8 Οκτ 2007

HEAT (Α)

HEAT
ΗΠΑ, 1995
2,35:1, Dolby Digital, SDDS
DVD περιοχής 2, με ελληνικούς υπότιτλους από την audiovisual, 2.35:1, Dolby Digital
Warner Bros. Aριθ. καταλόγου: Z6 14192
Σκηνοθεσία: Michael Mann
Σενάριο: Michael Mann
Παραγωγή: Art Linson, Michael Mann
Μουσική: Elliot Goldenthal, Michael Brooks, Brian Eno, Kronos Quartet, Moby, Terje Rypdal
Φωτογραφία: Dante Spinotti
Μοντάζ: Pasquale Buba, William Goldenberg, Doy Hoenig, Tom Rolf
Παίζουν: Al Pacino, Robert De Niro, Val Kilmer, Jon Voight, Tom Sizemore, Diane Venora, Ashley Judd, Mykelti Williamson, Ted Levine


Από την ημέρα που πρωτοείδα την ταινία The Heat στον κινηματογράφο, θυμάμαι ότι με είχε εντυπωσιάσει η κλιμάκωση της αγωνίας και αυτή η υποψία θλίψης που αφήνει, όχι μόνο λόγω του θλιβερού φινάλε της, αλλά συνολικότερα ως αίσθηση. Πώς πετύχαινε αυτή την αίσθηση σε μια ταινία δράσης και μάλιστα με βίαιες σκηνές ανθολογίας; Ερώτημα που γύριζε στο κεφάλι μου για καιρό και συγκεκριμένη απάντηση δεν έβρισκε. Τώρα που βγήκε σε DVD περιοχής 2 με ελληνικούς υπότιτλους, η πρόκληση της ανακάλυψης του μυστικού (που αποκαλύπτεται μόνο έπειτα από πολλαπλή θέαση) ήταν πολύ μεγάλη και οι αντιστάσεις μου μηδαμινές. Ύστερα από άπειρες ώρες προβολής, με την απόλαυση να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, τα συμπεράσματα, επιγραμματικά, είναι τα εξής: τo “The Heat” έχει όλα τα καλά μιας ταινίας αναφοράς, έχει εξαιρετικό ήχο, πανέμορφη εικόνα και εκπληκτική κλιμάκωση της πλοκής και της αγωνίας και μπορεί κανείς να τη βλέπει και να την ξαναβλέπει…

Η ΓΡΑΦΗ

Η υπόθεση δεν είναι απλή. Τρεις συνεταίροι, φίλοι από παλιά από ό,τι φαίνεται, κάνουν επαγγελματικές ληστείες. Αρχηγός της συμμορίας είναι ο Neil McCauley (Robert De Niro), ο οποίος φορά πάντα κοστούμι χωρίς γραβάτα, ενώ τους άλλους δύο βασικούς συνεργάτες, τον Chris Shiherlis και τον Michael Cheritto, υποδύονται αντίστοιχα ο Val Kilmer και ο Tom Sizemore. Οι ήρωες μας δεν είναι αλήτες, δεν είναι «φτηνίαρηδες» εγκληματίες, είναι επαγγελματίες με στιλ, που κερδίζουν πολλά λεφτά με τον τρόπο που γνωρίζουν καλύτερα. Αν χρειάζεται να σκοτώσουν, δεν διστάζουν.
Απέναντί τους, ο Vincent Hanna (Al Pacino) του τμήματος ανθρωποκτονιών του ΛΑ, τους παραμονεύει. Δεν ξέρει τι ακριβώς έχει να αντιμετωπίσει, αλλά κυνηγά μεθοδικά το θήραμά του, ζει όπως ζει και αυτό και οι ανατροπές της ταινίας είναι συνεχείς, δίνοντας το προβάδισμα πότε στον ένα και πότε στους άλλους.
Ο Al Pacino είναι σαφώς πιο εξωστρεφής, σε αντίθεση με τον De Niro που είναι εσωστρεφής και μαλακός μέσα στις σκληράδες του. Όλα τα μέλη της συμμορίας λειτουργούν χαμηλότονα, ζουν την καθημερινότητά τους, γίνονται συμπαθή και, όταν σκοτώνουν, ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτα ότι αυτό αποτελεί μέρος της δουλειάς τους.
Ο Michael Mann, γνωστός από τις επιτυχημένες του τηλεοπτικές σειρές και από την κινηματογραφική του ταινία “Ο Τελευταίος των Μοϊκανών”, έγραψε ο ίδιος το σενάριο και σκιαγραφεί προσεκτικότατα τις προσωπικότητες και τις καταστάσεις.
Πρόκειται για ταινία δράσης, αγωνίας, με αργό ρυθμό, ολοκάθαρους, ζεστούς ήχους, μερικές πολύ καλές, γρήγορες, εντυπωσιακότατες και χορταστικές σκηνές δράσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρώτη φοβερή σκηνή της ληστείας του αυτοκινήτου με τα χρεόγραφα. Όλοι όσοι έχετε δει την ταινία, θα τη θυμόσαστε. Είναι εκπληκτικής σύνθεσης και χορογραφίας, με μια λεπτομέρεια που αξίζει να σημειωθεί. Μόλις οι ήρωές μας χρονομετρούν το σήμα που στέλνεται στην αστυνομία, γνωρίζουν ότι έχουν τρία λεπτά ακριβώς για τη ληστεία και τη διαφυγή τους. Ο σκηνοθέτης σέβεται αυτόν το χρόνο και παίζει μαζί του. Από τη στιγμή που ακούγεται ότι απομένουν τρία λεπτά, περνούν ακριβώς τρία λεπτά της ταινίας (από το 10ο έως το 13ο) μέχρι να βάλουν φωτιά στο ασθενοφόρο με όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Τρία λεπτά διηγητικού χρόνου που ταυτίζονται εδώ με τα τρία λεπτά αφηγηματικού χρόνου.
Αν και όλες οι σκηνές με διάλογο είναι απλές σκηνοθετικά, μάλλον δουλεμένες τηλεοπτικά θα λέγαμε, (δηλαδή στο ένα πλάνο βλέπουμε το ένα πρόσωπο, σε άλλο πλάνο το άλλο, σπάνια και τα δύο μαζί) λειτουργούν και λειτουργούν καλά. Οι διάλογοι είναι απολαυστικότατοι και λειτουργικότατοι, με αποκορύφωμα το διάλογο ανάμεσα στους DeNiro και Pacino στο 83’ 50’’, στο καφέ. Σκηνή ανθολογίας.
Συμβολική γραφή συνήθως δίνει το στίγμα της με το λευκό πλάνο του τούνελ που περνά ο DeNiro, όταν νιώσει για πρώτη φορά ελεύθερος. Και έπειτα από αυτό το τόσο απλά συμβολικό πλάνο πεθαίνει. Θυμάμαι, στην κινηματογραφική αίθουσα που την είδα την πρώτη φορά και δεν ήξερα την έκβαση του φινάλε, σε εκείνο ακριβώς το σημείο κατάλαβα ότι ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης είχε αποφασίσει να σκοτώσει τελικά τον ήρωά του και γι’ αυτό τον περνούσε από το λευκό τούνελ, τον έλουζε μέσα σε ένα μπλε άσπρο φως, με τη μουσική να τον συνοδεύει, να υπαινίσσεται και να γεννά συναισθήματα.


Ο ΗΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Είναι εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η ταινία περιέχει μόνο τέσσερις σκηνές δράσης και άπειρες σκηνές αγωνίας. Μάλιστα η δεύτερη δυναμική σκηνή της ταινίας έρχεται στο 45ο λεπτό, ενώ η πρώτη έχει τελειώσει στο 13ο και όμως η αγωνία υφαίνεται λεπτό με το λεπτό. Η κορύφωση έρχεται με το ρυθμό, την ύφανση της πλοκής και το συντονισμό στοιχείων της διήγησης. Πώς πέτυχε ο σκηνοθέτης αυτό το τόσο τρυφερά βίαιο αποτέλεσμα; Μα, με τον ήχο. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της αίσθησης οφείλεται στην ιδιαίτερα προσεγμένη χρήση της ηχητικής μπάντας.
Ο ήχος σε αυτή την ταινία δε έχει αφηγηματικό χαρακτήρα, δεν φέρει δηλαδή στοιχεία της αφήγησης. Δεν υπάρχουν σημαντικοί ήχοι εκτός πεδίου, που να περνούν αριστερά, δεξιά ή πίσω και να καθορίζουν σημεία της πλοκής. Ο ήχος λειτουργεί ρυθμικά και μόνον, προσδίδοντας αυτήν τη χαρακτηριστική άργητα και μια αίσθηση θανάτου στις σκηνές. Ποτέ ένας ήχος ή μια ατμόσφαιρα δεν βρωμίζουν μια σκηνή, ποτέ δεν «καβαλούν» στην επόμενη. Γεννιούνται, αναπτύσσονται και πεθαίνουν μέσα στο πλάνο που τους έχει ανάγκη. Στην πρώτη ενότητα, όταν ο DeNiro διασχίζει το νοσοκομείο για να κλέψει το φορτηγάκι, μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς τους μικρούς ευδιάκριτους ήχους που συνοδεύουν τα πλάνα που αυτός βλέπει, ήχοι που σταματούν με ρυθμική ακρίβεια στα πλάνα που ο ίδιος ο DeNiro περπατά στους διαδρόμους. Στην τρίτη ενότητα πάλι όταν ο Val Kilmer είναι στο φορτηγό και περιμένει τη στιγμή για να ξεκινήσει για τη ληστεία, το ραδιόφωνο του φορτηγού παίζει κάτι άσχετο και λερώνει την καθαρότητα της μουσικής που φορτίζει την εικόνα, δημιουργεί σύγχυση στο θεατή και στον ήρωα, γι’ αυτό και αυτός, ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του πλάνου, το σταματά. Η μουσική πανταχού παρούσα, πάντα χαμηλά όμως, αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της ταινίας. Το The Heat περιέχει δύο, τρία μουσικά εκπληκτικά θέματα, που επανέρχονται στη διάρκεια της αφήγησης και πάμπολλες άλλες μικρές μουσικές παρεμβάσεις. Λειτουργεί συναισθηματικά και η χρήση της μέσα/έξω από το surround είναι ιδιαίτερα μελετημένη.
Στη σκηνή του θανάτου της ανήλικης πόρνης (19η ενότητα, 57’) ξεκινά στα μπροστινά ηχεία, απλώνει στο surround, δυναμώνει και κορυφώνεται όταν ο Hanna κρατά στην αγκαλιά του την απελπισμένη μητέρα, ορίζοντας το μέτρο της συγκίνησης των ηρώων και κατ’ επέκταση των θεατών και ξαναμαζεύεται, χωρίς να σβήνει, στο πλάνο που ο Hanna επιστρέφει στο εστιατόριο και βρίσκει μόνη της τη γυναίκα του. Ένα άλλο παράδειγμα εξαιρετικής φινέτσας στη χρήση της μουσικής βρίσκεται στην πρώτη συνάντηση του DeNiro με την αγαπημένη του, όταν αυτή τον ρωτά αν νιώθει μόνος (9η ενότητα, 27’ 40’’). Έως εκείνη τη στιγμή, μια λυρική μουσική συνοδεύει τη συνάντησή τους, η οποία διακόπτεται στιγμιαία όταν η Eady τον ρωτά αν νιώθει μοναξιά. Ο De Niro μπαίνει στο πετσί του σκληρού του ρόλου, αποστασιοποιείται, χαϊδεύει το πηγούνι του, η μουσική δεν έχει πλέον ρόλο ύπαρξης και σταματά. Ο De Niro λεει το γνωστό κλισέ «Είμαι μοναχικός, δεν νιώθω μόνος» και ο σκηνοθέτης δεν του χαρίζεται. Του αφαιρεί την υποστήριξη της μουσικής και αυτό που λέει πέφτει στο κενό, δεν συγκινεί κανέναν. Μόλις όμως η Eady, πιο ειλικρινής με τον εαυτό της, του ανταπαντά ότι νιώθει μοναξιά, η λυρική μουσική ξαναρχίζει και συνοδεύει τη σκηνή ως το τέλος της. Εκπληκτική είναι και η χρήση της στη σκηνή του αποχωρισμού του Val Kilmer από τη γυναίκα του (ενότητα 41, 131’25’’). Το μουσικό τους θέμα που ακούγεται τρεις φορές όλες και όλες μέσα στην ταινία, το θέμα του χωρισμού, ή θέμα της Charlene όπως μπορεί κανείς να το ορίσει, σε αυτήν τη σκηνή λειτουργεί μαγικά. Τελειώνει δε μέσα στο πλάνο του Val Kilmer μέσα στο αυτοκίνητο, αφήνοντας για έναν ελάχιστο χρόνο το πλάνο άδειο, μετατρέποντάς το σε νεκρό πλάνο, σε πλάνο μνήμης. To ίδιο έχει συμβεί και στη σκηνή του DeNiro με την Eady, που μόλις αναφέραμε. Όταν ο DeNiro την κοιτά το πρωί να κοιμάται και φεύγει, η μουσική τον αφήνει για λίγο στο τέλος μόνο, και αυτή η αίσθηση της ακίνητης στο χρόνο εικόνας γεννά υπόγεια, υπαινικτικά και μαγικά αυτήν τη γλυκιά αίσθηση του θανάτου.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Η ταινία αναλώνει πολύ χρόνο στο να υφάνει τον ιστό των συναισθημάτων των ηρώων. Ασχολείται σε μεγάλες σκηνές με την προσωπική τους ζωή και οι ερωτικές τους ιστορίες αποτελούν μεγάλο μέρος της αφήγησης. Οι γυναίκες είναι παρούσες, καθορίζουν το ψυχικό background των ηρώων και παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Μερικά από τα βασικά μουσικά θέματα που ακούγονται θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τα θέματα των γυναικών. Μόνο όσο είναι αυτές στο κάδρο ακούγονται, σαν να περιγράφουν περισσότερο τα δικά τους συναισθήματα.
Στις τελευταίες σκηνές και οι έξι ήρωες χωρίζουν με κάποιον τρόπο από τις γυναίκες τους. Οι τρεις λιγότερο ανεπτυγμένοι χαρακτήρες πεθαίνουν βίαια και με αυτό τον τρόπο αποχωρίζονται από τη σύντροφό τους. Οι άλλοι τρεις χωρίζουν με τον τρόπο που έζησαν. Ο Al Pacino χωρίζει από τον τρίτο του γάμο, κυνηγώντας το είδωλό του στον καθρέφτη, τον εγκληματία Neil McCauley. Ο Neil McCauley πεθαίνει από το όπλο του κυνηγού του Vincent Hanna, αφού έχει ζήσει ένα μεγάλο έρωτα. Αν και πίστευε ότι «δεν πρέπει να δένεσαι συναισθηματικά με τίποτε που δεν μπορείς να αφήσεις μέσα σε 30 δευτερόλεπτα, αν οι συνθήκες το απαιτούν» –και πράγματι αυτό κάνει με την αγαπημένη του– δεν το κάνει με αυτόν που έχει δεθεί συναισθηματικά, μέσα από ένα άλλο ισχυρότατο συναίσθημα: το μίσος. Ο μόνος που φαίνεται ότι θα ζήσει με κάποια ελπίδα επαναφοράς της ζωής του σε μια κανονικότητα είναι ο Chris, ο οποίος πράγματι αφήνει τη γυναίκα του σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα. Το μπλε πλάνο με τη μουσική που τον συνοδεύει σε αυτό το τελευταίο πλάνο του στην ταινία, στο 133’, με αυτήν τη μουσική που τελειώνει λίγο πριν από την ανάσα του, μας δίνει ελπίδες.
Το The Heat είναι μια από τις εντυπωσιακότερες και ομορφότερες συνθέσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και το DVD που κυκλοφορεί προσφέρει μια από τις καλύτερες μεταφορές στο νέο μέσο. Αν και δεν θα βρείτε καθόλου έξτρα πληροφορίες, μόνο επιλογή υποτίτλων και ενοτήτων, γεγονός που μάλλον δικαιολογείται από το μεγάλο μήκος της ταινίας συνολικής διάρκειας 164 λεπτών, η αγορά του θα σας αποζημιώσει με το παραπάνω.


Ηλέκτρα Βενάκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 48, Απρίλιος 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: