8 Οκτ 2007

DTS VERSUS DOLBY DIGITAL (Τ)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΗιΤΕCH, τεύχος 38, Μάιος 1999

Μέσα στη μάχη για τη κυριαρχία στον ψηφιακό κινηματογραφικό ήχο, που ξεκίνησε πριν από 4 χρόνια περίπου, τρία συστήματα, το DTS, το Dolby Digital και το SDDS, συναγωνίζονταν για την καθιέρωσή τους, τότε. Σήμερα, φαίνεται ότι τα δύο πρώτα, τουλάχιστον, συνεχίζουν να έχουν τα ίδια ποσοστά επιτυχίας.
Μέχρι πρότινος, όμως, στον οικιακό κινηματογράφο και στο ιδανικό μέσο του, το DVD, η κυριαρχία της Dolby ήταν αξεπέραστη.

Μόλις τον Γενάρη του ’99, το DTS άρχισε να εμφανίζεται στα DVD. Γύρω στις 30 ταινίες έχει ανακοινώσει μέχρι το τέλος του χρόνου. Οι περισσότεροι τίτλοι–με 2-3 εξαιρέσεις- είναι των εταιρειών Universal και Dreamworks του Spielberg. Ως γνωστόν, η Universal είχε, στην αρχή της μάχης, υποστηρίξει σθεναρά το DTS βγάζοντας ταινίες με αυτό, ως μοναδικό ηχητικό φορμά, δεσμεύοντας κατά πολύ τις αίθουσες. Ο Spielberg με το Jurrasic Park, πρώτη ταινία σε DTS (και μόνον) ανάγκασε διανομείς και αιθουσάρχες σε σκληρές και βιασμένες επενδύσεις. Σήμερα, βέβαια η Universal και η Dreamworks τυπώνουν τις ταινίες τους και στα 3 φορμά, όπως ακριβώς κάνουν και οι περισσότερες εταιρείες του Hollywood και έχουν εκδώσει εδώ και καιρό τις ταινίες τους σε DVD με Dolby Digital. Τα DVD που έφθασαν στα χέρια μας με ήχο DTS για σύγκριση με αυτά με Dolby Digital, περιέχουν ταινίες που κατασκευάσθηκαν την εποχή της μεγάλης μάχης και έχουν ως μοναδική κινηματογραφική μίξη αυτή της DTS.
Η πρόκληση για σύγκριση είναι μεγάλη, διότι μέχρι τώρα δεν μπορούσαμε να συγκρίνουμε τις ίδιες ταινίες και στα δύο συστήματα στην ίδια αίθουσα. Οι οιεσδήποτε διαφορές στην ηχητική ποιότητα του ενός συστήματος με το άλλο, τη στιγμή που αφορούσαν διαφορετικές ταινίες, θα μπορούσαν κάλλιστα να οφείλονται στις καλλιτεχνικές επιλογές του κινηματογραφικού επιτελείου.

Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Οι τέσσερις ταινίες που συγκρίναμε, είναι παραγωγές του ’94, ’95, ΄96 και ΄97: The Shadow, Apollo 13, Dragonheart και Dante’s Pick. Το The Shadow στην έκδοση DVD (είτε με Dolby είτε με DTS) είναι απρόσεκτο: είναι κομμένο ώστε να χωρά στην τηλεοπτική οθόνη, σε 1.33:1 και η μίξη του δεν είναι από τις πιο δουλεμένες που έχουμε ακούσει, όπως επίσης και αυτή του Dragonheart. Στις άλλες δύο ταινίες οι διαφορές είναι εμφανείς και σημαντικές για τις συγκρίσεις. Το Dante’s Pick είναι η πιο πρόσφατη (κινηματογραφική) δουλειά από όλες, ενώ είναι το πρώτο DVD της σειράς DTS. Ο ήχος είναι εκπληκτικά καθαρός, λαμπερός, προκαλώντας τον θεατή να παρασυρθεί σε λεπτομέρειες της εικόνας στο βάθος του κάδρου, ενώ να ακούει, παράλληλα, ευδιάκριτα και σταθερά τον ήχο του μπροστινού αντικειμένου. Αυτές οι λεπτομέρειες είναι εμφανείς στις σκηνές που ανοίγει η γη μέσα στα χιόνια, οι σταλαχτίτες σε πρώτο πλάνο, είναι μόνιμα ηχητικά παρόντες, ενώ στο βάθος μας παρασύρει ένας ήχος μιας πέτρας που κλυδωνίζεται και πέφτει. Όμορφες πινελιές, που προσθέτουν στην αφήγηση της εικόνας. Στους δυνατούς ήχους εκρήξεων, στο Apollo 13 παραδείγματος χάρη, ακούγονται κάποια διακριτικά, αλλά ευδιάκριτα μεταλλικά ηχάκια που, όσες φορές και να ακούσαμε το Dolby Digital, δεν καταφέραμε να τα ξεχωρίσουμε. Αυτοί οι ήχοι δίνουν βάθος και διάρκεια στο κινηματογραφικό γεγονός, που διαδραματίζεται στην εικόνα. Το εντυπωσιακό όμως, ήταν ότι μετά από προβολή μιας ολόκληρης σκηνής, το Dolby Digital κέρδιζε σε εντυπώσεις. Στους ήχους εκτός πεδίου εικόνας που κάποια στιγμή εντοπίζονται μέσα στο κάδρο, ή στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, όταν ένας ήχος βρίσκεται μέσα στην εικόνα, αλλά με μια πανοραμική κίνηση της μηχανής βρίσκεται εκτός -δεξιά, αριστερά ακόμη και πίσω- η διαδρομή του ήχου στο Dolby ήταν μαλακότερη και φυσιολογικότερη, σαν να ήταν καλύτερα ψυχοακουστικά μελετημένη. Έδενε με τα δρώμενα της εικόνας και δεν αποπροσανατόλιζε τον θεατή. Στο The Shadow είναι χαρακτηριστική η σκηνή του μπαρ, όπου ανοίγει με κοντινό πλάνο της τραγουδίστριας και με αργή πανοραμική κίνηση, η κάμερα την αφήνει πίσω μας, για να ψάξει και να βρεί ανάμεσα στον κόσμο, τον ήρωα. Εκεί, η κάμερα θα σταματήσει και, έκτοτε, θα τον παρακολουθήσει. Στο DTS, η καθαρότητα της φωνής και της μουσικής υπερτερεί σαφώς, από την εκδοχή σε Dolby. Έχει περισσότερο βάθος, όγκο, μέταλλο. Λείπει αυτό το πέπλο της συμπίεσης του Dolby. Αντίθετα, όταν η γυναικεία φωνή βγαίνει από το κάδρο και θεωρητικά πρέπει να περάσει μαλακά στο αριστερό κανάλι, σαν να απομακρυνόμαστε από αυτήν μαζί με την κάμερα, το Dolby αποδείχτηκε πιο πειστικό, με συνεχόμενη μαλακή ηχητική απομάκρυνση, ενώ στο DTS είχαμε την αίσθηση ότι η φωνή ξαφνικά “πετάχτηκε” στην άκρη του αριστερού μας ηχείου.
Συνολικά, λοιπόν, η αίσθηση που δημιουργήθηκε μετά τη σύγκριση είναι σχεδόν ίδια με αυτή που δημιουργήθηκε και μετά από ανάλογη σύγκριση στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τα δύο συστήματα είναι εν γένει ισάξια με ελάχιστες διαφορές. Κάπου κερδίζει το ένα και κάπου το άλλο. To DTS κερδίζει σε ευκρίνεια και χάνει σε χωροταξική ενότητα. Ίσως, το κέρδος της ευκρίνειας να έχει αυτό το κόστος. Το Dolby Dgital από την άλλη, δεν έχει τόση ευκρίνεια κυρίως στους σύνθετους ήχους, αλλά έχει πιο στρογγυλό ήχο, πιο ολοκληρωμένο όπου η σφαιρική αίσθηση του χώρου που περιβάλλει την εικόνα αποδίδεται πιστότερα και δεν αφήνει το θεατή να αποσπαστεί από την κινηματογραφική συνολική αφήγηση.
Για να είμαστε σαφείς, αυτές οι διαφορές, δεν είναι εμφανείς σε μια ή δύο προβολές, ούτε στον θεατή του κινηματογράφου ούτε στον θεατή του Home Theater και όποιος πει ότι μπορεί να διακρίνει τις διαφορές χωρίς να γνωρίζει πιο ηχητικό σύστημα παίζει, μετά από μια ολόκληρη προβολή (και όχι σκηνή, σκηνή) θα ψεύδεται ή θα αυθυποβάλλεται. Το παιχνίδι είναι απ’ ότι φαίνεται καθαρά οικονομικό, ανάμεσα στον άρχοντα του κινηματογράφου Dolby και στο αουτσάιντερ από την Καλιφόρνια, το DTS, που εμφανίσθηκε το 1993 και μέσα σε 6 μόλις χρόνια έχει κατακτήσει την αγορά. Κάποιες, όμως, άλλες διαπιστώσεις που έγιναν από αυτή τη σύγκριση των τεσσάρων τυχαίων ταινιών, αξίζουν τη προσοχή μας.

ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μια πρώτη παρατήρηση που ίσως ενδιαφέρει τους καταναλωτές είναι ότι αυτά τα 4 DVD σε DTS δεν έχουν τους υπότιτλους, ούτε τις μεταγλωττίσεις, ενώ έχουν όλα τα υπόλοιπα συμπληρωματικά στοιχεία που βρίσκουμε και στα αντίστοιχα DVD με DolbyDigital. Μια από τις πιο συχνές ερωτήσεις που ζητά απάντηση στις ιστοσελίδες της DTS είναι, το αν η συμπίεση της Dolby της επιτρέπει να βάλει περισσότερα πράγματα στο DVD και αν η έλλειψη συμπίεσης του DTS κρατά πολύ χώρο. Εύλογα, λοιπόν, βλέποντας ότι δεν υπάρχουν μεταγλωττίσεις, αντιλαμβανόμαστε το κέρδος σε χώρο που μένει στο DVD/DTS. Ίσως αυτό να αποτελέσει ένα πρόβλημα στη μάχη της κυριαρχίας.
Η σημαντικότερη όμως παρατήρηση που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή, είναι ότι για να αποδώσουν σωστά, τα διαφορετικά αυτά ηχητικά φορμά, χρειάζονται διαφορετική αντιμετώπιση από την καλλιτεχνική ομάδα κατά τη διάρκεια του μοντάζ ήχου και της μίξης. Είχαμε δει το Apollo 13 στο σπίτι, από laser-disc, διότι δεν είχαμε προλάβει την κινηματογραφική του προβολή σε αίθουσες DTS. Μας είχε φανεί ότι ο ήχος του ήταν μπερδεμένος, παραφορτωμένος και μερικές φορές η έντονη χρήση της μουσικής σκέπαζε τα πάντα υποβάλλοντας σώνει και καλά τον θεατή σε μια «εκ των άνω» συγκίνηση. Στην προβολή του DVD με ήχο DTS, ανακαλύψαμε ότι δεν υπήρχε ηχητικό «λέρωμα», αν και υπήρχε κατά τη γνώμη μας υπερβολή, αλλά ο ήχος αυτός καθαυτός ήταν ολοκάθαρος. Τολμούμε λοιπόν, να κάνουμε μια διαπίστωση στο γιατί πιθανότατα είχε συμβεί αυτό. Η κινηματογραφική ομάδα του ήχου πρέπει να είχε υπ’όψιν της την αδυναμία του DTS για ηχητική συνέχεια μέσα στον χώρο, περιόρισε λοιπόν, σε συγκεκριμένους ήχους -όπως οι εκρήξεις- τις ηχητικές συνθέσεις, δεν τις άπλωσε σε πολλά πλάνα (κάτι που θα πρόδιδε την αδυναμία του συστήματος και θα αποσπούσε τον θεατή) και κάλυψε μεγάλες ενότητες πλάνων οι οποίες είχαν χρονική συνέχεια αλλά χωρική ασυνέχεια, με μουσική. Δεν φοβήθηκαν, βέβαια, το «μπούκωμα» του ήχου διότι η ευκρίνεια μεγάλου εύρους συχνοτήτων είναι το ατού του DTS.
Αυτή η διαπίστωση εγείρει ένα σημαντικότερο πρόβλημα που προκύπτει από την αποδοχή α) ότι ο πολυκάναλος ψηφιακός ήχος στα κινηματογραφικά προϊόντα είναι σαφέστατα καλύτερος και αποτελεσματικότερος, β) υπάρχουν ακόμη εγγενείς δυσκολίες, ελαττώματα, περιορισμοί και κατ’επέκταση διαφοροποιήσεις στα δύο κυρίαρχα ηχητικά συστήματα. Οι κινηματογραφικές ταινίες, όμως, είτε πρόκειται για προβολή σε αίθουσα είτε μέσω DVD, βγαίνουν πλέον και στα δύο ηχητικά συστήματα, με αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, συνύπαρξης και του SDDS, μόνον για τις αίθουσες. Μήπως, οι καλλιτέχνες του ήχου πρέπει ν’ αρχίσουν να τα λαμβάνουν υπ’όψιν τους; Κι αν ναι, αυτό, πως μπορεί να γίνει τη στιγμή που κάποια πράγματα στο Dolby και στο DTS χρειάζονται εκ διαμέτρου αντίθετη αντιμετώπιση; Ακόμη, τι συμβαίνει με τις επανεκδόσεις παλαιότερων ταινιών σε DVD με Dolby Digital ή DTS; Υπάρχουν οι κατάλληλες μίξεις για τέτοια εγχειρήματα ή αποτελούν αυθαίρετες επεμβάσεις των μεγάλων εταιρειών στα καλλιτεχνικά έργα;

Ερωτήματα που θα βρουν σιγά, σιγά τις απαντήσεις τους, έτσι μας λέει η ιστορία. Είναι πολύ νωρίς για συμπεράσματα, αφού οι σκηνοθέτες και οι τεχνικοί δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί πλήρως, μέσα από λάθη και πειραματισμούς, ποια θα είναι η ουσιαστικότερη χρήση του πολυκάναλου ψηφιακού ήχου. Οι αφηγηματικές του δυνατότητες δεν έχουν ακόμη βρεθεί και περιορίζεται προς το παρόν στην ευκρινέστερη απόδοση των ηχητικών σημάτων στη πλειονότητα των ταινιών.
Σημαντικές απόπειρες ουσιαστικής χρήσης του ήχου έχουν καταγραφεί την εποχή του τετρακάναλου αναλογικού και σίγουρα παρόμοιες ευφάνταστες χρήσεις θα εμφανισθούν και στη δική μας ψηφιακή εποχή. Παράδειγμα ο Δράκουλας του Coppola. Στα περιφερειακά ηχεία, μια μαλακή ατμόσφαιρα νύχτας σε εξοχή, τη στιγμή που τα τρία μπροστινά κανάλια είναι νεκρά, πάνω σε μια εικόνα (μάλλον ανώδυνη από μόνη της) μιας άμαξας που απομακρύνεται στο βάθος πηγαίνοντας προς τον πύργο του Δράκουλα. Αυτός ο ήχος στην πλάτη, παράλληλα με το απόλυτο κενό μπροστά, δεν είναι δυνατόν να μην ανατριχιάσει τον θεατή. Ο εντοπισμός της ηχητικής πηγής πίσω, δεν είναι εύκολο πράγμα και λειτουργεί μάλλον υποσυνείδητα. Στο Blade Runner, η μετάλλαξη μιας μουσικής που γεμίζει το χώρο σε ήχο ενός ανεμιστήρα ενός δωματίου, γίνεται με σταδιακή αφαίρεση μουσικών οργάνων, ενώ παράλληλα, ο ήχος αρχίζει να αφαιρείται από τα περιφερειακά και να μικραίνει, να προσπαθεί να χωρέσει στο κάδρο της εικόνας μέχρι που καταλήγει να ακούγεται μόνο από το κέντρο. Στο Τhe Thin Red Line, η ηχητική μπάντα έχει κάτι απόμακρο εκτός από τον αφηγητή, ο οποίος ακούγεται καθαρά και πολύ μπροστά. Όλοι οι άλλοι ήχοι (ακόμη και οι βόμβες που πέφτουν μπροστά μας) διαχέονται σε όλα τα κανάλια, σαν να αποτελούν μνήμη και όχι παρόν. Στα Τέσσερα Δωμάτια, στο κομμάτι του Tarantino, υπήρξε η ενδιαφέρουσα αν και αποτυχημένη απόπειρα διαφορετικής ατμόσφαιρας φόντου στα δύο περιφερειακά κανάλια. Στο Casino, που ήταν μόνο DTS, ο Scorsese δοκιμάζει κάποιες ακρότητες που επιτρέπει η ψηφιακή εγγραφή (όπως το άναμμα του τσιγάρου στην απόλυτη σιωπή του ψηφιακού κενού χώρου) και δεν τα επαναλαμβάνει στο Kundun, το οποίο είχε μίξη Dolby Digital και SDDS. Αυτά όλα τα παραδείγματα, ελάχιστα μπροστά στη πληθώρα αυτών που ακούσαμε στην ώριμη ηχητικά δεκαετία ‘70-’80, δείχνουν ότι τα καλά δεν έχουν έρθει ακόμη.
Μέχρι σήμερα, οι αποκαλούμενοι sound designers –όρος της πολυκάναλης εποχής- ασχολούνται κατ’ αποκλειστικότητα με κατασκευές συγκεκριμένων ήχων. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποκαλούνται sound effects designers, αλλά όχι βέβαια sound designers. Εδώ δημιουργείται η ίδια παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί με το soundtrack μιας ταινίας που θα έπρεπε να αποκαλείται musictrack. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμη κανένα βραβείο σε μεγάλα φεστιβάλ για το sound designing, ειδικότητα που σίγουρα στο μέλλον θα παίζει σημαντικότατο ρόλο στη χρήση της ηχητικής μπάντας ως φορέα της αφήγησης πλέον και όχι μόνον ως ρεαλιστική απεικόνιση των δρώμενων της εικόνας. Κάποιοι από αυτούς θα ειδικευτούν στις ιδιαιτερότητες του DTS και κάποιοι άλλοι σε αυτές του Dolby. Κάποιες ταινίες θα συνεχίσουν να μιξάρονται συντηρητικά και για τα τρία φορμά και κάποιες άλλες θα κάνουν τις επιλογές τους και θα προαποφασίζουν σε ποιο φορμά θα βγουν.

Γι’ αυτό, καλό είναι να ενημερώνονται σωστά οι καταναλωτές προϊόντων DVD (κάτι που στις ΗΠΑ, μέσω της Foundation of Artists Rights με πρωτεργάτες τον Spielberg και τον Scorsese, έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται) ώστε να γνωρίζουν ποιο είναι το πρωταρχικό φορμά της ταινίας, τόσο για την εικόνα όσο και για τον ήχο. Θα πρέπει κάποια στιγμή να γίνει: να αναγράφονται αυτές οι πληροφορίες στο οπισθόφυλλο του DVD.
Και επειδή η μάχη της κυριαρχίας θα συνεχισθεί, για λίγο ή για πολύ κανείς δεν ξέρει, με βελτιώσεις και διαφοροποιήσεις, αν –και μόνον εάν- ο καταναλωτής/θεατής γνωρίζει τι πρέπει να ακούσει και να δει, θα βγει σίγουρα κερδισμένος.

Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: