιμο. Οι τρείς τους, θα σκαρφαλώσουν στην άκρη του φεγγαριού και θα πηδήξουν με ένα σκοινί –που θα τελειώσει κάποτε- μέσα σε ένα ηφαίστιο. Ο Ηφαιστος, θα τους υποδεχτεί, θα τους σερβίρει τσάι σε λιλιπούτεια φλιτζάνια και θα τους γνωρίσει την γυναίκα του την θεά Αφροδίτη. Εκεί θα βρούν τον άλλο τους σύντροφο, τον πιο δυνατό άνθρωπο του κόσμου. Ο βαρώνος και η θεά, όμως, θα στροβιλιστούν στον αέρα, θα πετάξουν από απόλαυση, χορέυοντας, ανάμεσα σε έρωτες, σύννεφα και συντριβάνια. Η ζήλεια του Ηφαιστου θα τους στείλει μέσα από τα έγκατα της γής στην άλλη πλευρά της, όπου πριν προλάβουν καλά, καλά να συνειδητοποιήσουν που βρίσκονται ένα τεράστιο ψάρι θα τους καταπιεί. Δυστυχία που θα τους βγεί σε καλό, γιατί εκεί θα βρούν τους άλλους δύο συντρόφους τους, αυτόν που ακούει τα πάντα και ένα φύσιμα του μπορεί να μετακινήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων μίλια μακρυά, και αύτον που βλέπει τα πάντα: μπορεί από μια κορυφή της Κωνσταντινούπολης να δεί το Βελιγράδι. Ολοι τους είναι πολύ γερασμένοι και παραιτημένοι. Μόνο ο Βαρώνος ξανανιώνει και γερνά κατά βούληση. Οποτε νιώθει ότι έχει κάτι να κάνει, είναι νέος, όποτε θέλει να πεθάνει γερνά απότομα. Μέσα στο ψάρι, αποφασίζει να πεθάνει, αλλά η μικρή Sally δεν τον αφήνει. Προκαλεί το ψάρι να φταρινιστεί και βρίσκονται όλοι μαζί σε μια βάρκα που τους πάει στην πόλη. Εκεί, θα δώσουν τη τελική μάχη για την απελευθέρωσή της, και, συγχρόνως, για τη δική τους αναγέννηση.

Ολα αυτά, βέβαια, δεν είναι παρά μια διήγηση του Βαρώνου, μέσα στο θέατρο, η οποία όμως όταν τελειώσει, η πόλη βρίσκεται πραγματι απελευθερωμένη και ο Βαρώνος μπορεί πια να φύγει για να συνεχίσει τις περιπέτειες του.

Ό, τι σκεφτεται ο Βαρώνος συμβαίνει, ό, τι φαντάζεται υπάρχει. Δε γνωρίζει την έννοια του φόβου, δεν γνωρίζει την άρνηση στη ζωή. Τα βάζει πολύ συχνά με το θάνατο κι ακόμη συχνότερα με τη ζωή. Αυτός ο μεγάλος παραμυθάς πάει στους παραμυθάδες και τους λέει ιστορίες, στις οποίες τους βάζει μέσα, τους κάνει να συμμετέχουν (όλοι οι ηθοποιοί που παίζουν στη παράσταση δανείζουν τις φιγούρες τους για τη διήγηση του πραγματικού βαρώνου) και εν τέλει το αποτέλεσμα έχει επιτευχθεί: η πόλη σώθηκε. Με παραμύθια. Αυτή η τελευταία σκηνή της μάχης είναι κα-τα-πλη-κτι-κή, απ’ όποια σκοπιά και να την δεί κανείς. Νοηματική και αισθητική. Η μουσική μπορεί να ξεσηκώσει και τον πιο αδιάφορο θεατή. Τα ειδικά εφέ είναι μαγικά και μας σπρώχνουν σε άλλους κόσμους. Μη ξεχνάμε ότι είναι από τις ακριβότερες παραγωγές του κινηματογράφου. Στοίχησε 46 εκ.$

Ο Gilliam δηλώνει ότι ο βαρώνος αποτελεί την τρίτη ταινία της τριλογίας του. Με την ταινία του Time Bandits μιλούσε για την παιδική ηλικία, με το Brazil για την ενήλικη και με το Βαρώνο Minchausen για τα γηρατειά. Σπάνια έχουμε δει στον κινηματογράφο μια τόσο τρυφερή ματιά για το γήρας.
Το χιούμορ του ώρες, ώρες είναι σκληρό, όπως αυτό των παιδικών παραμυθιών. Ο Σουλτάνος αγαπά να παίζει πιάνο με πλήκτρα που είναι ενωμένα με καρφιά, που μπαίνουν μέσα στα σώματα φυλακισμένων, και αυτοί κραυγάζουν. Όλα τα παιδιά, με τη σκληράδα που τα χαρακτηρίζει, θα ξεκαρδιστούν στα γέλια. Άλλες στιγμες έχει ενα ενήλικο χιούμορ που τα παιδιά δεν θα το καταλάβουν, μην αφαιρώντας τίποτα από την απόλαυση της στιγμής, αλλα οι μεγάλοι θα το εκτιμήσουν δεόντος. Οι ηθοποιοί είναι όλοι άριστοι. Οσο για τη μικρή Sally, δεν συγκρίνεται με τίποτα με όλες αυτές τις πρόσφατες τάχα μου τέλειες ερμηνείες παιδιών. Είναι έξοχη. Η εικόνα πυκνή, αρνείται τη λιτότητα και τη γραμμικότητα. Αρνείται τη λογική. Η φαντασία κάνει θαύματα και ερμηνεύει καλύτερα τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε. Οι περιπέτειες του βαρώνου είναι το ευρωπαικό ανάλογο του Μάγου του ΟΖ, έχει θρέψει γενιές και γενιές, αυτό το βιβλίο. Η ταινία όμως μέσα από τη παραβολή - αυτό δεν σημαίνει εξάλλου το καλό παραμύθι; - μας παρασέρνει σε κόσμους πανέμορφους. Δεν είναι διδακτική, δεν θέλει να μας πεί τίποτα και όμως μας λεει τόσα πολλά. Μιλά για την ελευθερία και τη δύναμη, για τη τόλμη και τη νίκη με ένα μοναδικό τρόπο. Μια εκπληκτική ταινία, μοναδική στο να απογειώνει σε κάθε της –μά σε κάθε της- προβολή τους θεατές της.

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...

MARX BROTHERS

Ποιοι είναι οι Marx Brothers και τι αντιπροσωπεύουν; Έχουν συγγένεια με τον Karl Marx ή με τους Warner Brothers;
Αυτού του τύπου το χιούμορ δεν είναι δικό μου, αλλά δικό τους και το «κολλάς» υποχρεωτικά. Σας βεβαιώνω ότι αυτή η εβδομάδα, που έβλεπα τις ταινίες των Marx, ήταν από τις πιο αστείες της ζωής μου. Κρίμα που δεν βλέπουμε πια στις αίθουσες τις ταινίες τους, κρίμα που δεν τις έχει φέρει η ελληνική διανομή βίντεο και κρίμα που κανείς δεν μεταφράζει τα απολαυστικά βιβλία που έχουν γράψει. Ευτυχώς που μπορεί κανείς να τις παραγγείλει από το εξωτερικό, όπως κάνουμε δηλαδή για κάποια πράγματα, όταν είμαστε στην επαρχία και τα παραγγέλνουμε από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Ποιοι είναι λοιπόν οι αδελφοί Marx;
Αρχικά ήταν πέντε, μετά έμειναν τέσσερις και κατέληξαν τρεις: οι Groutso (Julius Henry, 1890), Harpo(Adolph, 1888) και Chico (Leonard, 1887). Οι άλλοι δύο, ο Zeppo (Herbert, 1901) και ο Gummo (Milton, 1893), που ποτέ δεν έπαιξε στην οθόνη, ήταν οι μάνατζερ των αδελφών τους. Οι γονείς τους, μετανάστες από τη Γερμανία και την Αλσατία, γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην εβραϊκή γειτονιά του Manhattan. Τα παιδιά έμαθαν να ζουν στους δρόμους, να αγαπούν τα περιπλανώμενα θέατρα -λόγω παππού και γιαγιάς από τη μεριά της μητέρας- να τραγουδούν και να χορεύουν, να παίζουν τζόγο και να κυνηγούν τις γυναίκες. Με όλα αυτά τα προσόντα, έγιναν οι πιο ανατρεπτικοί κωμικοί που είδαμε ποτέ στο πανί, δημιούργησαν σχολή, αναφέρονται συχνά, ακόμη και σήμερα, στις μεγάλες κωμωδίες, κέρδισαν πολλά χρήματα (κάτι που θεωρούσαν άκρως απαραίτητο) και, βεβαίως, το ανατρεπτικό, αναρχικό τους χιούμορ τους συνόδευε και στην καθημερινή τους ζωή. Ευτυχώς, ο Groutso δημοσίευσε εκτός των άλλων και την αλληλογραφία του, o Harpo την αυτοβιογραφία του και η κόρη του Chico τη ζωή με τον πατέρα της. Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή και το έργο τους είναι πάμπολλα και απολαυστικότατα.

Ο Harpo, το 1936, ήδη διάσημος και πολιτικοποιημένος, συναναστρέφεται τους διανοούμενους της Νέας Υόρκης, υποστηρίζει ανοιχτά την υποψηφιότητα του Roosvelt και, μετά την επανεκλογή του, του στέλνει ένα γράμμα με το οποίο τον συγχαίρει και του ζητά να τον συγχαρεί και αυτός με τη σειρά του «διότι παντρεύτηκα πρόσφατα. Το κράτησα κρυφό, γιατί ήξερα ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας θα είχατε ανάγκη όλο το χώρο στη πρώτη σελίδα των εφημερίδων και δεν ήθελα να σας τον στερήσω!»...

Ο Chico παίζει χαρτιά και συμμετέχει σε όλων των ειδών τους τζόγους, έχει συνέχεια ανάγκη από λεφτά και γι΄ αυτό δεν αρνείται ποτέ να δουλέψει. Είναι ο πιο δραστήριος από τα αδέλφια, καθώς αυτός βρίσκει τους παραγωγούς, με αποτέλεσμα να αφήσουν το θέατρο για να κάνουν τις πρώτες τους ταινίες. Αργότερα, είναι αυτός που δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα στα γυρίσματα, διότι εξαφανίζεται για να παίξει χαρτιά, ώσπου οι παραγωγοί, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, αποφασίζουν και του στήνουν ένα τραπέζι μέσα στο στούντιο!

Ο Groutso, πολυγραφότατος, αλληλογραφεί με πολύ κόσμο, ακόμη και με τους Warner Brothers. Τα γράμματά του αυτά είναι απολαυστικά, αν και οι Warner δεν είχαν χιούμορ. Η αλληλογραφία μεταξύ τους ξεκίνησε όταν οι Marx αποφάσισαν να κάνουν μια ταινία με τον τίτλο "Μια νύχτα στην Casablanca" και οι δικηγόροι της Warner (παραγωγός της ταινίας «Casablanca» με τους Bogart και Bergman, πέντε χρόνια πριν) απείλησαν να τους πάνε στα δικαστήρια για τη χρήση του ονόματος. Ο Groutso έγραψε εκ μέρους της οικογένειας ότι δεν υπολόγιζαν, έως την ημέρα που ανακοίνωσαν τη δική τους ταινία, ότι η «Casablanca» ανήκει αποκλειστικά στους Warner Brothers, και ότι πιστεύει πως και ο μέσος ακόμη θεατής μπορεί να ξεχωρίσει την Ingrid Bergan από τον Harpo. Και αν ακόμη υποθέσουμε ότι το όνομα Casablanca ανήκει στους Warner Brothers, συνεχίζει ο Groutso, τι γίνεται με το Brothers; Γιατί, εντάξει, το Warner τούς ανήκει, αλλά το Brothers; Αυτοί (οι Marx) ήταν Brothers πολύ πριν από τους Warner, για να μην αναφερθεί στους Karamazov Brothers. Τους έγραψε και άλλα πολλά απολαυστικά, ώσπου οι δικηγόροι της Warner, ύστερα από τρία γράμματα, όλο και πιο σοβαρά από τη μεριά τους και όλο και πιο ανατρεπτικά από τη μεριά του Groutso, αποφάσισαν να παραιτηθούν από την προσπάθεια. Έτσι, η ταινία των Marx συνέχισε απτόητη την πορεία της. Δεν ήταν μόνο ο Groutso απτόητος. Όλη η οικογένεια είχε στηθεί, κάποτε, έξω από το γραφείο ενός παραγωγού που αρνούνταν να τους δει και κάπνιζαν πούρα μετά μανίας, έως ότου ο έγκλειστος παραγωγός πνίγηκε από τον καπνό και τους άνοιξε!

Αυτοί είναι οι Marx Brothers. Απολαύστε τους! Α! Μια συμβουλή μόνο: έχετε για καλό και για κακό μια ταινία των Marx στο σπίτι σας. Είναι το καλύτερο αγχολυτικό, το καλύτερο παυσίπονο, το καλύτερο γιατρικό του φόβου και της τεμπελιάς που προκαλεί. Το μυαλό τρέχει με χίλια και η ψυχή ευφραίνεται. Αλλά προς Θεού, μην τη ζητήσετε στα φαρμακεία.

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ, 1998, Η.Π.Α.
The General
A/M, έγχρωμο, 124 λεπτά, 2.35:1, Dolby Digital
Σκηνοθεσία: John Boorman
Σενάριο: John Boorman, Paul Williams
Φωτογραφία: Seamus Deasy
Μοντάζ: Ron Davis
Ήχος: Brendan Deasy, Michelle Cunniffe, John Fitzerald
Μουσική: Richie Buckley
Παίζουν: Brendan Gleeson, Jon Voight, Adrian Dunbar, Maria Doyle Kennedy, Angelina Ball.


Το 1981 ο Τζον Μπούρμαν πέφτει θύμα ληστείας στο σπίτι του στο Δουβλίνο. Η αστυνομία θεωρεί πιθανότερο ένοχο τον διάσημο ήδη εκείνη την εποχή λωποδύτη, Μάρτιν Κάιλ, επονομαζόμενο και ως «ο Στρατηγός». Από τότε ο Μπούρμαν παρακολουθεί τη πορεία του Στρατηγού, μαζεύει στοιχεία, νιώθει γοητευμένος από τη ζωή και το έργο του. Το 1994 ο Στρατηγός δολοφονείται και το 1996 ο Μπούρμαν αποφασίζει να κάνει μια ταινία πάνω στη ζωή του. O Paul Williams, συντάκτης ποινικού ρεπορτάζ, είχε μαζέψει πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Στρατηγού και γράφει ένα βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο. Ο Μπούρμαν αγοράζει τα δικαιώματα και το 1998 παρουσιάζει στις Κάνες την ταινία του με θέμα την άνοδο και τη πτώση ενός από τις θρυλικότερες μορφές των παράνομων της σύγχρονης Ιρλανδίας.

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ή κατά κόσμο Μάρτιν Κάιλ ήταν ένας από τους διασημότερους και προσφιλέστερους κακοποιούς της δεκαετίας του 1980. Έκανε εντυπωσιακές ληστείες γελοιοποιώντας συνεχώς τους φορείς κοινωνικών θεσμών: τους πολιτικούς, τους θρησκευτικούς ηγέτες, την αστυνομία, τις διάφορες οργανώσεις κλπ. Γεννήθηκε το 1949 στο Δουβλίνο σε μια φτωχή οικογένεια με δώδεκα παιδιά. Από μικρός κλέβει διάφορα πράγματα, κυρίως τροφή, για την επιβίωση της οικογένειάς του. Στα δεκαέξι του συλλαμβάνεται για πρώτη φορά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια σε αναμορφωτήριο. Εκεί θα αντιμετωπίσει τις ερωτικές βλέψεις παιδεραστών κληρικών και θα ξεκαθαρίσει μια για πάντα τη θέση του με την εκκλησία. Στα είκοσί του συλλαμβάνεται πάλι για κατοχή κλοπιμαίων και θα καταδικαστεί σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση, τη μεγαλύτερη ποινή που έκτισε ποτέ. Βγαίνοντας, δημιουργεί δική του συμμορία και αρχίζει τις οργανωμένες ληστείες. Τότε, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1980, του δίνεται το υποκοριστικό Στρατηγός διότι δεν άφηνε τίποτα στη τύχη. Οργάνωνε τις ληστείες με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια και τις εκτελούσε με απόλυτη πειθαρχία. Εκείνη τη δεκαετία ο Κάιλ απασχόλησε πολύ τα μέσα ενημέρωσης, όμως κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι τον είχε δει καλά. Εμφανιζόταν πάντα με σκεπασμένο το πρόσωπο, είτε κρύβοντάς το με τα χέρια του είτε φορώντας κουκούλες και σκούφους. Η προσωπική του ζωή επίσης είχε απασχολήσει τη κοινή γνώμη, για τη διπλή ερωτική σχέση που είχε με τη γυναίκα του και την αδελφή της. Έμεναν όλοι μαζί και είχε κάνει παιδιά και με τις δύο.

Για τον Κάιλ η κλοπή ήταν επάγγελμα και όχι χόμπι ή έξη. Θεωρήθηκε από τις λαϊκές τάξεις σαν ένα είδος Ρομπέν των Δασών αν και αυτό το γεγονός παραμένει περισσότερο μύθος παρά πραγματικότητα. Θρυλική έχει μείνει η ληστεία του χρυσοχοείου Ο’Connor απ’ όπου απολύθηκαν εκατό εργαζόμενοι την επόμενη της ληστείας καθώς και η κλοπή των έργων τέχνης από τη συλλογή του Sir Alfred Beit. Η ιρλανδέζικη αστυνομία, μετά τη ληστεία των πινάκων, από το Δεκέμβρη του 1987, άρχισε να παρακολουθεί στενά επί 24ώρου βάσεως τον Κάιλ και τους συνεργάτες του. Υπό τη πίεση αυτή, η συμμορία διαλύθηκε. Ο Κάιλ έφτιαξε καινούρια συμμορία με νεαρούς κακοποιούς. Ώσπου στις 18 Αυγούστου του 1994 ο Στρατηγός δολοφονήθηκε και ο ΙRΑ ανέλαβε την ευθύνη. Οπως φαίνεται από την ιστορία τα συμφέροντα των δύο ομάδων, αυτής του IRA και της συμμορίας του Στρατηγού συγκρούονταν αρκετά συχνά. Ο ΙRΑ είχε προσπαθήσει να κλέψει το O’Connor αλλά δεν τα είχε καταφέρει, ενώ το 1974 είχε κλέψει δεκαεννέα πίνακες από τη συλλογή του Sir Alfred Beit, αξίας 8 εκ. Αγγλικών λιρών. Όλα τα έργα βρέθηκαν λίγο αργότερα. Ο Στρατηγός και η ομάδα του έκλεψαν το Μάιο του 1986 δεκαοκτώ πίνακες αξίας 30 εκ. Αγγλικών λιρών, οι οποίοι βρέθηκαν σταδιακά, ενώ ένας από αυτούς βρέθηκε δύο μόλις μήνες πριν, μετά από συμφωνία της αστυνομίας με έναν γνωστό γκάγκστερ. Αν προσθέσουμε δε ότι ο Στρατηγός δεν είχε πολιτική θέση και συνεργαζόταν ακόμα και με φιλοβασιλικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, είναι φυσικό να είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ΙRΑ. Οι λόγοι της δολοφονίας του όμως παραμένουν ακόμα θολοί. Πολλοί θεώρησαν ότι το σκότωσαν για τις επαφές του με τους βασιλικούς παραστρατιωτικούς. Άλλοι βέβαια λένε ότι υπήρχαν πολλοί άλλοι λόγοι, διακίνηση ναρκωτικών, ξεκαθάρισμα λογαριασμών και πάρομοια.

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΠΟΥΡΜΑΝ γνωρίστηκαν -χωρίς να συναντηθούν φυσικά- το 1981 όταν ο πρώτος έκλεψε το σπίτι του δεύτερου. Ανάμεσα στα κλοπιμαία ήταν και ο χρυσός δίσκος από το soundtrack της ταινίας του Μπούρμαν «Deliverance». Ο Στρατηγός όμως δεν ήξερε ότι οι «χρυσοί δίσκοι» δεν είναι χρυσοί! Αυτό το στοιχείο ο Μπούρμαν με μεγάλη τρυφερότητα το έχει ενσωματώσει στη ταινία. Είναι σαφές καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ότι ο σκηνοθέτης είναι γοητευμένος από τον Μάρτιν Κάιλ. Ολα τα κωμικά στοιχεία που υπάρχουν διάσπαρτα στη ταινία -και είναι αρκετά- υποστηρίζουν ακριβώς αυτό: ότι ο Μάρτιν, η οικογένειά του και οι φίλοι του περνούσαν καλά με τη ζωή που είχαν διαλέξει. Η ζωή τους ήταν μια επιλογή πραγμάτων που θα οδηγούσαν όμως αναπόφευκτα σε τραγικό τέλος.

Εδώ, ο Μάρτιν Κάιλ είναι ένας ηθικός άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις, όπου η ηθική του απλούστατα δεν είναι η τρέχουσα της εποχής. Τα έχει με όλους και με όλα, με τους θεσμούς, τη κρατική μηχανή, τους ξένους, τους δειλούς, τους προδότες, τους πλούσιους, υποστηρίζει την ομάδα του, αλλά και τιμωρεί ανηλέητα οποιονδήποτε θεωρεί ικανό να τον προδώσει. Αγαπά την οικογένεια του, άσχετα αν έχει δύο γυναίκες, είναι πιστός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης. Όλοι μέσα στην οικογένεια, απ’ότι φαίνεται, γνώριζαν «τη δουλειά του μπαμπά», δινόντουσαν παραγγελίες για τραινάκια και άλλα πράγματα, η μικρή του κόρη έπαιζε με τη κουκούλα της δουλειάς, όλοι εν ολίγοις ήταν συμφιλιωμένοι με αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Στρατηγός δεν ήταν σκληρός άνθρωπος, αντίθετα, υπάρχουν σκηνές μέσα στη ταινία που σταματούν πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό, με αποκορύφωμα τη σταύρωση στο τραπέζι του μπιλιάρδου ενός στενού του συνεργάτη, γεγονός που είχε πράγματι συμβεί. Παρ’ όλα ταύτα, όταν πείθεται για την αθωώτητά του δεν αργεί να τον οδηγήσει ο ίδιος στο νοσοκομείο. Αντίθετα όταν μαθαίνει τη πράξη αιμομιξίας του στενού του συνεργάτη Γκάρυ τον τραυματίζει δήθεν τυχαία στο γόνατο. Εδώ όμως ο Στρατηγός προσπαθεί να προστατέψει την Μέι, ενώ αντίθετα, εκείνη την εποχή είχε ακουστεί ότι την είχε απειλήσει. Η υπόθεση δε με τα ναρκωτικά ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε πλήρως. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Στρατηγός και η συμμορία του ήταν πράγματι μπλεγμένοι στο εμπόριο ναρκωτικών, στη ταινία όμως υπερισχύει η αντίθετη άποψη, αρκετά ισχυρή ακόμα και στην εποχή της ότι ο Στρατηγός δεν είχε καμμία απολύτως σχέση με όλα αυτά. Ισως να ήταν και έτσι, κανείς δεν ξέρει πραγματικά. Ο Μπούρμαν πάντως δικαιολογεί συνεχώς τον Στρατηγό, του χαρίζεται, μας παρουσιάζει έναν σύνθετο αλλά ακαίρεο και άκρως ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Μια σύνθετη προσωπικότητα που κουβαλούσε το βάρος της μοίρας της. Σκληρός και τρυφερός, αστείος και σοβαρός, αρχηγός και μόνος, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια από το ζενίθ στο ναδίρ.

Ο Μπούρμαν θέλοντας να τονίσει τη τραγικότητα του ήρωα ξεκινά την ταινία με τον φόνο του. Ενα φόνο τόσο αριστοτεχνικά κινηματογραφημένο, που, όταν επανέρχεται στο τέλος της ταινίας, ο θεατής έχει φορτιστεί συναισθηματικά, γνωρίζει ότι ο Στρατηγός βγαίνει τώρα από το σπίτι του για να πάει να σκοτωθεί και νιώθει μια βαθιά θλίψη, έναν αποχωρισμό.
Διάφορες δε εξαιρετικές λεπτομέρειες στο σενάριο αναδεικνύουν τον χαρακτήρα που ο μύθος έχει δημιουργήσει. Ο Στρατηγός κυκλοφορεί πάντα με ένα θερμός ζεστό τσάι και μερικές φορές μάλιστα με δύο θερμός! Το ένα περιέχει τσάι με ζάχαρη και το άλλο σκέτο. Η ψυχραιμία του είναι τέτοια ώστε να θέλει να προσφέρει τσάι στους συνεργάτες του κάτω από τη μύτη της αστυνομίας, όταν περιμένουν να κάνουν τη ληστεία των πινάκων. Φορά δε μονίμως μπλουζάκια με γουρουνάκια, με ένα γουρουνάκι ή με τρία γουρουνάκια ή με πολλά γουρουνάκια όταν θέλουν να μπερδέψουν την αστυνομία.

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΜΑΝ είναι μάλλον διαφορετικός από τον πραγματικό. Αρκετά από τα στοιχεία της πραγματικής του ζωής υπάρχουν φυσικά στη ταινία, αλλά δεν πρόκειται επουδενί για μια πιστή βιογραφία. Ο Μπούρμαν κάνει στην ουσία μια κλασική γκανγκστερική ταινία πάνω σε μια θρυλική γοητευτική μορφή, όπως είναι εξάλλου οι περισσότεροι ήρωες αυτού του κινηματογραφικού είδους. Τα πραγματικά γεγονότα όμως που περιγράφονται σε αυτή τη ταινία είναι αρκετά πρόσφατα. Πολλοί από τους ήρωες της ταινίας είναι ακόμα και σήμερα ζωντανοί, είναι υπαρκτά πρόσωπα με ιστορία. Η επιλογή του ασπρόμαυρου φίλμ φάνηκε στον σκηνοθέτη απαραίτητη. Το ασπρόμαυρο έχει αυτή την ιδιότητα, να δίνει μια απόσταση στα πράγματα. Να καλεί το παρελθόν, να αφήνει μια διάσταση ονειρική να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Για τον Μπούρμαν, ο Στρατηγός έπρεπε να μείνει στη μνήμη σαν μια αρχετυπική φιγούρα, ένας μύθος και το ασπρόμαυρο προσδίδει πιο εύκολα αυτό το συμβολισμό. Αυτή η επιλογή, αυτή η αισθητική επιλογή προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στη παραγωγή της ταινίας. Έσπρωξε τον Μπούρμαν να κάνει την ταινία του έξω από τα κινηματογραφικά αμερικανικά στούντιο που θα τον υποχρέωναν να την γυρίσει έγχρωμη, ως απαραίτητη προυπόθεση για την εμπορικότητά της. Επίσης η επιλογή του βασικού ηθοποιού ήταν δεσμευτική για τη συνεργασία στη παραγωγή με τα μεγάλα στούντιο. Ο Μπρένταν Γκλίσον δεν εθεωρείτο ικανός να ανεβάσει στα ύψη το box-office! Κι όμως! Πόσο μεγάλο λάθος έκαναν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας κανείς θεατης δεν σκέφτεται ότι ο Μπρένταν Γκλίσον «παίζει» τον Στρατηγό. Ο Μπρένταν Γκλίσον είναι ο Στρατηγός, όπως ο Μάρλον Μπράντο είναι ο Νονός. Η δε σκηνοθεσία είναι εκπληκτικής φινέτσας και γι’ αυτό δίκαια τιμήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών. Δύο ανάποδες πανοραμικές κινήσεις στην αρχή της ταινίας, μια στο πτώμα του Κάιλ, μια στο πρόσωπο του επιθεωρητή Κένι, του ανθρώπου που τον κυνήγησε όσο κανένας άλλος όσο ήταν ζωντανός και η αντίστροφη κίνηση του φόνου, από το παρόν στο παρελθόν, δίνουν το έναυσμα για την αρχή της ιστορίας. Τα παιδικά χρόνια παρουσιάζονται γρήγορα με νεύρο και οικονομία των μέσων για να φτάσουμε στη φυλάκισή του και στα εξαιρετικά χρονικά περάσματα μέσα στον ίδιο χώρο. Συχνά στις σκηνές όπου τα πράγματα περιγράφονται, σε σκηνές δράσης, ο Μπούρμαν χρησιμοποιεί το χρονικό πέρασμα μέσα στον ίδιο χώρο και πολλές φορές μέσα στο ίδιο πλάνο. Αυτό το εύρημα το χρησιμοποιεί με εντυπωσιακό τρόπο στη φυλακή, ανάμεσα στις δύο ηλικίες και ανάμεσα στις δύο συναντήσεις, αυτής με τη γυναίκα του και αυτής με τον δικηγόρο του, αλλά το χρησιμοποιεί το ίδιο αποτελεσματικά στη σκηνή της ληστείας του χρυσοχοείου όταν καταστρέφουν την λάμπα. Παρόμοιο τέχνασμα χρησιμοποιεί όταν οι υπάλληλοι της τράπεζας μετρούν τα χρήματα, όπου με ένα απλό cut, το ένα άτομο που μετρά γίνονται δύο. Είναι άπειρες οι λεπτομέρειες που προσθέτουν πολυεπίπεδες αναγνώσεις των πλάνων. Αν προσέξει κανείς το τελευταίο πλάνο της ληστείας της τραπέζης θα δεί ότι ο ένας από τους δύο κλέφτες στρέφει το όπλο του προς τον κόσμο, ενώ το αμέσως επόμενο πλάνο είναι ο επιθεωρητής Κένι, λες και αυτόν ήθελε να απειλήσει ή να σκοτώσει. Ο θεατής το εισπράττει κι ας μην το έχει δεί. Οπως επίσης όταν ο Στρατηγός βγαίνει από τη τράπεζα με την επιταγή και την κουνά μπροστά στους δύο μασκοφόρους, αξίζει κανείς να προσέξει τις δύο απλές νότες του πιάνου που υποχρεώνουν το θεατή να δεί γρήγορα και χωρίς καμμία αμφιβολία τα δρώμενα.

Το ασπρόμαυρο μακρόστενο κάδρο αφήνει στο φόντο την εποχή και εστιάζει στα πρόσωπα, στα συναισθήματα, στις εσωτερικές συγκρούσεις. Είναι εντυπωσιακά όμορφη η σύνθεση στην τελευταία ανάκριση, όταν ο επιθεωρητής Κένι χάνει τη ψυχραιμία του και χτυπά τον Στρατηγό. Η λάμπα κινείται –αν και ποτέ δεν την βλέπουμε, το κάδρο είναι μακρόστενο και η λάμπα είναι ψηλά- περνώντας πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονται τοποθετημένα στα όρια του κάδρου, δημιουργώντας σκιές και φωτίσματα, ενώ το φλού με το νετ των προσώπων εναλλάσεται ανάλογα με τη ψυχική κατάσταση των ηρώων. Δύο ακίνητα πρόσωπα που μιλούν και αισθάνονται δημιουργούν μια χορογραφία. Μόνο το ασπρόμαυρο φίλμ και το μακρόστενο κάδρο θα μπορούσε να προσδόσει σε αυτή την γεμάτη συναισθήματα εικόνα την έννοια της μνήμης, την αίσθηση της απόστασης χωρίς να υπάρχει η υποχρέωση ενός αφηγητή.
Η ματιά του Μπούρμαν είναι άκρως τρυφερή, αγκαλιάζει με μεγάλη συμπάθεια αυτή τη τραγική φιγούρα, αυτή τη προσωπικότητα που βολόδερνε ανάμεσα στο καλό και το κακό. Γι’ αυτό και τον δικαιώνει με τον θάνατό του. Κανείς πραγματικά δεν ξέρει τι συμβαίνει σε κάποιον άλλο τη στιγμή του θανάτου του. Ολα είναι υποθέσεις, εικασίες, εικόνες που θα θέλαμε να είχαν συμβεί. Έτσι, ο Μπούρμαν βάζει τον Στρατηγό σε δύο στιγμές της ζωής του όταν βρέθηκε κοντά στο θάνατο, μία με την απειλή του όπλου του νεαρού του IRA και μια με το ζάχαρο, να θυμάται τη ζωή του, να θυμάται τον εαυτό του νέο, προκλητικό, γεμάτο δύναμη και χαρά να χάνεται σε ένα σοκάκι, να γλυτώνει απ’ όλους αυτούς που τον κυνηγούσαν, να λυτρώνεται. Κι όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα, ο Στρατηγός του Μπούρμαν είναι μια ταινία που όσο περνά ο καιρός τη σκέφτεσαι όλο και περισσότερο, αφήνει εικόνες στη μνήμη και έντονα συναισθήματα, σημάδια, χωρίς αμφιβολία ότι πρόκειται για μια μεγάλη ταινία.

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...
VITAPHONE H MOVIETONE? ( Ι )

Από τις πρώτες παρουσιάσεις του Kinétoscope το 1894 οι μηχανικοί και οι άνθρωποι του θεάματος προσπαθούσαν να βάλουν ήχο στον κινηματογράφο, να δημιουργήσουν συστήματα εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Άπειρες απόπειρες, άπειρες αποτυχίες. Το σημαντικότερο πρόβλημα όλων ήταν που θα χωρέσει ο ήχος πάνω στο φιλμ και πως θα παραμένει σύγχρονος. Επίσης η απαράδεκτη ποιότητα του ήχου καθυστερούσε την είσοδο του στον κινηματογράφο. Τα σημαντικότερα προβλήματα ήταν ο συγχρονισμός με την εικόνα και κυρίως η ενίσχυση του ήχου ώστε να ακούγεται καλά στην αίθουσα.
Χρειάστηκαν τριάντα τρία χρόνια για να γίνει πραγματικότητα αυτή που θεωρείται ως πρώτη ταινία με ήχο. Πρόκειται για την ταινία Ο Τραγουδιστής της Τζαζ (The Jazz Singer) του Άλαν Κρόσλαντ (Alan Crosland) με τον Άλ Τζόλσον (Al Jolson).
Μέσα σε αυτά τα τριάντα τρία το κοινό είχε εξοικειωθεί με τον ήχο στον κινηματογράφο, είτε αυτός παιζόταν από ζωντανές ορχήστρες και ειδικές ομάδες ανθρώπων, είτε από τις ταινίες που παρουσιάζονταν κατά καιρούς με διάφορα πειραματικά συστήματα ήχου, όπως Phonorama, Cinemacrophonographe, Chronomegaphone, Cinephone και άλλα.
Από το 1896 ο Auguste Baron, πρώην υπάλληλος των Αδελφών Lumière, κατάφερε να εγγράψει σύγχρονα (κλειδώνοντας την κάμερα σε σύγχρονο γύρισμα με ένα φωνόγραφο) αλλά μην έχοντας τη δυνατότητα αναπαραγωγής των δίσκων, η εφεύρεσή του έμεινε άχρηστη. O Charles Pathé με τον Ferdinand Zecca πειραματίζονται με τον ήχο από το 1899, όπως μας λέει ο μεγάλος ιστορικός Georges Sadoul. Επίσης, από το 1918 στην Γερμανία έχουν γίνει επιτυχείς κατά κάποιο τρόπο απόπειρες εγγραφής του ήχου πάνω στην ταινία, αλλά η Γερμανία τότε δεν ανήκε στις μεγάλες κινηματογραφικές βιομηχανίες και έτσι πολλές από αυτές τις εφευρέσεις δεν προχώρησαν. Παρ’όλα ταύτα, γύρω στα 1923 αρχίζουν να προβάλλονται με το σύστημα του Lee de Forest, Phonofilm, ταινίες μικρού μήκους με ήχο εγγεγραμμένο πάνω στην ταινία. Η ποιότητα όμως του ήχου ήταν μέτρια έως απαράδεκτη στην αναπαραγωγή τους στην αίθουσα.
Η ιστορία της γέννησης του κινηματογραφικού ήχου ακόμα γράφεται, διότι οι απόπειρες ήταν πολλές σε όλες τις περιοχές του πλανήτη και η καταγραφή τους ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Όμως η αμερικάνικη βιβλιογραφία μας δίνει επαρκείς πληροφορίες για το τι συνέβηκε στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή.

Το 1926 παρουσιάζεται σε μικρές δημόσιες προβολές το σύστημα Vitaphone, με τον ήχο εγγεγραμμένο σε δίσκο και ο πόλεμος του ήχου αρχίζει[1]. Η Warner, είναι η πρώτη εταιρεία που το υιοθετεί. Οι " Μεγάλοι 5 " (M.G.M, Universal, Paramount, First National και Producers'Distributing Corp./P.D.G.) δεν δέχονται να πληρώνουν δικαιώματα στην ανταγωνιστική εταιρεία λόγω φόβου απώλειας κύρους.
Αντίθετα, η Fox αρνείται να μπει στον πόλεμο των Talkies και στις 8 Γενάρη του 1927 υπογράφει με τη Warner αμοιβαίο συμφωνητικό για τη χρήση των συστημάτων ήχου σε όποιες αίθουσες, αυτές οι εταιρείες, είχαν τον έλεγχο.

Η Fox, εν τω μεταξύ, είχε ιδρύσει την Fox-Case Corporation η οποία είχε ως στόχο την ανάπτυξη και διάδοση του συστήματος ήχου εγγεγραμμένου επάνω στην ταινία. Λίγους μήνες αργότερα ο Harry Warner υποχρεώνεται να ανακοινώσει ότι πρόσθεσαν στη μηχανή τους ένα επιπλέον εξάρτημα κι έτσι μπορούν να παίζουν ταινίες Vitaphone και το σύστημα ...της Fox. H Fox-Case ονομάζει το σύστημά της Movietone.[2]

Πέρα από μικρές σποραδικές προβολές Movietone, η πρώτη μεγάλη δημόσια μεγάλη προβολή γίνεται στις 25 Μαίου 1927, στο Sam.H.Harris Theatre. Προβάλλεται η ταινία Seventh Heaven του Frank Borzage. Η μεγάλη επιτυχία του Movietone αρχίζει όταν προβάλλεται η Αυγή (Sunrise) του F.W.Murnau[3] με μουσική και ηχητικά εφέ, στις 23 Σεπτεμβρίου 1927, στο Times Square Theatre της Νέας Υόρκης.

Η Warner με το Vitaphone προβάλλει στις 6 Αυγούστου 1926 το Don Juan του Alan Crosland και στις 6 Οκτώβρη του 1927 παρουσιάζει τη μεγάλη επιτυχία του ίδιου σκηνοθέτη, το The Jazz Singer με τον Al Jolson στο Warner Theatre της Νέας Υόρκης. Η ταινία αυτή έμεινε στην ιστορία του σινεμά ως η πρώτη ομιλούσα ταινία αν και όπως αναφέραμε ήδη αυτό ιστορικά δεν είναι απολύτως σωστό. Δεν είχε ιδιαίτερους διαλόγους, μόνο τραγούδια συγχρονισμένα, μουσική φυσικά και ήχους. Σ' αυτή την ταινία, η ιστορία λέει, ότι ακούγεται από τον διάσημο, τότε, σταρ Al Jolson, η αξέχαστη φράση " Wait a minute. Wait a minute. You ain't heard nothin'yet!", η οποία ήταν φράση των γυρισμάτων που τελικά την άφησαν, ως συμβολική, μέσα στην ταινία. Όλο κι όλο το σύγχρονο γύρισμα της ταινίας δεν ήταν πάνω από δύο λεπτά!
Μέχρι το 1933 συνυπήρχαν και τα δύο συστήματα. Οι παραγωγοί έβγαζαν κόπιες και για τα δύο συστήματα για τις 200 περίπου αίθουσες τις Αμερικής. Σιγά, σιγά επιβλήθηκε το Movietone διότι ο δίσκος είχε σοβαρότατα προβλήματα συγχρονισμού.
Σήμερα, αντιμέτωποι με νέες τεχνολογικές εξελίξεις, ας αφήσουμε την ιστορία να μας θυμίσει ότι οι δύο τάσεις αναπαραγωγής του ήχου στην αίθουσα δεν είναι καινούργιες. Αυτές οι δύο, επιμένουν να ανταγωνίζονται ακόμα και σήμερα η μία την άλλη (Dolby Digital –DTS).

Τι προκάλεσε όμως αυτή την τεράστια επιτυχία της ταινίας; Δεδομένου ότι και οι μεγάλοι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες δεν ήταν ακόμα πραγματικά θετικοί απέναντι σε μια τόσο μεγάλη αλλαγή. Η επιτυχία της ταινίας αυτής κατά μεγάλη μερίδα των θεωρητικών και ιστορικών του κινηματογραφικού ήχου αποδίδεται στην καλύτερη ποιότητα της ηχητικής αναπαραγωγής στην αίθουσα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα ηχεία της αίθουσας τα οποία ήταν σχετικά κατευθυντικά και έσπρωχναν τον ήχο προς τον θεατή. Η ποιότητά τους ήταν πολύ καλύτερη από αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες απόπειρες.

Με την είσοδο του ήχου στον κινηματογράφο πολλά άλλαξαν στη κινηματογραφική γλώσσα. Ο βωβός κινηματογράφος πεθαίνει και παίρνει μαζί του μια ολόκληρη τεχνογνωσία που πρέπει να ξανά-ανακαλυφτεί.
Στην αρχή το μόνο σημαντικό ήταν να ακούγεται η φωνή. Η φωνή, που έμοιαζε πολύ με αυτήν που ακούμε συνήθως στο τηλέφωνο: μικρό εύρος μπάντας, κεντρικές συχνότητες, σκληρή χροιά. Τα μικρόφωνα ήταν μικρής ευαισθησίας και οι ηθοποιοί ήταν υποχρεωμένοι να φωνάζουν δυνατά. Η μηχανή λήψης ξανά ακινητοποιείται ή τέλος πάντων γίνεται πάλι δυσκίνητη για τεχνικούς λόγους.
Στην αρχή του ομιλούντος η κάμερα κλείστηκε σε ένα τεράστιο κουβούκλιο για να απομονώσει τους θορύβους κάτι που επηρέασε κατά πολύ την ελευθερία της. Πολύ σύντομα όμως οι κάμερες έμπαιναν σε φορητά κουβούκλια και μάλιστα μέσα μόλις το 1929 κατασκευάστηκαν κάμερες με ενσωματωμένο το μονωτικό υλικό το λεγόμενο blimp και βρήκαν την ανεξαρτησία τους. Ένα μικρόφωνο τοποθετημένο μόλις 2.5 μέτρα μακριά από την κάμερα, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να γράψει ήχο χωρίς το θόρυβο της μηχανής. Το δεν μπουμ αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 1927 και βελτιώνεται μέχρι το 1931 όπου πλέον το βρίσκει κανείς σε κάθε παραγωγή. Τα φώτα επίσης άλλαξαν, διότι επηρέαζαν τον ήχο, τα μικρόφωνα βελτιώθηκαν, η έννοια της διπλής μπάντας (μια για τον ήχο μια για την εικόνα) μπαίνει στη ζωή των κινηματογραφιστών.
Στα πρώτα τρία με τέσσερα χρόνια ο ήχος γραφόταν παράλληλα με την εικόνα στο ίδιο φιλμ. Έτρεχε 20 καρέ πιο μπροστά για να περάσει από τη δική του κεφαλή και τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Σύντομα όμως ο οπτικός ήχος άρχισε να γράφεται παράλληλα με την εικόνα στη δική του μηχανή λήψης, πάνω σε ειδικό φιλμ το λεγόμενο οπτικό φιλμ. Το φιλμ αυτό έπρεπε να εμφανισθεί και να τυπωθεί κανονικά όπως τα φιλμ εικόνας. Έτσι, τον ήχο δεν μπορούσε κανείς να τον ακούσει παρά μόνο αφού τυπωνόταν.
Συγχρόνως, καταργούνται οι ενδιάμεσοι τίτλοι διότι τους αντικαθιστά ο ηχητικός διάλογος. Κατά συνέπεια, η αισθητική αλλάζει, διότι οι μεσότιτλοι αποτελούσαν αφηγηματικές παύσεις οι οποίες πλέον δεν υπάρχουν. Αρχίζουν να γίνονται απαραίτητοι οι μεταγλωττισμοί για ταινίες που προβάλλονται και στο εξωτερικό . Το ντουμπλάζ γενικεύεται το ’34 με ’35.
Επίσης το μήκος των πλάνων αλλάζει. Την περίοδο 1912-1917 το μέσο μήκος πλάνου στις ΗΠΑ είναι 9,6 δευτερόλεπτα και στην Ευρώπη 15. Την περίοδο 1918-1923 το μήκος πέφτει στα 6,5 δευτερόλεπτα στις ΗΠΑ και 8,6 στην Ευρώπη. Το μέσο μήκος πλάνου στο Θωρηκτό Ποτέμκιν είναι 3 δευτερόλεπτα. Με την είσοδο του ήχου και για την περίοδο 1928-1933 το μήκος μεγαλώνει στα 10,8 για τις ΗΠΑ για να ξανακατέβει στα τέλη της περιόδου του ΄30 στα 8,5 και 12 στην Ευρώπη.[4]

Η βασικότερη τεχνική αλλαγή που συνέβηκε με την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο είναι η αλλαγή ταχύτητας των καρέ. Μέχρι τότε η προβολή της εικόνας ήταν στα 16 καρέ με 18 το δευτερόλεπτο. Το μάτι μπορούσε να δει τη συνέχεια μιας κίνησης με αυτή την ταχύτητα. Όταν ο οπτικός ήχος έγινε γεγονός η ταχύτητα αυξήθηκε κατά 50% έφτασε δηλαδή στα 24 καρέ για να μην «σκάει» η εικόνα του οπτικού ήχου. Αργότερα με το έγχρωμο ενώ υπήρξαν σκέψεις, για λόγους οικονομίας να επανέλθουν στα 16 καρέ είδαν ότι αν κατέβαιναν θα είχαν φαινόμενα φλίκερ και έτσι καθιερώθηκε ως στάνταρ τα 24 καρέ.

Οι αντιδράσεις από τη μεριά των μουσικών που εργαζόντουσαν στους κινηματογράφους της εποχής ήταν μεγάλες και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Κατά τη στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ το 1928 γύρω στις 20000 μουσικοί εργαζόντουσαν στους κινηματογράφους και μέσα σε δύο χρόνια 9.885, δηλαδή περίπου το 50% ήταν πλέον άνεργοι. [5] Οι κριτικοί επίσης του κινηματογράφου αντέδρασαν στην έλευση του ήχου, προσδίδοντας στον βωβό κινηματογράφο τον τίτλο της μεγάλης τέχνης που μέχρι πρότινος του αρνιόντουσαν. Όμως κάποιοι μουσικοί, προσελήφθηκαν από τις εταιρίες παραγωγής για τη μουσική των μιούζικαλ κυρίως. Το ζεύγος Gershwin, ο George και η Ira, προς τα τέλη του 1929 έκλεισε συμβόλαιο με την Fox για τη μουσική και τους στίχους του πρώτου μιούζικαλ της εταιρίας. [6] Παράλληλα όμως δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας για την προβολή της ταινίας. Εκεί που οι αίθουσες είχαν έναν υπεύθυνο προβολής και έναν βοηθό για να χειρίζονται μια μηχανή προβολής βωβών ταινιών, πλέον ήταν απαραίτητοι δύο εξειδικευμένοι υπάλληλοι να χειρίζονται τη μηχανή με ήχο. Επίσης, οι σύλλογοι των κουφών αντιστάθηκαν στην είσοδο του ήχου, διότι πλέον δεν καταλάβαιναν τις ταινίες, οι σύλλογοι των τυφλών όμως βρήκαν μια καινούργια διασκέδαση.

Ο ρόλος του σεναριογράφου επίσης άλλαξε. Πλέον ήταν απαραίτητο να γνωρίζει κανείς να γράφει διάλογο και μάλιστα αυτός ο διάλογος να είναι γλαφυρός και να ακούγεται καλά. Οι ηθοποιοί επίσης άλλαξαν. Πολλοί δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της τεχνικής που απαιτούσε ο νέος αυτός κινηματογράφος. Αρκετοί επίσης δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν στο χώρο αυτό λόγω ακαταλληλότητας της φωνής τους, άλλοι πάλι έγιναν διάσημοι από αυτό το μέχρι τότε άχρηστο χάρισμα. Κάποια από τα κινηματογραφικά είδη του βωβού κινηματογράφου σιγά, σιγά εξαφανίστηκαν, ενώ οι αστυνομικές ταινίες, και οι ταινίες μυστηρίου άρχισαν να ζουν μια μεγάλη άνθιση. Νέα είδη, όπως το μιούζικαλ και η gag κωμωδία -με πρωτοπόρους τους αδελφούς Μαρξ- εμφανίστηκαν.

Πρέπει φυσικά να διευκρινίσουμε ότι οι διαφωνίες εκείνη την εποχή με την είσοδο του ήχου στον κινηματογράφου δεν ήταν χωρίς λόγο. Ο ήχος των πρώτων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου ήταν πραγματικά απαράδεκτος. Σε κάποιες θέσεις στις αίθουσες η φωνή των ηθοποιών δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου, ενώ στις κεντρικές ήταν πολύ δυνατά. Έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ώστε αυτά τα τεχνικά προβλήματα να βελτιωθούν.
Στην Ευρώπη ανάλογα συστήματα με το Movietone άρχισαν να κυκλοφορούν. Εν τω μεταξύ όμως, οι αμερικάνικες εταιρίες που έλεγχαν τα δύο ηχητικά τους συστήματα απαγόρευαν στις αίθουσες να παίζουν ταινίες που δεν ήταν δική τους παραγωγή. Αν και αποδείχτηκε παράνομο από όλα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ο ενδιάμεσος χρόνος αρκούσε ώστε να δημιουργήσει πόλωση μεταξύ αμερικάνικου και ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Τέλος, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι τεχνικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην εικόνα (έγχρωμο φιλμ, μεγάλο φορμά) δεν επηρέασαν ποτέ τόσο δραστικά τη κινηματογραφική γλώσσα όσο την επηρέασαν οι εξελίξεις του ήχου. Η είσοδος του ήχου άλλαξε ολόκληρο τον κινηματογράφο. Έγινε άλλο είδος. Με την είσοδο του πολυκάναλου ήχου ανατράπηκε παντελώς η αφήγηση. Με τις εξελίξεις στην εικόνα δεν έχουμε δει τόσο ριζικές αλλαγές.

Σημειώσεις

[1] Οι κόπιες των 35mm δηλαδή, συνοδεύονταν από έναν δίσκο φωνόγραφου για κάθε μπομπίνα. [2] -Evan William Cameron: SOUND AND THE CINEMA, Redgrave Publishing Company, 1980.
-Harry M. Geduld: THE BIRTH OF THE TALKIES, Indiana University Press, 1975.
[3] Το Sunrise είναι η πρώτη ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη F.W.MURNAU στο Χόλιγουντ. Η Fox του παρείχε όλα τα μέσα της εποχής, μετά από την επιτυχία που είχαν στις Η.Π.Α. οι γερμανικές του ταινίες. Κατά Sadoul, η καλύτερη ταινία του Murnau.
[4] Αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται στο βιβλίο του Barry Salt «Film Style and Technology: History and Analysis», Starword, London, 1983 και 1992
[5] Monthly Labor Review, U.S. Bureau of Labor Statistics, Αύγουστος 1931, σελίδα 262, όπως αναφέρεται στο βιβλίο The Birth of Talkies, του Harry M. Geduld, Indiana University Press, 1975, σελ. 254
[6] Ibid, σελ. 256

Ηλέκτρα Βενάκη, 2001 -2007



Διαβάστε περισσότερα ...
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΗΧΟΥ ( Ι )

25 Ιουνίου 1925: Η Warner υπογράφει συμβόλαια με την Western Electric και η Vitaphone Corporation δημιουργείται.

6 Αυγούστου 1926: Η Warner παρουσιάζει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο της στην Ν. Υ. σε κοινό, το σύστημα της Vitaphone, δηλαδή ένας δίσκος συγχρονίζεται με την εικόνα στη διάρκεια της προβολής. Η ταινία είναι ο Don Juan όπου δεν υπάρχουν διάλογοι, αλλά η μουσική και κάποια εφέ είναι συγχρονισμένα με την εικόνα.

6 Οκτωβρίου 1927: Ο τραγουδιστής της Τζαζ ( Jazz Singer με τον All Jolson) της Warner, προβάλλεται με το σύστημα Vitaphone. Ταινία διάρκειας 80 λεπτών περιέχει περίπου δύο λεπτά ήχο.

25 Μαΐου 1927: O Έβδομος Ουρανός ( Seventh Heaven) της Fox προβάλλεται με οπτικό ήχο, εγγεγραμμένο πάνω στο φιλμ, όπου ακούγονται μουσικά κομμάτια. Το σύστημα αυτό της FOX ονομάζεται Movietone.

1928: Οι Eisenstein, Poudomn Alexandrov, δημοσιεύουν στο περιοδικό Jizh Iskoustva μανιφέστο εκφράζοντας τις επιφυλάξεις τους για την είσοδο του ήχου στον βωβό κινηματογράφο.

6 Ιουλίου 1928: Lights of New York, της Warner είναι η πρώτη 100% ομιλούσα ταινία.

1928: H Disney παρουσιάζει την πρώτη ταινία που έχει ντυθεί ηχητικά ολοκληρωτικά στο Post-production. Τίτλος: Steamboat Willie.

1935: Πρώτη δημόσια προβολή ταινίας με στερεοφωνικό ήχο στο Παρίσι, Ο Ναπολέων, του Abel Gance.

1940: Προβάλλεται η ταινία Fantasia της Disney με πολυκάναλο οπτικό ήχο.

1952: Πρώτη προβολή του συστήματος Cinerama με ξεχωριστό 7κάναλο μαγνητικό ήχο.

1953: Πρώτη προβολή ταινίας Cinemascope με 4 κανάλια μαγνητικού ήχου, πάνω στην κινηματογραφική κόπια.

1955: Πρώτη προβολή της ταινίας Oklahoma! στο σύστημα Todd AO με ξεχωριστό εξακάναλο μαγνητικό ήχο.

1967: Παρουσιάζεται το σύστημα ΙΜΑΧ στην έκθεση του Montreal , στον Canada.

1972: Το Κουρδιστό Πορτοκάλι χρησιμοποιεί Dolby noise reduction για όλες τις premix και τα master ( για κόπιες με συμβατό μονοφωνικό οπτικό ήχο).

1974: Στο Φεστιβάλ Κανών παρουσιάζεται η ταινία Callan με οπτικό μονοφωνικό ήχο κωδικοποιημένο με Dolby A noise reduction.

1975: Lisztomania η πρώτη ταινία που παίχτηκε στους κινηματογράφους με Dolby Stereo.

1976: A Star is Born πρώτη ταινία με Dolby Stereo οπτικό ήχο με κωδικοποιημένα surround effects.

1977: Το Star Wars βγαίνει σε 46 αίθουσες με Dolby Stereo (και σε 70mm).

1977: Αποκάλυψη Τώρα είναι η πρώτη ταινία 70mm με ήχο stereo surround.

1982: Return of the Jedi είναι η πρώτη ταινία που προβλήθηκε σε αίθουσες επανδρωμένες με το σύστημα ΤΗΧ.

1987 (Ιούλιος): Πρώτη ταινία με Dolby SR το Robocop και Innerspace.

1990 (Απρίλιος): Το Dick Tracy του Warren Beatty προβάλλεται με το σύστημα Cinema Digital Sound (CDS) της Kodak και Optical Radiation Corporation.

1991 (Ιούνιος): Cyrano de Bergerac παρουσιάζεται στο Παρίσι με το σύστημα L.C. Concept

1992 (Ιούνιος): Batman Returns, πρώτη ταινία σε Dolby Stereo Digital

1993: Η ταινία του Spieleberg, Jurrassik Park , παίζεται στους κινηματογράφους με το νέο σύστημα DTS

1993: To Last Action Hero είναι η πρώτη ταινία που προβάλλεται στο σύστημα SDDS

1999: Star Wars The Phantom Menace με Dolby Digital Surround EX
Διαβάστε περισσότερα ...

ΟΠΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΗΧΟΣ (Τ)

Ο ήχος στον κινηματογράφο - όσο και αν φαίνεται περίεργο - είναι οπτικός. Δηλαδή, στις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες, είτε είναι μονοφωνικές είτε πολυκάναλες, ο ήχος υπάρχει στην άκρη της εικόνας, στη γραφική του αναπαράσταση (δύο ίδιες εγγραφές, για λόγους ασφαλείας) όπως τη βλέπουμε στα βιβλία της φυσικής.
Κατά καιρούς οι κινηματογραφιστές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν μαγνητικό ήχο, δηλαδή μαγνητική επίστρωση στην άκρη της εικόνας, ίδια και απαράλλακτη με αυτή των κοινών μαγνητοφώνων. Αυτός ο ήχος έχει σαφώς καλύτερη ποιότητα από τον οπτικό, είναι όμως πολύ πιο ακριβός και πολύ πιο ευαίσθητος στη συχνή χρήση. Μόνο οι ταινίες 70mm συνεχίζουν να έχουν μαγνητικό ήχο, διότι είναι ήδη πολύ ακριβές και το επιπλέον κόστος του ήχου δεν είναι απαγορευτικό. Οι ταινίες που βλέπουμε στην Ελλάδα είναι 35mm και φέρουν οπτικό ήχο. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι μόνο σ' αυτό το τελικό στάδιο, πριν τη προβολή, ο ήχος γίνεται οπτικός. Σε όλες τις προηγούμενες διαδικασίες, στη λήψη, στο μοντάζ και στη μίξη χρησιμοποιείται μαγνητικός ή και ψηφιακός ήχος.

Από την αρχή του κινηματογράφου μέχρι το τέλος της «αναλογικής περιόδου» οι συνθήκες προβολής έχουν αλλάξει ελάχιστα. Η προβολή μιας ταινίας «τρέχει» με 24 καρέ το δευτερόλεπτο και ο ήχος παραμένει έως σήμερα γραμμένος πάνω στην κινηματογραφική κόπια, στην οπτική του μορφή. Η εικόνα περνά μπροστά από τον φακό της προβολής ενώ ο οπτικός ήχος "διαβάζεται" από διαφορετική κεφαλή η οποία είναι προσαρμοσμένη πάνω στη μηχανή προβολής.
Το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm, στον οποίο χωρούσε μέχρι την επανάσταση της Dolby η διπλή εγγραφή της ίδιας ηχητικής μονοφωνικής μίξης.

Η ανάγκη στερεοφωνικού ήχου στον κινηματογράφο είναι πολύ παλιά. Όμως, το ηχητικό πεδίο που ανταποκρίνεται στη στερεοφωνία είναι πολύ πιο περιορισμένο από αυτό του μονοφωνικού ήχου. Μόνο οι θεατές που θα καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας θα απολάμβαναν στερεοφωνικά τη ταινία. Οι υπόλοιποι, αδικημένοι, θα άκουγαν περισσότερο το δεξί ή το αριστερό κανάλι, ανάλογα με τη θέση που θα καθόντουσαν. Ένα κεντρικό κανάλι ήταν απαραίτητο για την σωστή τοποθέτηση του ήχου μέσα στην οθόνη για τους θεατές που δεν καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας. Έτσι, οι απόπειρες στράφηκαν στη τετραφωνία. Εκτός από το δεξί και αριστερό κανάλι εκπομπής προστέθηκαν άλλα δύο: ένα στο κέντρο και ένα τέταρτο, στο βάθος της αίθουσας. Τα τρία πρώτα κανάλια, το αριστερό, το κεντρικό και το δεξί βρίσκονται πίσω από την οθόνη ενώ το τέταρτο, το λεγόμενο surround, βρίσκεται μέσα στην αίθουσα. Tα ηχεία του surround βρίσκονται πιο κοντά στους θεατές, απ' ότι τα ηχεία της οθόνης. Για να μην είναι κυρίαρχα και να μην αναγνωρίζεται η πηγή εκπομπής, το κανάλι αυτό ακούγεται με μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τα κανάλια της οθόνης, δίνοντας τη ψευδαίσθηση ότι όλοι οι ήχοι ξεκινούν από την εικόνα.
Αυτή είναι η βασική αρχή της τετραφωνίας στον κινηματογράφο, που όλοι πλέον την αποκαλούμε απλοϊκά surround.
Το θέμα είναι γιατί άργησε τόσο πολύ η τετραφωνία να κερδίσει τον κινηματογράφο και ποιος είναι ο ρόλος της εταιρείας Dolby;
Ο βασικότερος λόγος είναι οι φυσικοί περιορισμοί του ίδιου του φιλμ, ως υλικού της ηχητικής εγγραφής, αλλά η εταιρεία Dolby βρήκε τη λύση και κυριάρχησε, τελικά, στην κινηματογραφική βιομηχανία, όσον αφορά τις ταινίες με αναλογικό ήχο.
Τα βασικά προβλήματα με τον οπτικό ήχο ήταν δύο: Ο θόρυβος βάσης, το λεγόμενο φύσημα, που υπάρχει στον οπτικό ήχο και ο περιορισμένος χώρος που έχει πάνω στο φιλμ. Τον θόρυβο βάσης η εταιρία Dolby τον περιόρισε από το στάδιο του μιξάζ ακόμα και στις μονοφωνικές ταινίες με τον αποθορυβοποιητή Dolby A από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Για να έχουμε τετραφωνία όμως, χρειαζόντουσαν τέσσερα τουλάχιστον κανάλια ήχου. Αλλά, τέσσερα κανάλια δε χωρούν σε δύο αναπαραστάσεις του οπτικού ήχου.

Η ΛΥΣΗ DOLBY

Και τότε, η εταιρεία Dolby σκέφτηκε... ότι χωρούν! Πρόσθεσε και τον γνωστό από την εποχή του μονοφωνικού κινηματογράφου αποθορυβοποιητή Dolby A και έδωσε τη λύση.
Η σκέψη ήταν απλή. Αντί οι οπτικές αναπαραστάσεις να φέρουν τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες, μπορούσαν να φέρουν διαφορετικές. Αυτό πραγματοποιείται με μια κωδικοποίηση, 4 κανάλια σε 2 (encoding) κατά τη διάρκεια της τελικής μίξης όλων των ήχων της ταινίας, σύμφωνα με τις αισθητικές απαιτήσεις του δημιουργού, δηλαδή, τι θα ακούγεται από ποιο κανάλι. Κατά τη διάρκεια της προβολής στην αίθουσα, λειτουργεί η αποκωδικοποίηση 2:4 (decoding) και έχουμε ξανά τους ήχους μοιρασμένους στις τέσσερις μεριές, όπως το έχει φανταστεί ο σκηνοθέτης με τους συνεργάτες του.
Το πρόβλημα του φυσήματος λύθηκε με έναν αποθορυβοποιητή τύπου Dolby A, (ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και σε μονοφωνικές ταινίες) ή Dοlby SR (spectral recording). Ο Dolby A εμφανίζεται στην αγορά το 1967, ενώ ο Dolby SR, πιο εξελιγμένος αποθορυβοποιητής, που παίρνει υπ' όψιν του τη συμπεριφορά του ανθρώπινου αυτιού, εμφανίζεται μόλις το 1987. Το σύστημα αυτό φτάνει λίγο αργοπορημένα διότι εν τω μεταξύ έχει εμφανισθεί η ψηφιακή εγγραφή του ήχου πάνω στο υλικό. Για τον αναλογικό όμως ήχο παραμένει η εγγύηση της καλύτερης ποιότητας.
Η κινηματογραφική ταινία 35mm, με αναλογικό ήχο, που έχει χρησιμοποιήσει ένα από τα δύο συστήματα Dolby, φέρει το ανάλογο λογότυπο στο τέλος των τίτλων. Για να προβληθεί σωστά, η αίθουσα πρέπει να είναι επανδρωμένη με το ανάλογο σύστημα. Δηλαδή, μία ταινία που φέρει το λογότυπο Dolby Stereo, μπορεί να παιχτεί σε μία αίθουσα με το ανάλογο ηχητικό σύστημα. Μια αίθουσα με το λογότυπο Dοlby Stereo SR αποδίδει πιστά ταινίες μιξαρισμένες με το σύστημα Dolby SR.


Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...

ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΗΧΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Ο κινηματογράφος μαζί με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση χρησιμοποιούσαν μέχρι πρόσφατα και χρησιμοποιούν ακόμη σε μεγάλο ποσοστό τον αναλογικό ήχο. Αυτή η καθυστέρηση, οφείλεται, από τη μια, στο γνωστό σκεπτικισμό των επαγγελματιών, από την άλλη όμως είναι αρκετά πολύπλοκη και ακριβή η προσαρμογή όλων των μηχανημάτων μιας τόσο μεγάλης παραγωγής οπτικοακουστικών προϊόντων. Και χρειάζεται χρόνος.

Στον κινηματογράφο, η ψηφιακή εγγραφή του ήχου στη διάρκεια του γυρίσματος ή στο στάδιο του μοντάζ και του μιξάζ έχει κερδίσει έδαφος εδώ και πολύ καιρό ακόμη και στην Ελλάδα. Το κόστος του δεν είναι μεγάλο και τ' αποτελέσματα έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Υπάρχουν "παντρέματα" αναλογικού ήχου, π.χ της πρόζας, με μουσική γραμμένη ψηφιακά και ψηφιακά ηχητικά εφφέ με ήχους αναλογικούς βροχής, αέρα ...

Το πρόβλημα ήταν και παραμένει στο στάδιο της τελικής κόπιας, αυτής δηλαδή που θα βγει στην αίθουσα. Η κόπια που φτάνει στους κινηματογράφους έχει τον ήχο εγγεγραμμένο στο ένα της άκρο και είναι οπτικός. Ο οπτικός αναλογικός ήχος ήταν μέχρι πρότινος αξεπέραστος. Η μαγνητική επίστρωση, όντας πανάκριβη και λίαν ευαίσθητη, δεν κέρδισε την μαζική παραγωγή ταινιών στο εμπορικό format των 35mm. Χρησιμοποιήθηκε μόνο στις ακριβές υπερπαραγωγές των 70mm, και ελάχιστοι τυχεροί κατάφεραν να απολαύσουν τον υπέροχο ήχο της στις μετρημένες στα δάχτυλα επανδρωμένες με αυτό το σύστημα κινηματογραφικές αίθουσες. Έτσι, οι άνθρωποι του κινηματογράφου ζουν εδώ και χρόνια με τον εφιάλτη του οπτικού αναλογικού ήχου, τις εγγενείς δυσκολίες και περιορισμούς που έθετε το ίδιο το υλικό: φθορά από τη χρήση, δημιουργία ενοχλητικού βόμβου που κουράζει τον ακροατή, περιορισμοί της έντασης... Στην καλύτερη περίπτωση (αυτής του Dolby) υπάρχουν ακόμη περιορισμοί στη χρήση των καναλιών ήχου λόγω της κωδικοποίησης 4:2:4.

Μέσα στα χρόνια, μετά το '50 κυρίως, όπου οι αισθητικές αναζητήσεις των κινηματογραφιστών απλώθηκαν και στον τομέα του ήχου, η έλλειψη εκφραστικών δυνατοτήτων που οφειλόταν καθαρά σε τεχνικά προβλήματα και κυρίως στις περιορισμένες αντοχές του οπτικού, απογοήτευαν οικτρά μιξέρ και σκηνοθέτες που ήταν ευχαριστημένοι από την μίξη στο μαγνητικό. Όλα αυτά προκάλεσαν κάποια βήματα, έστω δειλά ή ακόμη και αποτυχημένα προς τη κατεύθυνση αντικατάστασης του οπτικού υλικού με κάποιο άλλο.

Ο ψηφιακός ήχος ήταν η λύση που θα μπορούσε να απελευθερώσει τη καλλιτεχνική έκφραση και να δημιουργήσει έναν κινηματογραφικό ήχο ισάξιο σε ποιότητα ή τουλάχιστον έντιμα ανταγωνιστικό προς τον οικιακό, των Hi-fi.
Υπήρξαν πρακτικές δυσκολίες ως προς την εφαρμογή του στον κινηματογράφο που δημιούργησαν μεγάλες καθυστερήσεις στην χρησιμοποίηση του. Στο χώρο τοποθέτησης του ψηφιακού ήχου (το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm), στο πως θα διαβαζόταν, και διάφορα άλλα.

Τα ψηφιακά συστήματα ήχου για κινηματογραφική προβολή 35mm, σχεδιάστηκαν για να αναπαράγουν ήχο πλήρους εύρους συχνοτήτων, με έξι ξεχωριστά κανάλια ικανά να δημιουργήσουν ένα ηχητικό τρισδιάστατο πεδίο που θα απλώνεται μέσα στην αίθουσα και θα αγκαλιάζει τον θεατή. Πιστεύοντας πάντα, ότι ο ήχος πρέπει να γεννιέται από την εικόνα, τα τρία κύρια κανάλια βρίσκονται πίσω από την οθόνη, όπως ακριβώς τα αντίστοιχα του τετρακαναλικού αναλογικού Dolby. Τα περιφερειακά κανάλια γίνονται δύο και αφιερώνεται ένα ολόκληρο κανάλι στο μπάσο (το subwoofer) που επιτρέπει την απόλαυση του βαθύ χαμηλού. Το σύνολο των 6 ξεχωριστών καναλιών προσφέρει νέες εκφραστικές δυνατότητες στους δημιουργούς και, βέβαια, νέα προβλήματα.

Η βασική καινοτομία του ψηφιακού ήχου στον κινηματογράφο, πέρα από την υψηλή ακουστική του ποιότητα είναι οι ευκολίες και οι νέες δυνατότητες που παρέχει στο μιξάζ της ταινίας. Επειδή τα κανάλια δεν περνούν από την κωδικοποίηση 4:2:4, αλλά είναι ξεχωριστά, δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση τους. Μπορούμε κάλλιστα να μην έχουμε κανέναν ήχο στο κέντρο ή σε κάποιο άλλο κανάλι και να μοιράζουμε τους ήχους με απόλυτη ακρίβεια και ελευθερία. Αυτό έλυσε τα χέρια των σκηνοθετών και των συνεργατών τους, που μπορούν πλέον να πειραματιστούν δημιουργώντας τολμηρότατες αισθητικές και αφηγηματικές προτάσεις.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Οι πρώτες απόπειρες ψηφιακού ήχου πάνω στην τελική κόπια έγιναν το 1990 από την Kodak και την Optical Radiation Corporation. Oι εταιρείες αυτές παρουσιάζουν στις 17 Απριλίου του 1990 το σύστημα CDS (Cinema Digital Sound) και η πρώτη ταινία με εγγεγραμμένο ψηφιακό ήχο στην άκρη της εικόνας είναι το Dick Tracy του Warren Beatty. Επίσης, το Terminator2 του James Cameron είχε και αυτό, χρησιμοποιήσει το ηχητικό σύστημα CDS. Στην αρχή αφορούσε μόνο ταινίες 70mm, δηλαδή τις πανάκριβες υπερπαραγωγές και το σημαντικότερο, δεν είχε αναλογικό οπτικό κανάλι (είχε αφιερώσει όλο το χώρο στον ψηφιακό ήχο). Με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παίζεται στη πλειοψηφία των αιθουσών οι οποίες είχαν μόνο την απλή οπτική κεφαλή και δεν ήταν επανδρωμένες με αυτό το σύστημα. Όντας δύσχρηστο και ακριβό, δεν κατάφερε να επιβληθεί στην αγορά.
Παράλληλα, στη Γαλλία το σύστημα L.C.Concept προτείνει το διαχωρισμό της εικόνας από τον ήχο. Πάνω στην εικόνα δεν υπάρχει πλέον ο ήχος αλλά ένας κωδικός (SMPTE) που επιτρέπει τον συγχρονισμό ενός ψηφιακού οπτικό-μαγνητικού δίσκου που περιέχει τον ήχο.
Αυτό το σύστημα διαχωρισμού εικόνας και ήχου, είχε απασχολήσει και την εταιρεία Studer που μαζί με την Philips πρότειναν τη χρήση ενός CD-I για το "διάβασμα" του ήχου. Το σύστημα όμως αυτό ποτέ δεν έγινε εμπορεύσιμο.
Το γαλλικό L.C.Concept λειτούργησε στη Γαλλία και η πρώτη ταινία που προβλήθηκε με αυτό το σύστημα ψηφιακού ήχου ήταν το Cyrano de Bergerac του Jean-Paul Rappeneau στις 25 Ιουνίου 1991.
Δεν κατάφερε να επιβληθεί στην Αμερικάνικη αγορά και οι αίθουσες δεν επενδύουν σ' αυτό, αφού η μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο δεν το έχει υιοθετήσει. Επιμένει όμως, και υπάρχουν κάποιες αμερικάνικες παραγωγές που το χρησιμοποίησαν στις κόπιες που παίζονται στην Γαλλία, αφού υπάρχει δίκτυο διανομής σε αυτό το σύστημα. Κάποιες από αυτές είναι: το Βασικό Ένστικτο, το Arizona Dream, το Heaven and Earth, το Free Willy και Tα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ...

Σήμερα, 3 συστήματα Αμερικάνικων εταιρειών έχουν επιβληθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. Τα Dolby Stereo Digital (DSD), το Sony Dynamic Digital Sound (SDDS) και το Digital Theater Sound (DTS).
Τα δύο πρώτα φέρουν τον ψηφιακό ήχο πάνω στην κόπια ενώ το DTS χρησιμοποιεί για τον ήχο δύο δίσκους CD-ROM.
Στη μέθοδο με εγγραφή του ήχου πάνω στο οπτικό υλικό, το μειονέκτημα είναι ότι ο χώρος που υπάρχει διαθέσιμος για τον ήχο είναι πολύ περιορισμένος για να χωρέσει πολλά αναλογικά κανάλια ή ψηφιακά δεδομένα χωρίς συμπίεση. Το "spot", η μονάδα πληροφορίας στον ψηφιακό κινηματογραφικό ήχο, είναι πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις από αυτή του CD. Συγχρόνως, το "spot" πρέπει να μεταφέρει πληροφορίες 6 καναλιών αντί για δύο. Υποχρεωτικά λοιπόν υπάρχει απώλεια ηχητικού σήματος λόγω συμπίεσης δεδομένων που θεωρητικά δεν την αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί!!
Στο δεύτερο σύστημα, του συγχρονισμού της προβολής της εικόνας μ' έναν δίσκο ψηφιακό πλέον, είτε λέγεται CD-I (χρησιμοποιήθηκε από το CDS), ή CD-ROM (χρησιμοποιείται από το DTS), ή οπτικο-μαγνητικός (του L.C.Concept) τα δεδομένα και τα μειονεκτήματα είναι τελείως διαφορετικά. Η συμπίεση, μπορεί να είναι πολύ μικρότερη, ακόμη και ανύπαρκτη. Αλλά το πρόβλημα είναι (ή μάλλον ήταν) στο υλικό και στις δυσκολίες που δημιουργούνται από την ίδια τη φύση του φιλμ. Το φιλμ, από τη χρήση ή άλλη αιτία μπορεί να κοπεί και να χαθούν κάποια καρέ, κάποιες εικόνες. Το ηχητικό μέρος όμως που τους αναλογεί υπάρχει στον ψηφιακό δίσκο. Αν δεν καταργηθούν με κάποιο τρόπο αυτά τα ηχητικά δεδομένα η ταινία είναι ασύγχρονη. Ο συγχρονισμός βέβαια γίνεται αυτόματα πλέον από την ανάγνωση του time code. Έτσι, ο δίσκος διαβάζει πάντα τον κωδικό που αναλογεί στην εικόνα και αφήνει στην άκρη αυτούς που έχουν χαθεί. Οι υπέρμαχοι του ήχου πάνω στην ταινία, υποστηρίζουν ότι, λόγω της διανομής μιας ταινίας σε πολλές αίθουσες, υπάρχει κίνδυνος μπερδέματος των δίσκων με αποτέλεσμα να γίνονται λάθη ή ακόμη και να μην φτάσουν ποτέ στη καμπίνα προβολής.
Σήμερα στην αγορά κυριαρχούν και τα τρία συστήματα, οι συζητήσεις δε για τις διαφορές ποιότητας έχουν μειωθεί στο ελάχιστο μιας και το συχνότερο φαινόμενο είναι η τριπλή παρουσία στις ταινίες αμερικάνικης παραγωγής και η παρουσία της Dolby ή του DTS στην υπόλοιπη παγκόσμια παραγωγή.

DOLBY SR.D ή Dolby Digital

Το Dolby Digital Sound εμφανίζεται στην αγορά το 1992 με την ταινία Batman Returns. Πρόκειται για ένα διπλό σύστημα που φέρει αναλογικό οπτικό ήχο Dolby SR και ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι γραμμένος ο ψηφιακός, ώστε σε περίπτωση έλλειψης ή βλάβης του ψηφιακού συστήματος να μπορεί να διαβαστεί ο αναλογικός ήχος. Η ψηφιακή εγγραφή έχει 6 ξεχωριστά κανάλια. Τα τρία γνωστά αριστερό, κέντρο, δεξιό, δύο κανάλια surround και ένα Subwoofer. Λόγω της ασυνέχειας της ψηφιακής εγγραφής και της μεγάλης ποσότητας πληροφορίας που περιέχει το DSD ή αλλιώς Dolby SR.D χρησιμοποιεί μεγάλη συμπίεση του ηχητικού σήματος σε αναλογία 10 προς 1. Ο χώρος βέβαια, ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι μεγάλος αλλά αρκετά ευαίσθητος στο να φθαρεί ή να σκιστεί από τα συχνά περάσματα του φιλμ στη μηχανή προβολής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την συχνή επιστροφή του ήχου στο αναλογικό track κατά τη διάρκεια της προβολής. Το ψηφιακό σήμα τυπώνεται στο ίδιο φιλμ με τον αναλογικό ήχο και περνά από τον ίδιο οπτικό εγγραφέα που περνά και το αναλογικό track. Ο οπτικός εγγραφέας υπήρχε ήδη σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά εργαστήρια και με μια ανάλογη μετατροπή εγγράφει και το ψηφιακό σήμα.
Για να προβληθεί μια ταινία με Dolby SR.D, χρειάζεται επιπλέον η κατάλληλη κεφαλή ανάγνωσης του ψηφιακού σήματος, η οποία προσαρμόζεται πάνω στην μηχανή προβολής και ένας ψηφιακός αποκωδικοποιητής. Βέβαια, εξίσου σημαντική είναι η αναβάθμιση της ακουστικής της αίθουσας.
Το Dolby SR.D δεν βρήκε ιδιαίτερες δυσκολίες να κυριαρχήσει στην αγορά, διότι οι περισσότερες αίθουσες είχαν ήδη το αναλογικό του σύστημα και με ελάχιστες μετατροπές μπορούσαν να δεχτούν το ψηφιακό.

SONY SDDS

Το SDDS της εταιρείας Sony κάνει την εμφάνιση του το καλοκαίρι του 1993, συγχρόνως με το DTS. Πρώτη ταινία με αυτό το ηχητικό σύστημα ήταν το Last Action Hero.
Το SDDS χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα με τo Dolby, δηλαδή εγγραφή του ψηφιακού σήματος πάνω στην ταινία, στις δύο άκρες του φιλμ, θέση εξίσου αν όχι πιο ευαίσθητη απ' αυτήν της Dolby. Στην κόπια υπάρχει αναλογικό οπτικό track Dolby Stereo (A ή SR). Και τα δύο tracks τυπώνονται στο ίδιο φιλμ. Η θέση όμως του ψηφιακού σήματος (στις άκρες της ταινίας) και η δυσκολία εγγραφής της πληροφορίας σ' αυτά τα σημεία υποχρέωσε την Sony να κατασκευάσει ειδικούς οπτικούς εγγραφείς για τα εργαστήρια. Σήμερα υπάρχουν ακόμη ελάχιστες τέτοιες μηχανές και το κόστος τους είναι αρκετά υψηλό.
Ο εξοπλισμός που αφορά την αίθουσα αποτελείται από ένα σύστημα ανάγνωσης της ψηφιακής πληροφορίας και έναν αποκωδικοποιητή ο οποίος αναπαράγει τον ψηφιακό ήχο. Ο ήχος του SDDS περιέχει 8 κανάλια, τα έξι γνωστά από το Dolby, συν ένα αριστερό/ κέντρο και ένα δεξί/ κέντρο. Σε περίπτωση όπου η αίθουσα δεν έχει τις ανάλογες εγκαταστάσεις για να αποδώσει τα 8 κανάλια, μπορεί να γίνει εξακάναλη αναπαραγωγή του ήχου. Η συμπίεση των ψηφιακών δεδομένων είναι μικρότερη από αυτή του Dolby SR.D, της τάξης 6/1. Το ενδιαφέρον με το σύστημα της Sony είναι ότι αν η ψηφιακή πληροφορία δεν μπορεί να διαβαστεί λόγω πολυχρησιμοποιημένης κόπιας και γενικότερης φθοράς, πριν περάσει στη λύση του αναλογικού back-up, χρησιμοποιεί ένα δεύτερο ψηφιακό σύστημα. Μπορεί για ολόκληρα 17 καρέ να υποστεί φθορά και να παραμείνει στο ψηφιακό!!!
Το σύστημα της Sony είναι το ακριβότερο από τα τρία, αλλά η εταιρεία συνεχίζει δημιουργεί ιδιαίτερα δελεαστικές προσφορές με σκοπό να κερδίσει μεγάλο κομμάτι της αγοράς.

DTS

Το outsider DTS από το Westlake Village της Καλιφόρνια, το 1993 κερδίζει την εμπιστοσύνη του Steven Spielberg και χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ταινία Jurassic Park. Εντυπωσιακά γρήγορα κερδίζει την αγορά σε αντίθεση με την χλιαρή υποδοχή που είχαν κάνει στα προηγούμενα ψηφιακά συστήματα οι αιθουσάρχες και οι κινηματογραφικές βιομηχανίες. Το σύστημα αυτό ξεχωρίζει την εικόνα από τον ήχο. Κάθε ταινία συνοδεύεται από 2 δίσκους CD-ROM που περιέχουν το ψηφιακό soundtrack. Πάνω στο φιλμ βρίσκεται εγγεγραμμένος ανάμεσα στον αναλογικό ήχο και την εικόνα μόνο ο κωδικός που οδηγεί τα CD-ROM.
Μην έχοντας το περιορισμό του χώρου του φιλμ για την αποθήκευση των δεδομένων, το DTS προσφέρει μικρότερη συμπίεση από τα άλλα δύο συστήματα, της τάξης του 4/1 και διαθέτει κι αυτό 6 ξεχωριστά κανάλια.
Παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια διότι η φθορά της κόπιας δεν επιβαρύνει στο ελάχιστο τον ήχο. Επίσης, μόνο με αυτό το ψηφιακό σύστημα, σε περίπτωση doublage της ταινίας σε άλλη γλώσσα, οι παραγωγοί δεν είναι υποχρεωμένοι να τυπώσουν άλλη κόπια μιας και ο ήχος δεν βρίσκεται πάνω σ' αυτήν.(Όπως είναι ευνόητο, το ίδιο συμβαίνει και με το L.C.Concept).
Σε περίπτωση, δε, κάποιου προβλήματος κατά τη διάρκεια της προβολής, ή ελλείψει ανάλογου συστήματος ανάγνωσης στην αίθουσα, ο ήχος γυρίζει στο οπτικό αναλογικό τετρακαναλικό Dolby ( Α ή SR), ή οποιοδήποτε άλλο συμβατό, το οποίο συνυπάρχει στην κόπια.
Χάριν στην υποστήριξη του Spielberg και την έμμεση πίεση που άσκησε στους αιθουσάρχες να εγκαταστήσουν το σύστημα για την προβολή του Jurassic Parc, η Universal το υιοθέτησε ως ηχητικό σύστημα της εταιρείας της. Από τότε, με καλπάζουσα ταχύτητα, οι εταιρείες παραγωγής και κατ' επέκταση οι αιθουσάρχες επενδύουν σ' αυτό. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με το αναλογικό οπτικό Dolby στις αρχές της δεκαετίας του '70 για τα έπη των Spielberg και Lucas!

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΧ

Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Georges Lucas, παρακολουθώντας σε διάφορες αίθουσες τη ταινία του Star Wars, απογοητεύτηκε οικτρά από τη φτωχή απόδοση της ηχητικής του μπάντας στην αίθουσα, ενώ είχε κάνει πολύ λεπτομερή δουλειά στους ήχους, κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Πολλοί σκηνοθέτες νοιώθουν την ίδια απογοήτευση μέσα στην αίθουσα, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επέμβουν. Ο Lucas είχε, και ευτυχώς, το έκανε.
Έτσι δημιουργήθηκε το σύστημα ΤΗΧ που αφορά την ποιότητα της ακουστικής της αίθουσας. Για να μην υπάρξει σύγχυση, πρέπει να (ξανά)πούμε ότι το ΤΗΧ δεν είναι ανταγωνιστής της Dolby, της DTS ή του SDDS ούτε συγκρίνονται αυτά τα συστήματα μεταξύ τους. Το ΤΗΧ δεν επεμβαίνει καθόλου τον ήχο μιας ταινίας, ασχολείται μόνο με την ποιότητα της αίθουσας. Όταν μια αίθουσα φέρει το λογότυπο ΤΗΧ (ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σύστημα αναπαραγωγής ήχου διαθέτει), σημαίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις της εταιρείας Lucasfilm και αποτελεί εγγύηση για την καλή ακουστική της. Η Lucasfilm προτείνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα που αφορά το χώρο και την ακουστική της αίθουσας, την ευκρίνεια της εικόνας και την καλύτερη απόδοση του ήχου. Το σήμα κατατεθέν ΤΗΧ ενοικιάζεται για ένα χρόνο. Η ενοικίαση επαναλαμβάνεται μετά από τεχνικό έλεγχο.
Υπάρχουν δύο σκέλη στο πρόγραμμα ΤΗΧ. Το εμπορικό και το τεχνικό.
Το εμπορικό περιέχει: 1). Επιλογή του χώρου. 2).Έλεγχος των πλάνων.
3). Έγκριση της άδειας. 4) Εγκατάσταση του συστήματος. 5). Βεβαίωση ΤΗΧ. 6). Περιοδικός τεχνικός έλεγχος (κάθε χρόνο).
Το τεχνικό βασίζεται στα κριτήρια ακουστικής και την επιβεβαίωση ποιότητας, μέσω τεστ, των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου. Δηλαδή, το ΤΗΧ επιβάλλει σε μία αίθουσα τις σταθερές ποιότητες, που στις άλλες, είναι απλώς υποθέσεις ή υποδείξεις.
Με δυο λόγια το σύστημα ΤΗΧ αποτελείται από τον τοίχο ΤΗΧ, που βρίσκεται πίσω από την οθόνη και πάνω σ' αυτόν βρίσκονται τα ηχεία. Ο χώρος ανάμεσα στο τοίχος και τον τοίχο της αίθουσας καλύπτεται από απορροφητικά υλικά ούτως ώστε να απορροφά τα πίσω κύματα. Αυτός ο κλειστός χώρος λειτουργεί σαν ένα πολύ μεγάλο ηχείο.
Συγχρόνως υπάρχει στην καμπίνα προβολής το φίλτρο ΤΗΧ το οποίο χωρίζει το φάσμα την υψηλών και χαμηλών συχνοτήτων πριν περάσει το σήμα μέσα από τους ενισχυτές. Αυτή η μέθοδος βελτιώνει σημαντικά τη ποιότητα της ακρόασης. Το φίλτρο ΤΗΧ είναι πάντα προς ενοικίαση και είναι αυτό που αφαιρείται από την αίθουσα αν σταματήσει να χαίρει της εμπιστοσύνης της Lucasfilm.
Τώρα, αν το λογότυπο ΤΗΧ έχει σχέση με τον κατασκευαστή του, Τomlinson Holman και τη λέξη eXperiment, ή με την πρώτη ταινία του George Lucas, με τίτλο ΤΗΧ 1138, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι απλώς ανεκδοτολογικό.

Πλέον υπάρχουν και άλλα συστήματα που βελτιώνουν την ακουστική της αίθουσας, οι συζητήσεις είναι πολλές σε σχέση με τις ποιότητες και τις διαφορές τους. Το σίγουρο είναι ότι μια αίθουσα με προδιαγραφές ΤΗΧ μπορεί να προσφέρει μεγάλη απόλαυση οπτική και ηχητική. Δεν σημαίνει , όμως, απαραίτητα, ότι μια αίθουσα χωρίς ΤΗΧ δεν απαντά στις προϋποθέσεις για μία ιδανική ηχο-θέαση. Απλώς δεν έχει νοικιάσει το σύστημα. Πολλοί αρχιτέκτονες σήμερα ειδικεύονται και ασχολούνται σοβαρά με την ακουστική της αίθουσας. Το πρόβλημα, βέβαια, που δημιουργείται από όλη αυτή τη πληθώρα θεωριών και τη συνεχή αναζήτηση της τέλειας ακουστικής, είναι η πιθανή απομόνωση του ηχο-θεατή στην καρέκλα του με τον ατομικό ενισχυμένο του ήχο, χωρίς καμία αντήχηση που να του δηλώνει το μέγεθος της αίθουσας μέσα στην οποία βρίσκεται, χωρίς, τελικά, καμία επαφή με τον γείτονά του. Προτάσεις και διαφωνίες σε σχέση με την καταλληλότητα του ζωντανού ή του ουδέτερου χώρου προβολής, αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα θέματα σήμερα. Ο ήχος είναι ζωντανό πράγμα, και οι βελτιώσεις που γίνονται πάνω στην εγγραφή του στο φιλμ είναι πολύ σημαντικές για το καλλιτεχνικό έργο. Είναι κρίμα λοιπόν να βρίσκουν στην αίθουσα μια "αντισηπτική" αντιμετώπιση.

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΗΧΗΤΙΚΗΣ ΜΠΑΝΤΑΣ

Ο κινηματογραφικός ήχος χωρίζεται συνήθως σε τρία διακριτά μέρη :διάλογος, μουσική και εφέ, όπου συνήθως στα εφέ εντάσσονται και οι ατμόσφαιρες.
Θα περιγράψουμε την αλυσίδα παραγωγής του κινηματογραφικού ήχου σε γενικές γραμμές, όταν αυτή αφορά μια μέτρια έως καλή παραγωγή του Hollywood. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην Ελλάδα μόνο που όλα αυτά που θα περιγράψουμε τα κάνει προς το παρόν ένας και μοναδικός άνθρωπος, εξ’ ου και τα πενιχρά αποτελέσματα που έχουμε. Πάντως μέσες άκρες όλος ο κόσμος του κινηματογράφου λειτουργεί με τον εξής τρόπο όσον αφορά τον ήχο:

Στο γύρισμα υπάρχει ο ηχολήπτης (στις αμερικανικές παραγωγές χρησιμοποιείται ο τίτλος production mixer) με τον μπούμαν και τον βοηθό του, που τραβούν παράλληλα με τη λήψη της εικόνας, τον ήχο. Μπούμαν λέγεται ο τεχνικός που κρατά το μπουμ, αυτό το μεγάλο καλάμι με το μικρόφωνο στην άκρη που καμιά φορά το βλέπετε να κρέμεται από πάνω, σε κάποια πλάνα μερικών ταινιών. Η θέση του μπουμ μέσα στο κάδρο, αυτό που λέμε πλασάρισμα, είναι υψίστης σημασίας, για τη καθαρότητα των διαλόγων. Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούνται ασύρματα μικρόφωνα τα οποία φορούν οι ηθοποιοί και το καθένα καταλήγει σε ένα πολυκάναλο μαγνητόφωνο, έτσι ώστε οι ηθοποιοί να έχουν εξ αρχής το δικό τους κανάλι. Το μπουμ τραβά παράλληλα τον γενικό χώρο, που γράφεται σε ένα άλλο ανεξάρτητο κανάλι και όλα αυτά μαζί θα επεξεργασθούν στα επόμενα στάδια. Οι τεχνικοί του ήχου παίρνουν τον διάλογο και ειδικές ατμόσφαιρες της σκηνής αν η περιοχή το επιτρέπει ηχητικά. Είθισται στο τέλος κάθε σκηνής οι ηχολήπτες να τραβούν λίγο χώρο για να χρησιμοποιηθεί στο στάδιο του μοντάζ και να καλύψει τρύπες που πιθανόν θα δημιουργηθούν.
Συνήθως το σύγχρονο γύρισμα θέλει πολλές βελτιώσεις στη μετέπειτα διαδικασία και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται μόνο σαν οδηγός, -η λεγόμενη κολόνα γκουίντα- για το στάδιο του μοντάζ. Αν παραδείγματος χάρη γυρίζεται ταινία εποχής, ο ήχος του σύγχρονου γυρίσματος είναι κατά πάσα πιθανότητα άχρηστος διότι όλο και κάποια αυτοκίνητο θα περνά και θα αφαιρεί την αληθοφάνεια από το ντεκόρ εποχής. Ο ηχολήπτης μπορεί να αφιερώσει κάποιες μέρες για να συλλέξει ήχους από το περιβάλλον, μόνος του, χωρίς το άγχος της εικόνας, ώστε να δώσει στον μοντέρ ήχου καλό υλικό, τόσο από καθαρότητα όσο και από φυσική πρωτοτυπία. Το επόμενο στάδιο στην επεξεργασία του ήχου, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο γίνεται στο στάδιο του μοντάζ της εικόνας.
Αν η ταινία ακολουθεί τη παλιά κλασσική μέθοδο του φιλμ και της μηχανικής επεξεργασίας, τα tapes του ήχου πρέπει να μεταγραφούν σε περφορέ ώστε να συγχρονισθούν με την εικόνα. Αν η επεξεργασία της ταινίας γίνεται ψηφιακά, τότε τα tapes πρέπει να φορτωθούν στο σκληρό δίσκο που είναι συνδεδεμένος με ένα πρόγραμμα μοντάζ, όπως αυτό του Avid που είναι το πιο σύνηθες. Αφού γίνει η επιλογή του οπτικού υλικού και συγχρονισθεί με τον ήχο του γυρίσματος, ο sound designer με τον σκηνοθέτη και τον μοντέρ καταγράφουν τις ελλείψεις και τις ανάγκες. Το μοντάζ των διαλόγων αποκαλύπτει συχνά την ανάγκη ντουμπλαρίσματος των σκηνών (αυτό που οι αμερικάνικες παραγωγές αποκαλούν ADR). Οι σκηνοθέτες προτιμούν το σύγχρονο γύρισμα και κάνουν τα πάντα για να το σώσουν, διότι οι ηθοποιοί είναι πιο φυσικοί μέσα στο περιβάλλον του γυρίσματος. Υπάρχουν περιπτώσεις ηθοποιών που αρνούνται κατηγορηματικά το ντουμπλάζ και υπάρχουν ηθοποιοί όπως ο Brando που κάνουν τα πάντα στο γύρισμα ώστε η φωνή τους να βγει άχρηστη και ακατανόητη, και να αναγκάσουν με αυτό τον τρόπο τους σκηνοθέτες να τους καλέσουν για ντουμπλάζ. Νιώθουν ότι ελέγχουν καλύτερα τις υποκριτικές τους ικανότητες, μπροστά σε μια οθόνη, χωρίς το άγχος του γυρίσματος. Συχνά δεν ντουμπλάρεται ένας ολόκληρος ρόλος αλλά αποσπάσματα αυτού, που είναι ακατανόητα. Είναι σαφές ότι οι δυσκολίες των τεχνικών του ήχου είναι τεράστιες ώστε να “δέσουν” μία πρόζα ολοκάθαρη από το στούντιο και μιαν άλλη που περιέχει τον φυσικό χώρο γυρίσματος. Οι μοντέρ των διαλόγων κάνουν μια δουλειά καθαρά τεχνική και συχνά επαναληπτική, ενώ θεωρείται από μεγάλη μερίδα των ανθρώπων του κινηματογράφου ότι αυτή η ειδικότητα δεν χρειάζεται ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ικανότητες. Σ’ αυτούς όμως οφείλουμε την καθαρότητα της πρόζας.

Τα ηχητικά εφέ και οι ατμόσφαιρες στην αρχή του ομιλούντος κινηματογράφου χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: να καλύπτουν τις διαφορές και τα κενά της πρόζας, όπως λέγεται ο διάλογος στη γλώσσα των κινηματογραφιστών. Επειδή αυτά τα προβλήματα μειώθηκαν με τα χρόνια και συγχρόνως ο κινηματογραφικός ήχος στην τελική κόπια βελτιώθηκε αισθητά με τα ψηφιακά φορμά, οι δυνατότητες της πρόσθεσης περισσότερων ευδιάκριτων ήχων έγιναν σαφείς. Την τελευταία 20ετία έχουμε δει πολλές νέες ειδικότητες να γεννιούνται στον κινηματογραφικό ήχο και έχουμε ακούσει τις διαφορές. Είναι γεγονός ότι οι ήχοι και οι ατμόσφαιρες δίνουν πολύ μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην εικόνα και ορίζουν τη συνοχή της. Με τον πολυκάναλο ήχο την ορίζουν και χωρικά. Αυτή η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων των ήχων ανάγκασε τη κινηματογραφική παραγωγή στον κατακερματισμό του μοντάζ και στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων στο μοντάζ των ήχων.
Έτσι έχουμε από τη μια το μπρουϊτάζ (αυτό που οι αμερικάνικες παραγωγές αναφέρουν ως Foley) και από την άλλη τα ειδικά εφέ. Η διαφορά τους είναι σημαντική και δεν είναι μόνο διαφορά ορισμού ή τεχνικής. Το μπρουιτάζ γίνεται σε στούντιο, όπου στη μια αίθουσα υπάρχει μια μεγάλη οθόνη που παίζει την ταινία. Οι μπρουιτέρ ό,τι βλέπουν το αναπαριστούν ηχητικά με διάφορους τρόπους. Στη καμπίνα της εγγραφής οι τεχνικοί ηχογραφούν μια ολόκληρη μπάντα με τους ήχους. Μέσα στο χώρο του μπρουιτάζ υπάρχουν στο πάτωμα διάφορες μεγάλες επιφάνειες με χαλίκια, άσφαλτο, ξύλο, άμμο και ό,τι άλλο φαντάζεται ο νους του ανθρώπου ώστε οι τεχνικοί να μπορούν άνετα να δημιουργούν όλων των ειδών τα βήματα. Αν η ταινία είναι πολύ πλούσια σε ήχους, οι μπρουϊτέρ κάνουν πρώτα μια μπάντα με τα βήματα της ηρωίδας, μετά μιαν άλλη με τα βήματα του ήρωα, μετά μιαν άλλη με τα χτυπήματα από τις πόρτες κ.λ.π. Αυτή η διαδικασία αν και ακούγεται ανιαρή εμπεριέχει πολύ φαντασία. Είναι γνωστό το παράδειγμα με τον ήχο της φωτιάς ο οποίος γίνεται με το τύλιγμα και το ξετύλιγμα μιας κόλλας χαρτιού. Το μάσημα ενός κερασιού να δημιουργείται από δύο σκουλαρίκια που τα ακουμπούν σε γυαλί, ενώ ο ήχος του καλπασμού των αλόγων να δημιουργείται από το ρυθμικό χτύπημα καρπών καρύδας και όλα αυτά να λειτουργούν τέλεια με την εικόνα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ζογκλέρ. Είναι μάγοι. Δεν τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο το νόημα της ταινίας ή ό,τι υποτίθεται ότι μπορεί να ακούγεται εκτός κάδρου. Αυτούς τους ενδιαφέρει να ζωντανέψουν με ήχους όλα αυτά που βλέπουν. Κάποια ίσως, να αποδειχθούν άχρηστα στη διάρκεια του μοντάζ. Ίσως η ομάδα των ειδικών εφέ να έχει βρει εν τω μεταξύ καλύτερες, πιο ευφάνταστες λύσεις. Σίγουρα όμως τα βήματα και οι πόρτες θα κρατηθούν στη διαδικασία του μιξάζ, αλλά τα θροΐσματα ρούχων ή τα σουρσίματα να έχουν βρει μια καλύτερη ταυτότητα από την ομάδα των ειδικών εφέ. Συχνά οι ήχοι του μπρουϊτάζ είναι πρωτότυποι και έχουν χαρακτήρα. Συχνά δίνουν ιδέες στους sound designers για περαιτέρω εξέλιξή τους. Παραμένουν όμως πάντα μέσα στα πλαίσια αυτού που φαίνεται. Τα υπόλοιπα, αυτά που δίνουν προσωπικότητα στους ήχους, ανήκουν στην ομάδα των ειδικών εφέ. Αυτοί, μπορούν να φαντασθούν τους ήχους off και εκτός κάδρου, να δημιουργήσουν νέους ήχους παραποιώντας φυσικές πηγές ήχου. Σε αυτό το στάδιο η φαντασία και η γνώση της τεχνικής πάνε χέρι, χέρι. Σήμερα πλέον με τις νέες τεχνολογίες οι τεχνικοί των ειδικών εφέ κάνουν θαύματα με μεγάλη ευκολία αν φαντασθεί κανείς τις δυσκολίες του παρελθόντος. Ποτέ ο ήχος στον κινηματογράφο δεν ήταν εύκολος και πολλές φορές παίρνει πάνω από 10 μήνες για να τελειοποιηθεί. Συνήθης χρόνος είναι 3 με 6 μήνες. Τα νούμερα είναι σαφή για τον όγκο δουλειάς. Και μιλάμε για τις μέτριες παραγωγές, διότι αν δώσουμε παράδειγμα από τα τελευταία Star Wars, τα νούμερα γίνονται σχεδόν αστρονομικά. 4 εβδομάδες για τις προμίξεις, 5 εβδομάδες για την τελική μίξη συν 3 ενδιάμεσες εβδομάδες για διορθώσεις και αλλαγές, χωρίς να υπολογίσουμε τον χρόνο κατασκευής των ήχων και το μοντάζ τους.

Πολλοί από τους σημερινούς ήχους παράγονται από τη μίξη πολλών διαφορετικών πειραγμένων ήχων για να δώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Οι ταινίες όπως φαίνεται με το μεγαλύτερο ηχητικό ενδιαφέρον είναι αυτές που ανήκουν στη κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, στο φανταστικό και στις ταινίες τρόμου. Σ’ αυτές τις ταινίες, όπου η αληθοφάνεια δεν έχει σχέση με τον ρεαλισμό, αλλά με την αίσθηση που αφήνει ένας ήχος, η ψυχολογική χρήση του, κυρίως από την έλλειψη εντοπισμού της πηγής, η πρωτοτυπία και η φαντασία έχουν τον πρώτο λόγο. Και ο χρόνος επίσης. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Gary Rudstrom, του αρχηγού της ομάδας του Skywalker Studio του Lucas και βασικού υπεύθυνου για τη δημιουργία του Dolby Digital Surround EX, ο οποίος ήταν μοντέρ ήχου και ειδικών εφέ στη ταινία Terminator II σε σκηνοθεσία Cameron, ο οποίος είναι γνωστός για την τελειομανία του. Ο Gary Rudstrom αφού είχε φτιάξει αρκετούς ήχους για ο πέρασμα του Τ1000 μέσα από τα σίδερα, κάτι που να θυμίζει υγρό και μεταλλικό μαζί και δεν ταίριαζαν στη ταινία, έβαλε τροφή στο σκύλο του και από πάνω γύρισε έναν κουβά, και ο σκύλος γλείφοντας τον κουβά έδωσε αυτόν τον μεταλλικό/ υγρό ήχο. Αυτός ταίριαζε με την εικόνα.
Η φαντασία δεν έχει χρονολογία, δεν έχει συγκεκριμένους τρόπους έκφρασης. Από παλιά οι άνθρωποι του ήχου είχαν ιδέες και εικόνες για την κατασκευή του ήχου, όπως στο Ben Hur, (1959, William Wyler, 70mm, 6-tracks, Technicolor, anamorphic) όπου ο ηχολήπτης για να δημιουργήσει τον ήχο από μαστίγιο που χτυπά ανθρώπινο σώμα χρησιμοποίησε ένα χοντρό κομμάτι κρέας το οποίο χτυπούσε στον μηρό του.

Για τη μουσική υπάρχουν δύο συνήθεις περιπτώσεις. Η ο σκηνοθέτης ξέρει πια μουσική θα χρησιμοποιήσει από το στάδιο του μοντάζ και κόβει πάνω στο δικό της ρυθμό, ή αν δεν γνωρίζει και δεν έχει αποφασίσει με τον μουσικό , βάζει κατά τη διάρκεια του μοντάζ μια μουσική που του ταιριάζει και μετά ζητά από τον μουσικό συγκεκριμένες αλλαγές επηρεασμούς και παραλλαγές του θέματος. Έτσι συνέβηκε και στη περίπτωση του Kubrick για τη ταινία του 2001, όπου η μουσική του North δεν κατάφερε να επισκιάσει την επίδραση της κλασσικής μουσικής που είχε χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης στο στάδιο του μοντάζ και η τελική του επιλογή ήταν η κλασσική μουσική. Ο μοντέρ μουσικής (στην Αμερική τουλάχιστον γιατί στην Ευρώπη το μοντάζ μουσικής το αναλαμβάνει ο μοντέρ καθώς και το μοντάζ της πρόζας) πρέπει να έχει γνώσεις μουσικής και βρίσκεται σε συνεχή και στενή συνεργασία με τον μουσικό. Η σύνθεση της κινηματογραφικής μουσικής δεν είναι απλή υπόθεση και είναι τελείως διαφορετική από τη σύνθεση μιας μουσικής για ακρόαση. Ο μουσικός πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα να μην καλύπτονται ατάκες από δυνατές μουσικές φράσεις και τώρα τελευταία με την μεγάλη εξέλιξη των ηχητικών εφέ να προσέξει να μην έχει η μουσική του την ίδια ηχητική ποιότητα με αυτούς διότι θα δημιουργηθεί βαβούρα. Να υποστηρίξει αφηγηματικά αδύναμες σκηνές και να αφήσει ελεύθερες άλλες. Ένα μεγάλο κέρδος για τον μουσικό κινηματογραφικών θεμάτων ήρθε μέσω των προγραμμάτων υπολογιστών διότι σήμερα ο κάθε μουσικός –και όχι μόνον αυτοί που εργαζόντουσαν σε πολύ ακριβές παραγωγές- μπορεί να παρουσιάσει δείγματα του τι φαντάζεται να είναι η μουσική της ταινίας σε «ενορχηστρωμένη» μέσω υπολογιστή δειγματοληπτική μουσική, ενώ παλαιότερα θα έπρεπε να το περιγράφει με τα λόγια.
Αφού τοποθετηθούν όλα τα ηχητικά στοιχεία πάνω στην εικόνα, μόνον τότε μπορεί να γίνει το τελικό cut και κάποιοι μοντέρ και σκηνοθέτες -συνήθως στις παραγωγές όπου ο ήχος παίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγηση- περιμένουν όλα τα ηχητικά στοιχεία για να αποφασίσουν τον τελικό ρυθμό και μερικές φορές και τη δομή του καλλιτεχνικού έργου. Γνωστό παράδειγμα αποτελεί η συνεργασία του Martin Scorsese με τη μοντέρ του Thelma Schoonmaker και την ομάδα του ήχου, όπου οι προσωρινές μίξεις είναι συχνές ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη αίσθηση της ταινίας σε κάθε στάδιο της δημιουργίας της.
Τέλος, το μιξάζ είναι μια καλλιτεχνική διαδικασία όπου πρέπει να εκτιμηθούν πραγματικά όλα αυτά τα ηχητικά στοιχεία, να τοποθετηθούν σωστά μέσα στο φιλμικό χώρο τόσο από ένταση όσο και από θέση, δηλαδή σε πιο κανάλι θα διοχετευθούν. Ο μοντέρ ή ο σκηνοθέτης ή και οι δύο μαζί αποφασίζουν ποιοι ήχοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν. Δουλειά επίπονη και δύσκολη, αφού οι μιξέρ έχουν να συνθέσουν διαφορετικές ποιότητες ήχων που έχουν παραχθεί σε διαφορετικά στούντιο σε διαφορετικές στιγμές, με διαφορετική λογική. Σήμερα βέβαια υπάρχουν αυτόματες κονσόλες που παίρνουν τις προτιμήσεις των μιξέρ και τις καταγράφουν στη μνήμη τους. Οποιαδήποτε αλλαγή είναι εύκολη σε σχέση με το παρελθόν αλλά ακόμη παραμένει χρονοβόρα.
Αν όλες οι ομάδες έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους θα υπάρχει πολύ υλικό για πέταμα, αλλιώς η ταινία θα είναι μπουκωμένη ή δεν θα έχει χαρακτήρα. Η απόλυτη ρεαλιστικότητα του ήχου αποτελεί κίνδυνο που μόνο η εξοικείωση με τις νέες δυνατότητες του, δηλαδή ο χρόνος και η εμπειρία, μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην σωστή εκτίμηση και καλλιτεχνική απόδοση της χρήσης του.

Ορισμοί, τίτλοι και διαδικασίες

Για τη τελική σύνδεση των ήχων και την ύπαρξή τους στο φιλμικό έργο μέχρι σήμερα ο μοντέρ έχει το λόγο. Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Νέοι τίτλοι και ειδικότητες εμφανίζονται. Ποια όμως είναι η διαφορά αρμοδιοτήτων του sound designer με τον supervisor sound editor; Τίτλοι καινούργιοι και αμφιλεγόμενοι.
Μόλις το 1979 αναφέρθηκε για πρώτη φορά ο όρος «σχεδιασμός ήχου και ηχητικό μοντάζ», για την ταινία «Αποκάλυψη Τώρα» με μοντέρ τον Walter Murch. Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο ήχος καλύπτει το 50% της οπτικοακουστικής σύνθεσης, αντίληψη που καθιερώθηκε με την είσοδο των ψηφιακών συστημάτων αναπαραγωγής του ήχου στην κινηματογραφική αίθουσα. Το εύρος της ηχητικής μπάντας μεγάλωσε ουσιαστικά, γεγονός που απελευθέρωσε τους δημιουργούς στη χρήση πολλών στρώσεων ήχου που πλέον μπορούν και ακούγονται. Ακόμη και σήμερα παρ’ όλη την ορολογία που διευρύνεται και συγχρόνως συγκεκριμενοποιείται, οι συντελεστές του ήχου, παραμένουν να αναφέρονται μόνον στους τίτλους τέλους και τα διάφορα βραβεία που απονέμονται κατά καιρούς στα διεθνή φεστιβάλ και οργανώσεις δεν έχουν οριοθετήσει ακόμη την καλλιτεχνική αξία του sound designer και τις ποιότητες της. Δεν υπάρχει βραβείο ακόμη με αυτό τον τίτλο. Όλη η ορολογία γύρω από τα ηχητικά είναι ακόμη συγκεχυμένη διότι ο κινηματογραφικός ήχος έχει αρχίσει να γίνεται ουσιαστικά σημαντικός την τελευταία 20ετία περίπου. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η φωνή. Η καθαρότητα της πρόζας ήταν η σημαντικότερη και η μόνη απαίτηση των κινηματογραφιστών. Μετά την είσοδο του τετρακάναλου κωδικοποιημένου σήματος με το σύστήμα της Dolby, οι ήχοι άρχισαν να έχουν χώρο για να ακουστούν. Και σιγά, σιγά άρχισαν να δημιουργούνται και νέες ειδικότητες. Ο τίτλος του sound designer παραμένει ακόμη αρκετά συγκεχυμένος και δημιουργεί πολλές συζητήσεις και διεκδικήσεις. Για κάποιους ο τίτλος αυτός καλύπτει την ειδική κατασκευή ενός ήχου, όπως πχ ο Ron Bochar κλήθηκε να κατασκευάσει τον ήχο του Λύκου στην ομώνυμη ταινία με τον Nicholson, αυτόν τον περίεργο ήχο που τον συνοδεύει στις αλλαγές του. Άλλες πάλι φορές, όπως η περίπτωση του Walter Murch (Apocalypse Now, The Conversation, The Godfather) ή του Skip Lievsay καλούνται ως καλλιτέχνες για να προσφέρουν τη συμβολή τους σε όλα τα επίπεδα της ταινίας, επεμβαίνοντας ακόμη και στον τρόπο αφήγησης μέσω της χρήσης του ήχου στα δρώμενα της εικόνας.
Συνήθως όμως, στη πράξη sound designing κάνει ο μοντέρ ήχου που κάνει και το μιξάζ μιας ταινίας, ειδικότητα που δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί στη χώρα μας.

Τα πράγματα είναι πολύπλοκα και θα διευκρινισθούν με τον καιρό διότι όλα αυτά αποτελούν νέα κατάσταση για τον κινηματογράφο. Αύριο, ίσως, όλοι οι sound designer και όχι μόνον αυτοί που εργάζονται με σκηνοθέτες που έχουν ηχητική άποψη, να ενημερώνονται από το στάδιο του σεναρίου και να έχουν λόγο στο γύρισμα.
Ίσως αύριο το ρεπεράζ για τον ήχο, κάτι που ακόμη και σήμερα θεωρείται αδιανόητο να ενσωματωθεί στην αλυσίδα παραγωγής της οπτικοακουστικής ταινίας.
Ο δρόμος είναι μπροστά μας. Τα πράγματα στον κινηματογραφικό ήχο είναι πολύ φρέσκα. Τα πρώτα κείμενα πάνω σε αυτή την τόσο παρεξηγημένη αλλά άκρως καλλιτεχνική κινηματογραφική ειδικότητα μόλις τώρα κάνουν την εμφάνισή τους και η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Ο ηχητικός κινηματογράφος είναι εδώ, αλλά είναι στην αρχή του. Όπως πολύ σωστά το είχε πει ο All Jolson στη πρώτη ομιλούσα ταινία, στο The Jazz Singer, «You aren’t hear nothing yet!».

Ηλέκτρα Βενάκη

Διαβάστε περισσότερα ...