8 Οκτ 2007

ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (Τ)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 75, Οκτώβριος 2002

Ο κινηματογράφος είναι ένα αναλογικό σάντουιτς με ψηφιακό περιεχόμενο” είχε δηλώσει κάποτε, όχι πολύ καιρό πριν, τέσσερα, πέντε χρόνια μόνο, ο γκουρού του κινηματογράφου, Walter Murch.

Σήμερα όμως το τοπίο έχει αλλάξει και έχει αλλάξει τόσο πολύ, που αυτή η φράση, η τόσο πετυχημένη τότε, να μην έχει νόημα πια. Ποιος κινηματογράφος; Ο κινηματογράφος του Χόλιγουντ; Ο κινηματογράφος της Ελλάδας; Ο κινηματογράφος του Internet; Ποιος από όλους;

Η φράση του Murch σημαίνει με απλά λόγια ότι ο κινηματογράφος έχει τρία στάδια: της παραγωγής, του post-production και της προβολής. Μόνο το μεσαίο στάδιο ήταν μέχρι σήμερα ψηφιακό. Τα άλλα δύο παρέμεναν τα οχυρά του φιλμ.
Όμως, μέσα σε λίγο καιρό τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην. Η εξάπλωση του DVD και του Internet –δύο τόσο διαφορετικών πραγμάτων– έχει παίξει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση του νέου τοπίου, το οποίο, είναι αλήθεια, φαντάζει μαγικό και πολλά υποσχόμενο.
Ένα είναι το κοινό στοιχείο όλων αυτών των κινηματογραφιών –πέρα από το διακαή κοινό πόθο όλων αυτών των καλλιτεχνών να επικοινωνήσουν με τους συνανθρώπους τους, να τους πουν μια ιστορία: ότι σε κάποιο στάδιο της παραγωγής τους χρησιμοποιούν ήδη ψηφιακή τεχνολογία. Η ποιότητα της ψηφιακής τεχνολογίας και τα στάδια στα οποία τη χρησιμοποιούν, τις διαφοροποιεί προς το παρόν.

Υπάρχουν οι ταινίες του Χόλιγουντ ή, τέλος πάντων, σαν του Χόλιγουντ. Πρόκειται για ταινίες που κατά τη διάρκεια της παραγωγής τους κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πού βρίσκεται ο προϋπολογισμός (είναι τόσο ψηλά, που κανείς δεν τον κοιτάζει), ταινίες που έχουν μεγάλη διαφήμιση και παίζονται σε όλο τον κόσμο ή, τέλος πάντων, σε μεγάλο μέρος του, ταινίες που ανήκουν στη μεγαλύτερη παγκοσμίως βιομηχανία έπειτα από αυτήν των όπλων. Οι ταινίες αυτές αξιοποιούν εδώ και χρόνια ψηφιακή τεχνολογία υψηλών απαιτήσεων σε πολλά στάδια της παραγωγής τους. Έχουν πολλά ειδικά ή οπτικά εφέ, άρα χρησιμοποιούν σε αρκετά στάδια τις τεράστιες δυνατότητες πανάκριβων ψηφιακών μηχανημάτων. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα τα τελευταία χρόνια, στα οποία τα ψηφιακά γυρίσματα με κούκλες, κινούμενα 3D ή 2D και ό,τι άλλο φανταστείτε είναι ίδιου ή και μεγαλύτερου όγκου με το “κανονικό” γύρισμα σε φιλμ. Πλέον, μόνο ένα μέρος του αρχικού υλικού είναι γυρισμένο σε φιλμ. Το μοντάζ από πολλά χρόνια γίνεται εξ ολοκλήρου σε υπολογιστές και μόνο το τελικό αποτέλεσμα μοντάρεται στο φιλμ. Ο ήχος είναι από το γύρισμα ψηφιακός εδώ και δεκαετίες και σε όλες τις περιπτώσεις –τουλάχιστον δέκα χρόνια τώρα, όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά ταινία με ψηφιακό ήχο Dolby Digital– δεν περνά ποτέ από αναλογικό στάδιο. Πάνω στην ταινία είναι εγγεγραμμένος ο ψηφιακός ήχος, ενώ υπάρχει ακόμα και η εγγραφή του οπτικού, αναλογικού ήχου για τις περιπτώσεις που μικρές αίθουσες (όπως αυτές που βρίσκονται σε αρκετά σημεία της Ελλάδας, λόγου χάρη) δεν έχουν εξοπλιστεί ακόμα με τα ανάλογα συστήματα. Το εταλονάζ της εικόνας (διόρθωση χρωμάτων και τόνων) πραγματοποιείται σε ψηφιακές κονσόλες, για να δέσουν τα εφέ με τα φυσικά γυρίσματα, αλλά και επειδή ακόμα και χωρίς εφέ οι ψηφιακές κονσόλες είναι πλέον καλύτερες. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, ακόμα μεταγράφεται σε φιλμ, αλλά και σε αυτό το στάδιο η γκάμα είναι μεγάλη. Συχνά το φιλμ είναι 70mm ή 65mm 65Super και το τελικό αποτέλεσμα μεταφέρεται σε φιλμ 70mm. Για τη διανομή όμως σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε μία αίθουσα με προβολή 70mm, γίνονται κόπιες σε 35mm. Έως εδώ ισχύει η φράση του Murch.

Ώσπου τη 18η Ιουνίου 1999 έγινε η πρώτη ψηφιακή προβολή της ταινίας του Λούκας “Star Wars” σε αίθουσες στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη. Δηλαδή, η ταινία δεν μεταγράφτηκε σε φιλμ, αλλά έμεινε στην ψηφιακή της μορφή, έπειτα από όλη τη διαδικασία του post-production, αποθηκεύτηκε σε σκληρούς δίσκους και προβλήθηκε στις αίθουσες. Ο “Ταρζάν” της Disney ακολούθησε αμέσως μετά και, επειδή ήταν κινούμενο σχέδιο, είναι η πρώτη ταινία στην οποία δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου φιλμ σε κανένα από τα στάδια παραγωγής της. Προβλήθηκε με τον ίδιο τρόπο και η Disney τύπωσε κόπιες για τις αίθουσες που δεν έχουν ακόμα ψηφιακή προβολή.
Υπάρχει όμως και συνέχεια: η δεύτερη ταινία της νέας σειράς του Λούκας, “Star Wars”, γυρίστηκε όλη με την ψηφιακή μηχανή CineAlta της Sony, με σκοπό να προβληθεί σε κάποιες αίθουσες ψηφιακά, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση του φιλμ σε κανένα στάδιο της παραγωγής και της προβολής της. Στις ταινίες που δεν έχουν φυσικά γυρίσματα, το να ξεπεράσουν το πρώτο στάδιο, αυτό του γυρίσματος, φαίνεται και εύλογο και εύκολο. Αλλά για τις ταινίες με ηθοποιούς και φυσικούς χώρους, το φιλμ παρέμενε –και ίσως παραμένει για κάποιους– η βασική μήτρα συλλογής υλικού. Πιο εύκολο ακούγεται να πειστούν τα μεγάλα στούντιο και οι σκηνοθέτες να προβάλλουν τις ταινίες τους ψηφιακά, παρά να τις γυρίζουν εξ ολοκλήρου με ψηφιακές κάμερες.
Όταν ξεκίνησε το πείραμα ο Λούκας, οι ψηφιακές αίθουσες ήταν μόνο τέσσερις, σήμερα είναι εκατό σε όλο τον κόσμο. Οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών μπαίνουν στο παιχνίδι, καθώς τα σοβαρότερα ζητήματα προς λύση δεν είναι η ποιότητα της εικόνας –αυτή αργά ή γρήγορα θα βελτιωθεί και θα φτάσει τις δυνατότητες του φιλμ–, αλλά η μεταφορά, η αποθήκευση και η κρυπτογράφηση του σήματος. Ο κινηματογράφος αποβαίνει πολύ πιο ακριβός και η παραγωγή μιας ταινίας που να πληροί αυτά τα στάνταρτ γίνεται απρόσιτη για τους εκτός Χόλιγουντ δημιουργούς. Οι ψηφιακές προβολές συνεχίζουν να βελτιώνονται, απαντώντας στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των “χρυσών ματιών” του Χόλιγουντ, όπως ονομάζονται οι γκουρού της εικόνας. Αλλά αυτά τα “χρυσά μάτια” κάνουν λάθος συγκρίσεις. Συγκρίνουν μια ψηφιακή προβολή με μια τέλεια κόπια που βγήκε κατευθείαν από το αρνητικό και θα παιχτεί ίσως σε κάποια πρεμιέρα. Δεν έχουν κάνει συγκρίσεις της ψηφιακής προβολής με τις κόπιες που φτάνουν στην Ελλάδα, ας πούμε, πέμπτο αντίγραφο από κάποιο Inter ή contact print. Εμείς δεν έχουμε δει στη χώρα μας ούτε τη μία ούτε την άλλη τέλεια προβολή και δεν μπορούμε να έχουμε λόγο. Το πλεονέκτημα της ψηφιακής προβολής είναι ότι θα είναι ίδια εδώ και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα όσον αφορά στο υλικό. Δεν θα υπάρχουν κόπιες πρώτης ή πέμπτης γενιάς ανάλογα με τη διανομή της ταινίας, όλοι οι θεατές θα βλέπουν το ίδιο. Όταν λοιπόν εξαπλωθεί αρκετά η ψηφιακή προβολή, τότε ίσως πολλοί να είναι οι σκηνοθέτες που θα αποφασίσουν να γυρίζουν τις ταινίες τους με ψηφιακές κάμερες. Στο χολιγουντιανό σινεμά η φράση του Murch αρχίζει να ξεθωριάζει.

Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού όμως –καθώς και οι ανεξάρτητοι σκηνοθέτες στην ίδια μεριά του Ατλαντικού– συνεχίζουν να κάνουν ταινίες. Ταινίες χαμηλότερου προϋπολογισμού, ταινίες “βιοτεχνικού επιπέδου”, που γεμίζουν όμως τις αίθουσες, κερδίζουν βραβεία, μένουν στη μνήμη των θεατών. Ταινίες γυρίζονται εδώ και χρόνια με ψηφιακές κάμερες DV επαγγελματικές, ημιεπαγγελματικές έως και άκρως ερασιτεχνικές, το κοινό τις απολαμβάνει, πολλές φορές κερδίζουν και βραβεία. Η “Οικογενειακή Γιορτή” του Vinterberg γυρίστηκε με μια μίνι DV με μονό CCD και κέρδισε παρ ’όλα αυτά το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών εκείνη τη χρονιά. Αρκετές ταινίες του Λαρς βον Τρίερ είχαν την ίδια μοίρα και τύχη. Η τελευταία ταινία του Soderbergh (“Full Frontal”) γυρίστηκε με τις miniDV Canon XL-1s, όπου όμως προσαρμόστηκαν σοφιστικέ φακοί.
Επομένως, στις φθηνές (για τα αμερικανικά δεδομένα) παραγωγές οι δημιουργοί προτιμούν να μη χρησιμοποιούν φιλμ ως αρχικό υλικό, να αξιοποιούν από φθηνές έως ακριβές βιντεοκάμερες για τα γυρίσματα, να κάνουν ψηφιακή επεξεργασία του υλικού, ενώ οι ταινίες καταλήγουν σε φιλμ, μόνο αν είναι να προβληθούν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Παραδείγματα ακόμα και ελληνικών ταινιών τα τελευταία δύο χρόνια είναι άπειρα. Σε αυτή την κατηγορία, αντίθετα από την πρώτη, δεν είναι η τεχνική τελειότητα το ζητούμενο. Είναι το να πει ο σκηνοθέτης μια ιστορία. Είναι τέτοια η ανάγκη επικοινωνίας με το κοινό, που οι γραμμές ανάλυσης δεν έχουν καμία, μα καμία απολύτως σημασία. Κάμερες από άκρως επαγγελματικές έως ημιεπαγγελματικές ή ακόμα και ερασιτεχνικές έχουν δώσει εικόνες απίστευτης ομορφιάς, αν ξέρει κανείς να τις χειρίζεται. Η ανάλυση, αυτή η μαγική λέξη που επαναλαμβάνεται από όλους ανεξαιρέτως, είναι άχρηστη, αν δεν προσθέσει κανείς τις λέξεις φακός, φωτισμός, χειρισμός και μέσο. Πολλές είναι οι παράμετροι που καθορίζουν την τελική ποιότητα. Όπως λέει και ο πρόεδρος της American Society of Cinematographers (ACS), Steven Poster, οι διευθυντές φωτογραφίας σήμερα καλωσορίζουν οποιοδήποτε εργαλείο μπορεί να δώσει νέες διαστάσεις στην τέχνη τους. Δεν είναι τεχνοκράτες, να είναι κολλημένοι σε ένα μέσο, είναι καλλιτέχνες. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις γραμμές, όπως πολύ σωστά το έχουν δηλώσει μεγάλοι διευθυντές φωτογραφίας, ενδιαφέρεται για το συναίσθημα και το τι έχει να δώσει κάθε ταινία. Εξάλλου, όλη αυτή η φιλολογία περί ανάλυσης και γραμμών αφορά, ας μην το ξεχνάμε, στη σύγκριση του φιλμ 70mm με τις ψηφιακές προβολές υψηλής ανάλυσης.
Στην Ελλάδα όμως, όπου οι παραγωγές των ταινιών σε 16mm ή σε 16Super είναι ακόμα αρκετές, με τελική κατάληξη το blow up στα 35mm με κάδρο 1.66:1, είναι καιρός να σκεφτούμε το κόστος και να στραφούμε στις πιο ευέλικτες λύσεις που προτείνουν οι ψηφιακές κάμερες. Αν δει κανείς σε ένα καλό μόνιτορ μια ταινία γυρισμένη με DV –αν αυτή είναι καλά γυρισμένη–, θα την απολαύσει. Αν όμως ο σκηνοθέτης-παραγωγός είναι υποχρεωμένος να τη μεταγράψει σε φιλμ, η εικόνα θα χάσει παρά θα κερδίσει. Η παραγωγή με τις ψηφιακές κάμερες, ημιεπαγγελματικές ή και ερασιτεχνικές ακόμη, γίνεται πιο ευέλικτη και ίσως πιο φθηνή. Όλο το post γίνεται ούτως ή άλλως ψηφιακά και το μόνο κόστος, που ανεβάζει τη συνολική δαπάνη της παραγωγής και δυσκολεύει το αποτέλεσμα, είναι η τελική μεταγραφή σε φιλμ. Αν είχε γυριστεί εξαρχής σε φιλμ, ναι, τότε να προβληθεί σε αυτό· αν όχι, γιατί τόση ταλαιπωρία, τη στιγμή μάλιστα που το αποτέλεσμα θα είναι κατώτερο των δυνατοτήτων του φιλμ;

Εδώ ήλθε να βάλει το χεράκι του το DVD, το οποίο έχει πλέον εξαπλωθεί για τα καλά. Απέδειξε στην αγορά ότι οι ειδικές εκδόσεις ταινιών και οι επανεκδόσεις παλαιότερων κινηματογραφικών έργων έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Έτσι, μια ολόκληρη βιομηχανία έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη συντήρηση και την αποκατάσταση χαμένων ταινιών, παρατημένων στα υπόγεια των μεγάλων στούντιο, διότι έγιναν ξανά κερδοφόρες. Οι σοβαρές ταινιοθήκες ανά τον κόσμο, με πρώτη και καλύτερη αυτήν των ΗΠΑ, κατάλαβαν ότι με την εξάπλωση του DVD θα βρεθούν εργαλεία που θα βοηθήσουν στη συντήρηση και τη μετάδοση της κινηματογραφικής κληρονομιάς. Κυκλοφορούν σήμερα στην αγορά film scanners και film recorders υψηλής τεχνολογίας, που μεταγράφουν την κινηματογραφική εικόνα σε σκληρό δίσκο με υψηλότατη ανάλυση και πιστότητα, ενώ στη συνέχεια το τελικό αποτέλεσμα μεταγράφεται εκ νέου σε φιλμ. Μέχρι τώρα αυτό γινόταν για τα εφέ, αλλά ήταν μικρής διάρκειας. Σήμερα μπαίνουν δυναμικά σε αυτή την αγορά κινηματογραφικές εταιρείες όπως η Arriflex και άλλες, προτείνοντας ρεαλιστικές λύσεις για τα τεράστια μήκη των κινηματογραφικών ταινιών. Υπάρχουν δύο κυρίως τρόποι μεταγραφής του ψηφιακού υλικού σε φιλμ: με laser ή με καθοδικές λυχνίες. Χρονοβόρα και τα δύο, με διαφορές στη ποιότητα, με παραλλαγές στα στούντιο, είναι ένας μόνιμος πονοκέφαλος των σκηνοθετών-παραγωγών. Όμως, για οποιαδήποτε προβολή σε άλλο μέσο (τηλεόραση, βίντεο, DVD) τα πράγματα είναι απλά έως θαυμάσια: το υλικό είναι έτοιμο για να μεταφερθεί σε αυτό.Συνεπώς, και σε αυτή την περίπτωση η φράση του Murch αρχίζει να μην έχει νόημα.

Στις φθηνές και ακόμα φθηνότερες παραγωγές ανήκουν οι ταινίες που παίζονται στο Internet ή στους οικιακούς υπολογιστές. Παλαιότερα ο κάθε φέρελπις σκηνοθέτης τραβούσε με την αναλογική οικογενειακή του κάμερα και πρόβαλε τα ταινιάκια του στην τηλεόραση στο σπίτι. Σήμερα, με τις ψηφιακές κάμερες τα φορτώνει στον υπολογιστή του, τα φτιάχνει και μπορεί κάλλιστα να τα προβάλει στο Internet και έτσι να τα δει περισσότερος κόσμος. Αφού με αυτές τις κάμερες τραβούν και οι «μεγάλοι» γιατί να μην τα δείξει και αυτός; Υπάρχουν άπειρα συστήματα μοντάζ για να τελειοποιηθούν αυτές οι ταινίες και να προβληθούν. Εδώ αν μιλήσουμε για γραμμές θα είναι αστείο. Οι συμπιέσεις και οι κωδικοποιήσεις είναι πλέον άπειρες και ο καθείς αποφασίζει τις παραμέτρους έτσι ώστε να ταιριάζουν στο μέσο προβολής της ταινίας του. Έχουν ήδη δημιουργηθεί –και δεν είναι λίγα– τα φεστιβάλ ταινιών για το Internet καθώς και διάφοροι δικτυακοί τόποι όπου οι χρήστες μπορούν να δουν ταινίες από όλο τον κόσμο. Νέα είδη εμφανίζονται, νέες αισθητικές, νέες τάσεις. Οι κατασκευασμένες με το flash ταινίες είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Θα πουν κάποιοι ότι αυτός ο κινηματογράφος δεν είναι κινηματογράφος. Όταν όμως οι Γερμανοί πρωτοπόροι έκαναν ταινίες ζωγραφίζοντας επάνω στο φιλμ –κομμάτια τους βλέπουμε ακόμα και σήμερα στη “Φαντασία” του Disney– δεν είπαμε ποτέ ότι δεν είναι κινηματογράφος. Αντίθετα, διδάσκεται στα περισσότερα πανεπιστήμια του κινηματογράφου ως «πειραματικός κινηματογράφος», έχει δηλαδή τη θέση του μέσα στα κινηματογραφικά είδη. Δεν έχουμε να κατηγορήσουμε για τίποτα λοιπόν τις ταινίες σε flash, μόνο να τις απολαύσουμε.
Εδώ η φράση του Murch χάνει εντελώς τη σημασία της. Λογικό βέβαια είναι, αφού όταν ο Murch τη διατύπωσε, αυτός ο κινηματογράφος δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

Φυσικά, το φιλμ δεν εμπλέκεται πουθενά σε αυτή την κατηγορία, εκτός και αν αυτές οι ταινίες που προβάλλονται στο Internet είχαν γυριστεί σε φιλμ παλαιότερα και ψηφιοποιήθηκαν ειδικά γι’ αυτή την προβολή. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών δικτυακοί τόποι όπου μπορεί κανείς σήμερα να δει ταινίες, είτε κλασικές μεγάλου μήκους που δεν μπορεί να δει αλλού, είτε ταινίες μικρού μήκους, ή να αγοράσει πλάνα από βιντεοθήκες on-line. Η ποιότητα της εικόνας όμως είναι ακόμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σιγά σιγά με την αύξηση του εύρους ζώνης των γραμμών τηλεπικοινωνίας, η εικόνα βελτιώνεται και θα βελτιώνεται συνέχεια μέχρι να φτάσει κάποια διεθνή στάνταρτ ισάξια της τηλεοπτικής προβολής. Οι γραμμές ADSL είναι γεγονός για πολλές χώρες και τώρα μάλιστα άρχισαν να παρέχονται και στην Ελλάδα, ενώ η βελτίωση σε αυτό το πεδίο είναι συνεχής. Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι στις 9/9/2002 η IBM υπέγραψε με τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ συμφωνία, προκειμένου να ξεκινήσει η προβολή ταινιών τους στο Διαδίκτυο. Άρα, η ψηφιακή προβολή βρίσκει και μια άλλη εφαρμογή πέρα από τις ειδικές κινηματογραφικές αίθουσες: Βρίσκει τη θέση της μέσα στο σπίτι κάθε χρήστη-θεατή.

Ξαφνικά όμως το φιλμ δεν είναι απαραίτητο! Στο Internet, στο DVD, στο βίντεο, στις ψηφιακές αίθουσες η μεταγραφή της διορθωμένης εικόνας σε φιλμ δεν είναι απαραίτητη. Η ψηφιακή προβολή, ως παράλληλη προβολή της προβολής του φιλμ θα λύσει πολλά προβλήματα στις εγχώριες κινηματογραφίες. Αν υπάρξουν τέτοιες αίθουσες στην Ελλάδα, αν τα φεστιβάλ επανδρωθούν με τον ανάλογο εξοπλισμό, δεν έχετε ιδέα πόσα χρήματα θα γλιτώσει τουλάχιστον το ελληνικό κράτος. Ανυπολόγιστα! Δεν θα είναι υποχρεωμένοι οι σκηνοθέτες που γυρίζουν με DV να μεταφέρουν την ταινία τους σε φιλμ με χίλιους άθλιους τρόπους –διότι οι καλές μεταγραφές είναι πανάκριβες, άρα το κόστος παραγωγής έρχεται μία η άλλη– και εφόσον σε αυτήν τη χώρα η κινηματογραφική παραγωγή είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου χρηματοδοτημένη από το κράτος, όλοι θα κερδίσουμε χρήματα με μια παρόμοια επένδυση.
Ο κινηματογράφος παραμένει μια μεγάλη, τεράστια επικερδής βιομηχανία, αλλά από την άλλη δημιουργούνται παράλληλοι κινηματογράφοι με ταινίες κοινών θνητών. Ο καθείς πλέον που θέλει να γυρίσει μια ταινία και να την προβάλει σε ευρύ κοινό μπορεί να το κάνει.
Και αν σήμερα η προβολή ταινιών στο Internet είναι ακόμα στα σπάργανα δεν ισχύει το ίδιο για την προβολή σε υπολογιστή του ή σε τηλεόραση. Ένα VHS ή ένα DVD δεν είναι δύσκολο να παραχθεί. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να τη δείξει και σε μια αίθουσα τη στιγμή που η τεχνολογία γι’ αυτό είναι εδώ; Κι αν είναι δύσκολο να επανδρωθούν όλες οι αίθουσες με ψηφιακές προβολές και όλο το πολύπλοκο σύστημα ταυτόχρονης ή ελεγμένης μετάδοσης, η προβολή εγχώριου προϊόντος σε κάθε χώρα δεν είναι πολύπλοκη υπόθεση. Είναι ίσως βλακεία που σύντομα πρέπει να διορθωθεί, να προβάλλονται στα απομακρυσμένα νησιά μας ταινίες με κόπιες, όταν η μεταφορά της κόπιας είναι τόσο πολύπλοκη και χρονοβόρα υπόθεση. Μια αίθουσα με ψηφιακή προβολή είναι ίσως η ιδανική λύση. Το να φτάσει ένας δίσκος ή μια σειρά από DVD ακόμα και αν είναι χαμηλότερη η ποιότητα –που δεν ισχύει σε πολλές περιπτώσεις– είναι μια πολύ πιο απλή υπόθεση, όταν μάλιστα πολλές ελληνικές ταινίες έγιναν φέτος με κάμερες DV είναι έτοιμες μέσα σε δίσκους και βγαίνουν μόνο σε φιλμ για να φτάσουν στις αίθουσες. Δεν νομίζω ότι η ποιότητα μιας χιλιοπαιγμένης κόπιας είναι καλύτερη από την προβολή μιας ταινίας σε ψηφιακή μορφή με τις σωστές προδιαγραφές. Δεν είδα κανένα να διαμαρτύρεται που οι αίθουσες μας δεν έχουν ούτε μια προβολή στα 70mm, που δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένα IMAX ούτε μια αίθουσα με δυνατότητα αναπαραγωγής Dolby Digital EX. Αν κάνουμε υποχωρήσεις για τις αίθουσες που υπάρχουν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη γιατί δεν κάνουμε και τις ανάλογες για την υπόλοιπη Ελλάδα; Όταν οι κινηματογραφικές λέσχες είναι σε πολλές περιπτώσεις οι μόνοι φορείς που φέρνουν τον κινηματογράφο στα διάφορα μέρη της Ελλάδας, γιατί οι εταιρείες διανομής Αθήνας και Θεσσαλονίκης να μην έχουν τη δυνατότητα να τους δίνουν τις ταινίες σε μορφή άλλη εκτός του φιλμ που φθείρεται;
Όσο για τις ταινίες της αλλοδαπής, θα βρεθεί αργά ή γρήγορα η φόρμουλα που θα επιτρέπει την ψηφιακή τους προβολή. Εξάλλου γυρίζονται τόσες πολλές ταινίες με ψηφιακές κάμερες και είναι έτοιμες για προβολή!

Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: