13 Οκτ 2007

Αισθητικές κλασικές τάσεις και νεωτερισμοί στο μονοφωνικό κινηματογράφο (Θ)

Ήχος στον αφηγηματικό κινηματογράφο είναι η φωνή - σαν μέσο μεταφοράς του λόγου - και μετά όλα τα άλλα.
Οι ταινίες μυθοπλασίας υπόκεινται συνήθως στους βασικούς κανόνες της λογοτεχνικής ανάλυσης που εδώ εστιάζουν το ενδια­φέρον τους στο λόγο ή στα εικονικά στοιχεία που χαρακτήριζαν και τον βωβό κινη­ματογράφο: κάδρο, φωτισμό, μοντάζ.
Οι ήχοι παραμένουν πάντα η απαραίτητη βάση για την αληθοφάνεια της εικόνας, για τη ρεαλιστικότερη απόδοσή της. Η μουσική χαίρει ειδικής μεταχεί­ρισης ως αμιγής μορφή τέχνης που έχει την ικα­νότητα να φορτίζει συναισθηματικά την εικόνα.
Παρόλο που ο ηχητικός κινηματογράφος έχει πολύ περισσότερα χρόνια ζωής από τον βωβό, τόσο οι κριτικοί-θεωρητικοί όσο και η πλειοψη­φία των δημιουργών του θεωρούν το ηχητικό υλικό λεπτομέρεια, αυτονόητη ρεαλιστική ανα­γκαιότητα και όχι πεδίο ιδιαίτερων αισθητικών αναζητήσεων.
Μια θεωρητική προσέγγιση της αισθητικής του ήχου στον κινηματογράφο δεν ακυρώνει ή παραμελεί την αφηγηματική δυναμική της αι­σθητικής των υπολοίπων στοιχείων της κινηματο­γραφικής διήγησης, δηλαδή αυτές που απορρέ­ουν από την ακολουθία εικόνων εν κινήσει, αλλά θεωρεί την "ηχητική μπάντα" αναπόσπαστο κομμάτι του φιλμικού έργου και δεν τη διαχωρίζει από αυτό.

Ο ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου, δυνατός - καθαρός - κυρίαρχος, διανύει μια φανταστική πορεία (πλησιάζει - στα­ματά - απομακρύνεται) πάνω σε gros πλά­να ποδιών που περπατούν γρήγορα... Αυτός ο ήχος και μόνο αποκαλύπτει το τετελεσμέ­νο γεγονός: η γυναίκα έπεσε από το παρά­θυρο. (Ρομπέρ Μπρεσόν, Μια γλυκιά γυναίκα – Une femme douce, 1969)
Η εικόνα αφαιρετική, το κάδρο κλειστό, περιο­ρισμένο. Την αφηγηματική συνέχεια την παρέχει ο ήχος (εδώ, της σειρήνας συγκεκριμένα) που εν­σωματώνει αυτό το επιλεγμένο-περιορισμένο κομμάτι δράσης σε ένα αφηγηματικό σύνολο, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη συνολικής εικονοποίησής του.


Στην εποχή του βω­βού κινηματογράφου μια τέτοια έλλειψη ει­κόνας ήταν απαγο­ρευτική λόγω των αφη­γηματικών κενών που θα δημιουργούσε. Η πρόσθεση αναλυτικό­τερων πλάνων ήταν απαραίτητη.
Χωρίς, λοιπόν, να γί­νεται απόλυτα κατα­νοητό, αλλά λει­τουργώντας πάντα έμ­μεσα στον θεατή, ο κινηματογραφικός ήχος, πέρα από την αληθ­οφάνεια που παρέχει, είναι σημαντικότατο εκφραστικό μέσο. Δημιουργεί αισθητική άποψη και προτείνει αφηγηματικές λύσεις ανάλογες με τις ανάγκες του υλικού.

Το φαινόμενο του «κοκτέιλ πάρτι»

Το 1950, ο καθηγητής ακουστικής Colin Cherry όριζε το «φαινόμενο του κοκτέιλ πάρτι» ως εξής: «Μόνο το εξαιρετικό ενδια­φέρον επιτρέπει να ακούσουμε ένα ηχητικό σήμα του οποίου το επίπεδο είναι λιγότερο από 3db στο μέσο θόρυβο βάσης. Το εν­διαφέρον τότε κατευθύνεται μέσω του Κε­ντρικού Νευρικού Συστήματος από μια κεντρομό­λο διαδικασία που επιτρέπει, από παρότρυνση(προτροπή) ή συσχετισμό, να αποσπάσει επιλε­κτικά σήματα θορύβου».
Αυτό είναι κάτι που το αντιμετωπίζουμε καθημερινά στη ζωή μας. Συνεχώς απομονώνουμε τα ηχητικά σήματα που μας ενδιαφέρουν από τη βαβούρα μέσα στην οποία βρίσκονται. Σ' ένα θορυβώδες περιβάλλον, όλος ο ακουστικός μηχανισμός μαζί με τον εγκέφαλο λειτουργεί σαν μια κονσόλα μίξης που επιτρέπει να απομονώνουμε και να αυξάνουμε το επίπεδο του ηχητικού σήματος, μειώνοντας συγχρόνως την αντικειμενική ένταση των υπολοίπων ήχων.
Ο κινηματογραφικός ήχος μη έχοντας τη δυνατότητα να δημιουργεί την ίδια ακριβώς εστία διαφέροντος για όλους τους θεατές, τουλάχιστον στα γενικά πλάνα πολλαπλής δράσης, επιβάλλει τις επιλογές του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στον ­μονοφωνικό κινηματογράφο, την έλλειψη ή την επιλεκτική χρήση ήχων, όταν π.χ. έπρεπε να ακουστεί η πρόζα για την αποφυγή σύγχυσης, ή μασκαρίσματος. Η σταδιακή αποδοχή του όρου «ομιλών κινηματογράφος» σε σχέση με τον σωστότερό του «ηχητικό» δίνει το στίγμα κυριαρχίας του λόγου σε όλα τα άλλα στοιχεία του ηχητικού κινηματογραφικού υλικού.
Ακόμα και η κωμωδία επηρεάστηκε και θεώρησε το λόγο το πιο σημαντικό της ατού, οπότε ένα νέο είδος εμφανίστηκε, «συγγενές προς το θέατρο» όπως αναφέρει ο Μπαζέν, η αμερικανική κωμωδία. Συγχρόνως, οι παλιές βωβές ταινίες του burlesque ντύνονται ηχητικά με διάφορες μουσικές στίξεις για ενίσχυση των οπτικών gags.
Ο Τσάπλιν, αν και στην αρχή δηλώνει τις αντιρρήσεις του, τελικά ενδίδει και αλλάζει το στυλ του χρησιμοποιώντας πια περισσότερο τις λέξεις από την κίνησή του.

Το ηχητικό gros πλάνο και ο υποκειμενικός ήχος

Μέσα σε όλη αυτή τη φωνολατρεία ο J. Tati προτείνει έναν ηχητικό κινηματογράφο απολαυστικότατο, άξιο ανάλυσης και με­λέτης. Οι ταινίες του Tati είναι κατ' εξο­χήν ηχητικές. Χρησιμοποιεί τη φωνή ως έναν ήχο που παράγει το ανθρώπινο ον ανάμεσα στους άλλους, όπως ακριβώς τα αντικείμενα παράγουν προσωπικούς χαρακτηρι­στικούς ήχους. Τα πρόσωπα μιλούν χωρίς να λένε τίποτα το σημαντικό. Προφέρουν ανούσιες μικρές φράσεις, συχνά ξενόγλωσσες, και άπειρα επιφω­νήματα. Τα αντικείμενα αποκτούν υπόσταση, γί­νονται χαρακτήρες. Το αυτοκίνητο του κ. Ιλό στην ταινία Οι Διακοπές του κ. Ιλό (1953) είναι χαρακτήρας που «παίζει» εντός και εκτός κάδρου από τον χαρακτηριστικό του ήχο και μόνο.
Ο λόγος, στις ταινίες του Τατί, δεν φέρει τη διή­γηση. Αυτή επιτυγχάνεται μέσω της οπτικο­-ακουστικής σύνθεσης. Τα κάδρα του, ως επί το πλείστον γενικά, περι­κλείουν πολλές παράλληλες δράσεις.
Ο Tati αντί να «κόψει» gros πλάνα ή πλάνα με­ρικής δράσης, ώστε να οδηγήσει την επιλογή του θεατή στη δράση που αυτός θέλει, προτιμά τη δη­μιουργία ηχητικών gros πλάνων μέσα στο ίδιο το κάδρο. Ένας ήχος πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι θα επέτρεπε η πραγματική (πλασματική) απόσταση της πηγής εκπομπής του από τη μηχανή λήψης κερδίζει την προσοχή έως ότου ένας άλλος ήχος εστιάσει το ενδιαφέρον σε ένα άλλο σημείο του κάδρου. Άπειρα τέτοια παραδείγματα μπορούμε να βρούμε στο Playtime και στις Διακοπές του Κυρίου Ιλό όπου πρόσωπα που βρίσκονται στο φόντο αποκτούν υπόσταση από τον ήχο που τα χαρακτηρίζει. Ενώ στην εικόνα πολύ συχνά μασκάρονται από άλλα πρόσωπα ή αντικείμενα μέ­σα σε μια επιμελημένη αμέλεια του στησίματος, ξέρουμε πάντα ότι είναι εκεί.

Οι διακοπές του Κυρίου Υλώ (Les vacances de M. Hulot, Jacques Tati, 1953)

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όταν λέμε σχη­ματικά «ηχητικό gros πλάνο» δεν εννοούμε τον υποκειμενικό ήχο. Δηλαδή αυτόν που ακούγεται απομονωμένος από τους υπόλοιπους σαν να ακούγεται μόνο στο κεφάλι του ήρωα. Στο All That Jazz (1979) έχουμε μια κλασική χρήση του στην χαρακτηριστική σκηνή με το μολύβι: Οι ηθοποιοί κάνουν πρόβα και διαβάζουν το κείμενο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Ο σκηνοθέτης, που δεν είναι ικανοποιημένος από την απόδοση, πιάνει ένα μολύβι στα χέρια του τα οποία ενώνει πίσω από την πλάτη της καρέκλας. Σιγά-σιγά οι ήχοι σβήνουν μέχρι να φτάσουμε στην απόλυτη σιωπή και τότε βλέπουμε και ακούμε συγχρόνως το μολύβι που σπάει στα δύο. Το πλάνο, η εικόνα είναι αντικει­μενική, δηλαδή δεν είναι η οπτική γωνία κανενός. Ο ήχος όμως είναι υποκειμενικός. Είναι αυτό που ακούει ο ήρωας της ταινίας.

Ηχητικό gros πλάνο θεωρούμε τον ήχο που ακούγεται καθαρότερα συνυπάρχοντας με τους υπόλοιπους ανεξάρτητα από το μέγεθος του πλάνου. Επιβάλλει απλά την επιλογή που θα έκανε το αυτί σύμφωνα με το φαινόμενο του κοκτέιλ πάρτι.
Στην ταινία O θείος μου, (1958)ο Τατί δημιουργεί μια κωμι­κότατη σκηνή βασισμένη απόλυτα πάνω στη χρήση του ηχητικού gros πλάνου.
Στον κήπο της οικογένειας Αρπέλ γίνεται μια δεξίωση. Ο γιος τους, κρυμμένος πίσω από έναν τοίχο (πλάνο γενικό, ο γιος είναι καδραρισμένος πλάτη και στο βάθος η δεξίωση), σπάει κατά λά­θος ένα κλαδί από ένα δένδρο. Ο θείος του, ο κ. Yλό, προσπαθεί να τον βοηθήσει χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους γονείς του μικρού. Ο τοίχος κόβει κάθετα στα δύο το κάδρο. Ο κ. Αρπέλ είναι εκτός πεδίου, βρίσκεται καθισμένος σε μια κουνι­στή πολυθρόνα στο βάθος του κήπου μαζί με τους προσκεκλημένους του. Καθώς κουνιέται πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα, μπαινοβγαίνει στο οπτικό μας πεδίο με κίνδυνο να αντιληφθεί το γιο του με τον κ. Yλό που προσπαθούν να καλύψουν το πρόβλημα.
Κάθε φορά που ο κ. Αρπέλ βρίσκεται εκτός οπτικού πεδίου, η φωνή του καθώς και οι κουβέντες των επισκεπτών του δεν είναι ευδιάκριτες. Εί­ναι μακρινές και μπερδεμένες όπως είναι λογικό σε σχέση με τη θέση τους μέσα στο κάδρο. Όποτε μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο, η ένταση της φω­νής του και μόνο είναι πολύ μεγαλύτερη και σαφώς δυσανάλογη ως προς την απόσταση της πηγής της από τη μηχανή λήψης.
Αυτό δημιουργεί την αίσθηση της υπερβολι­κής απειλής, η οποία βέβαια προκαλεί το γέ­λιο, το κωμικό.
Ο ήχος εδώ είναι υποκειμενικός χωρίς να χάνει την ιδιότητά του ως κοντινό ηχητικό πλάνο. Έχει δε κεντρο­μόλο τάση και καλεί το βλέμμα να επικεντρω­θεί στο επιλεγμένο ση­μείο. Αυτό δεν αφαιρεί τη δυνατότητα στο θε­ατή να παρατηρεί και να ακούει τα υπόλοιπα στοιχεία της δράσης αφού ακούγονται το ίδιο ευδιάκριτα με τον κυρίαρχο ήχο.

Ο κινηματογραφικός ήχος έχει πολύ συχνά την ιδιότητα, κυρίως όταν δεν οπτι­κοποιείται, να δημιουργεί τις δικές του ει­κόνες. Εικόνες που περιβάλλουν το κάδρο, το επεκτείνουν, το ερμηνεύουν, το ενσω­ματώνουν σε ένα αφηγηματικό σύνολο.
Ο εκτός πεδίου χώρος αποτέλεσε και αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο έρευνας και θεωρητι­κής μελέτης. Οι σκηνοθέτες όλων των εποχών, γοητευμένοι από το πρόβλημα εικονοποίησης του εκτός κάδρου χώρου, τόλμησαν αισθητικές προ­τάσεις βασισμένες σε μια ιδιαίτερα μελετημένη χρήση του ήχου.
Μια ηχητική σύνθεση έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί έναν δεύτερο τόπο. Έναν τόπο που λειτουργεί σαν επέκταση της εικόνας ή, τελείως αντίθετα, έναν τόπο μνήμης μακρινό που συνή­θως προετοιμάζει την άφιξη μιας άλλης εικόνας, μιας άλλης σκηνής.
Στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ,(1975) ο Αντονιόνι, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, δημιουργεί έναν αριστουργηματικό διπλό τόπο. Είναι ένα μονο­πλάνο 6 λεπτών που ξεκινά μέσα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου καδράροντας, μέσα από τα κά­γκελα του παραθύρου, το έξω, και που στη συνέ­χεια βγαίνοντας από τα κάγκελα συνεχίζει να δεί­­χνει το έξω για να ξαναγυρίσει, με ένα πανοραμίκ και στη συνέχεια με τράβελινγκ, να καδράρει το εσωτερικό του δωματίου προς τα έξω πια. Ο ήχος περιγράφει αυτό που δεν φαίνεται: το τι συμβαίνει στον Τζακ Νίκολσον μέσα στο δωμάτιο όταν η εικόνα δείχνει το παράθυρο. Είναι μια ηχητική σύν­θεση με αρχή, μέση και τέλος που περιγράφει τη δολοφονία του ήρωα. Τη στιγμή όμως που αυτός δολοφονείται (κάτι που γίνεται κατανοητό μόνο συνειρμικά μέσα από την ηχητική αφήγηση), ένα αυτοκίνητο σχολής οδηγών μαρσάρει και μασκάρει, όπως είναι φυσικό, οποιονδήποτε ήχο που θα πρόσδιδε αληθοφάνεια και σιγουριά στην ηχητι­κή αφηγηματική πραγματικότητα.
Ο Αντονιόνι, αντί να προτιμήσει την εναλλαγή των τριών σκηνών, δηλαδή του φόνου και των δύο εξωτερικών (της άφιξης και αναχώρησης των δολοφόνων, από τη μια, και την περιπλάνηση της Μαρίας Σνάιντερ που αγνοεί τα πάντα, από την άλλη) κάτι που θα δημιουργούσε αγωνία και ελπί­δα σωτηρίας του ήρωα, τολμά να εντάξει τις δύο εξωτερικές σκηνές στο ίδιο κάδρο αφήνοντας τον φόνο εκτός, που όμως λειτουργεί πιο κοντά στον θεατή αφού διαδραματίζεται στο χώρο μπροστά από την κάμερα, δηλαδή πιο κοντά στο κοινό.
Έτσι, ενώ αποκλείει τη σωτηρία του ήρωα και αφαιρεί το συγκινησιακό στοιχείο από το θεατή, δημιουργεί μια σκηνή καταπληκτικής σύλληψης όπου το κοινό απολαμβάνει την πολυπλοκότητα της δράσης, συμμετέχει ενεργά στη μαγική αυτή σύνθεση γεγονότων, χωρίς να είναι έρμαιο εικονι­κών επιλογών στο όνομα της κορύφωσης της αγωνίας. Η συγκίνηση και η φόρτιση της σκηνής επιτυγχάνεται από την πολυπλοκότητα των επιλο­γών που παρέχει (μέσα από) αυτή την υπέροχη λι­τότητα γραφής.
Η χρήση του ήχου σ' αυτή τη σκηνή επεκτείνει το κάδρο, το ανοίγει. Υπάρχει έντονα η αίσθηση ότι παρακολουθούμε συγχρόνως και το φόνο. Ο ήχος έχει κεντρόφυγο τάση. Καλεί το θεατή να συγκεντρωθεί στον εκτός πεδίου χώρο. Παραμέ­νει όμως στενά συνδεδεμένος με την εικόνα. Είναι ήχοι κοντινοί, συγγενείς προς τα δρώμενα του πλάνου, είναι εντός και εκτός πεδίου και το αντί­θετο, σαφώς αναγνωρίσιμοι και τυποποιημένοι. Ένας ήχος μη τυποποιημένος, που δεν θα παρέ­πεμπε σε καμιά εικόνα συγκεκριμένη, θα γινόταν αντιληπτός ως περιβάλλον ή/ και συμβολικός ήχος και θα έδινε άλλη αφηγηματική ερμηνεία στη σκηνή.

Ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου ο εκτός πεδίου ήχος ορίζει μια δεύτερη ανάγνωση της εικόνας, βρίσκεται στον Πολίτη Κέιν(1941).
Εδώ ο ήχος είναι κεντρομόλος, καλεί το βλέμ­μα να συγκεντρωθεί στη δράση του κάδρου, αν και αυτός παραμένει εκτός πεδίου σε όλη τη διάρ­κεια της σκηνής.
Είναι η σκηνή του πικ-νικ όπου ο Κέιν με τη γυναίκα του βρίσκονται μέσα στο αντίσκηνο, το βράδυ πριν κοιμηθούν, και κουβεντιάζουν.
Η σκηνή αυτή αποτελεί μέρος της διήγηση ς της κ. Κέιν, αφού όπως είναι γνωστό, αυτή η ταινία αποτελείται από αποσπάσματα αφηγήσεων των ανθρώπων που γνώρισαν τον Κέιν πριν το θάνα­τό του. Ένα από τα στοιχεία που έχουμε έως αυτό το σημείο της ταινίας είναι ότι η κ. Κέιν φωνάζει, παραπονιέται, γκρινιάζει χωρίς να μπορεί να αντι­σταθεί στην αυταρχική και δυναμική προσωπικότητα του συζύγου της. Στη σκηνή του πικ-νικ πα­ρακολουθούμε πάλι έναν τσακωμό μεταξύ τους. Έξω, μια ορχήστρα παίζει και κόσμος χορεύει. Ο Κέιν θυμώνει από τις φωνές της γυναίκας του και σηκώνεται όρθιος μπροστά της. Η Σούζαν τον προκαλεί και ο Κέιν τη χαστουκίζει. Αυτή παγώ­νει. Ούτε φωνές, ούτε κλάματα. Όμως απ' έξω αρ­χίζει ν' ακούγέται το κλάμα μιας γυναίκας. Η Σού­ζαν τον ρωτά παγωμένα «Μη μου πεις ότι λυπά­σαι». Αυτός απαντά στον ίδιο τόνο «Δεν λυπά­μαι». Εδώ, το κλάμα της τυχαίας γυναίκας γίνεται σπαραγμός! Στο επόμενο πλάνο η Σούζαν φεύγει από το σπίτι του Κέιν τελειωτικά.
Αν ο Ουέλς και ιδιαίτερα ο Πολίτης Κέιν έμει­νε στην ιστορία του κινηματογράφου για την υπέροχη χρήση του βάθους πεδίου στην εικόνα, μπο­ρούμε σίγουρα να επιβεβαιώσουμε την υπέροχη χρήση του και στον ήχο.
Δύο επίπεδα ηχητικής αφήγησης λειτουργούν παράλληλα και το ίδιο ευδιάκριτα όπου το δεύτε­ρο συμπληρώνει και εμπλουτίζει το πρώτο. Και δεν το πλουτίζει «ρεαλιστικά», δεν τοποθετεί απλώς τη δράση μέσα σε μια ηχητική αφηγημα­τική αληθοφάνεια, αλλά προσθέτει επιπλέον αφη­γηματικά στοιχεία με συμβολική λειτουργία που χωρίς τον ήχο θα ήταν δύσκολο να εικονοποιη­θούν. Το κλάμα της γυναίκας είναι ήχος κεντρο­μόλος, δημιουργεί ένταση στην εικόνα, δεν καλεί το θεατή να στραφεί με περιέργεια προς το έξω, προς το αληθινό γεγονός που το προκάλεσε, αλλά συμπληρώνει και φορτίζει τη συναισθηματική κα­τάσταση των πλάνων χωρίς να γίνεται αυτό αυθαίρετα και να καταντά γελοίο.

Ηλέκτρα Βενάκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 329, 19/02/1994, σελ. 58-62

­

Δεν υπάρχουν σχόλια: