8 Οκτ 2007

Ο ΤΙΓΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ (Α)

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 62, Ιούλιος 2001

Crouching Tiger, Hidden Dragon
2.35:1, Dolby Digital 5.1, έγχρωµο, Διάρκεια: 120 λεπτά
Παραγωγή: Ang Lee, William Kong, Li-Kong Hsy
Σκηνοθεσία: Ang Lee
Σενάριο: Du Lu Wang, Hui-Ling Wang, James Schamus,
Φωτογραφία: Peter Pau
Μοντάζ: Tim Squyres
Μουσική: Tan Dun, Yo-Yo Ma σόλο τσέλο
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Timmy Yip
Παίζουν: Yun-Fat Chow, Michelle Yeoh, Chen Chang, Zizy Zhang, Pei-pei Cheng
DVD, περιοχής 2, αναµορφικό 2.35:1, Dolby Digital 5.1 στα κινεζικά και στα αγγλικά, υπότιτλοι: αγγλικά, πολωνικά, τσεχικά, ουγγρικά, τουρκικά, εßραϊκά, ßουλγαρικά, ελληνικά, αραßικά, πορτογαλικά Πρόσθετες Παροχές: Συνέντευξη της Michelle Yeoh, ντοκιµαντέρ µε συνεντεύξεις συντελεστών και σκηνές από τα γυρίσµατα, τρέιλερ, φωτογραφίες, ηχητικό σχόλιο του σκηνοθέτη

O ΤΙΓΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ

Δεν ξέρω αν θυμάστε την πρώτη αίσθηση που είχαμε ως Έλληνες θεατές, όταν αυτή η ταινία βγήκε στις αίθουσες. Μια ταινία για τις πολεμικές τέχνες! “Όπως αυτές του Μπρους Λι ή του Τσάκι Τσαν;” αναρωτήθηκαν πολλοί. “Τι να δούμε εκεί; Ανθρώπους να κονταροχτυπιούνται µε τις ώρες; Βαρετό θα είναι µάλλον”...
Και όμως πρόκειται για µία από τις πιο πολυßραßευµένες οσκαρικά ξενόγλωσσες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, παίζεται µμήνες στις αίθουσες, αυτές γεμίζουν και οι θεατές βγαίνουν γεμάτοι έντονα συναισθήματα...

Η ταινία “Ο Τίγρης και ο Δράκος” κυκλοφορεί ήδη σε DVD περιοχής 2 και η αγορά του είναι µάλλον υποχρεωτική. Μόνο η ιδιωτική προβολή της επιτρέπει να λειτουργήσει η συγκίνηση που προτείνει, η οποία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή μετά τη δεύτερη θέαση. Η πρώτη προβολή, η οποία παρουσιάζει καταστάσεις, προκαλεί συγκινήσεις και συναισθήματα άγνωστα σε εμάς τους δυτικούς, ξενίζει και µόνο η αποδοχή µιας άλλης κουλτούρας μάς επιτρέπει να βγούμε από την αμηχανία και να αφεθούμε σε μια αλλού τύπου απόλαυση: αυτήν του Τίγρη και του Δράκου.
Την είδα την πρώτη εßδοµάδα της κυκλοφορίας της, σε µια κατάµεστη αίθουσα µε το κοινό εν δράσει. Γέλια στις επίμαχες σκηνές και ηλίθιες απορίες διάσπαρτες πάνω στα καλύτερα σηµεία της δράσης. Οι άνθρωποι πετούν µέσα στο φιλµικό περιßάλλον και οι Έλληνες θεατές δεν είναι συνηθισμένοι στα θαύματα... Η κυκλοφορία του DVD επέτρεψε να γίνει αυτή η περιβόητη ώσμωση ανάμεσα στο θεατή και το έργο· ένα έργο που από όπου και να το κοιτάξεις δέος σου προκαλεί. Αυστηρό µε την έννοια του στοχοπροσηλωμένου στη λιτότητα της γραφής, απελευθερώνει το συναίσθημα, σαν μοναχός που μέσα από την άσκηση και την πειθαρχία ξαναβρίσκει το νόημα...

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Κινηματογραφικός χαµαιλέων ο Ang Lee, όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν οι κριτικοί, σε επτά µόλις ταινίες έχει ασχοληθεί µε πολλά και ποικίλα κινηματογραφικά είδη.
Από το “Γαµήλιο Γεύµα” έως τη “Λογική και Ευαισθησία”, υπάρχει πολύς δρόμος για να διανυθεί και ο Lee τον διένυσε. Έπειτα από ένα σερί τριών ταινιών στο Χόλιγουντ, στις οποίες οι ηθοποιοί μιλούν αγγλικά, αποφασίζει να κάνει γυρίσματα στην Κίνα, η πρωτότυπη εκδοχή της ταινίας είναι στα κινεζικά και το θέµα βασίζεται σε ένα βιβλίο του διάσημου στην Ταϊλάνδη, συγγραφέα Wang Du Lu, γραμμένο στις αρχές του 20ού αιώνα.
Αν και ο βασικός σεναριογράφος δεν μπόρεσε να διαβάσει ποτέ τη νουβέλα, διότι δεν γνωρίζει κινεζικά και αυτή δεν έχει µμεταφραστεί στα αγγλικά, η ομάδα του σεναρίου κατάφερε να δημιουργήσει µια πολύπλοκη σύνθεση, η οποία δικαίως διεκδίκησε µια υποψηφιότητα στην κατηγορία της στα Όσκαρ.
Τι πραγματεύεται η ταινία; Τον έρωτα, µε δύο γυναίκες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και δύο άνδρες δίπλα τους. Ανάμεσα τους, κάποιες σκηνές µάχης και µία κλοπή. Αυτό είναι όλο. Συνήθως οι πολεμικές τέχνες χαρακτηρίζουν ταινίες B-movies, ενώ εδώ έχουμε ένα έργο υψηλής αισθητικής,
που καταφέρνει να συνδυάζει την παράδοση της Ανατολής για τις πολεμικές τέχνες µε το δράμα και την εξέλιξη των χαρακτήρων, καθώς επίσης και µε τις χολιγουντιανές προδιαγραφές του κινηματογράφου-διασκέδασης. Όπως συνηθίζεται, σε αυτές τις ταινίες οι γυναίκες κρατούν παθητικούς και σαφέστατα δεύτερους ρόλους, εδώ όμως είναι οι πρωταγωνίστριες, αυτές οδηγούν την ιστορία.
Οι δύο γυναίκες, οι βασικές µας ηρωίδες, ανοίγουν την ενότητα των σκηνών μάχης σε μια εκπληκτική χορογραφία που αφήνει άφωνο το θεατή. Όλες κι όλες οι σκηνές αυτές είναι έξι, η καθεμία µε τη δική της γραφή, το δικό της ύφος και τη δική της γοητεία. Ο Lee έδωσε διαφορετικό ρυθμό σε κάθε σκηνή, διαφορετικά όπλα, διαφορετική χορογραφία, διαφορετική σκηνοθεσία, διαφορετική αντίληψη. Και είναι όλες τους μαγικές. Σκηνές που ανεβάζουν την αδρεναλίνη, σκηνές που λειτουργούν δραματικά, σκηνές ερωτικές, µμεγάλης ποίησης και συγκίνησης. Οι χορογραφίες µαχών παραπέμπουν µάλλον στη δομή του μιούζικαλ, σκηνές που αναπτύσσονται µόνο για την απόλαυση που παρέχουν, ενώ η δραματουργική τους σημασία μπορεί να περιοριστεί σε ελάχιστα αφηγηματικά δευτερόλεπτα.
Χορογράφος σε αυτή την ταινία και σκηνοθέτης των σκηνών αυτών, ο διάσημος πλέον και στο δυτικό κόσμο Yuen Wo-Ping, ο χορογράφος του Matrix και πολλών, φυσικά, άλλων ταινιών στην Ασία, οι οποίες δεν έφτασαν ίσως ποτέ στη χώρα µας ή, αν έφτασαν, θα ήταν μέσα από μικρό κύκλωμα διανομής.

ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Η φωτογραφία της ταινίας, που τιµήθηκε µε το ανάλογο Όσκαρ, είναι εξαιρετική. Χρησιμοποίησαν φιλµ χαμηλού κοντράστ µε φιλµ 35 Super, που σημαίνει ότι θα είχαν επιπλέον απώλειες από το Blow up και κράτησαν τα κοντράστα στους ανάμεσα τόνους, χωρίς να πάνε στα άκρα. Το ζητούμενο ήταν να παραπέμπει η εικόνα στις υδατογραφίες της αρχαίας Κίνας, που αφήνουν την αίσθηση του κάτι ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό. Ο ρεαλισμός, έχει πει πολλές φορές ο Lee, ήταν αναγκαίος για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ το φαντασιακό –σπρωγµένο στα όρια, είναι αλήθεια– για να συγκινήσει και να αφήσει την ευαισθησία ελεύθερη. Γι’ αυτόν το σκοπό µείωσαν τα κοντράστα, άφησαν µόνο τους ενδιαμέσους τόνους, αφαίρεσαν σχεδόν από παντού το µπλε, προσανατολιζόμενοι προς την κυριαρχία του ενός τόνου, η οποία αυξάνεται όσο προχωρά η ταινία όπου το φανταστικό κερδίζει το ρεαλιστικό.
Το κάδρο της ταινίας είχε οριστεί στην αρχή να είναι το 1.66:1 ή ακόµα και 1.33:1, διότι οι σκηνές των µαχών έχουν ανάγκη από ανάπτυξη σε ύψος και αυτή η αναλογία πλευρών θα ßόλευε. Επειδή όμως στην Ασία (όπως και στην Ελλάδα εξάλλου) οι περισσότεροι κινηµατογράφοι δεν ßγάζουν τη µάσκα του 1.85:1., υπήρχε ο κίνδυνος η ταινία να προßαλλόταν στο µεγαλύτερο ποσοστό της κοµµένη. Έτσι, αφού οι επιλογές ήταν περιορισµένες προς το µακρόστενο φορµά, αποφάσισαν να την τραßήξουν στο 2.35:1, όπου τα τοπία θα αποδίδονταν καλύτερα. Τώρα, είχαν να συνθέσουν τις σκηνές διαγώνια στο κάδρο. Τα καρέ της ταινίας στις σκηνές των µαχών είναι σαφώς πειραγµένα –φαίνεται διά γυµνού οφθαλµού–, αλλά όχι πολύ. Όπως δηλώνουν ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής φωτογραφίας σε συνεντεύξεις τους, δεν κατέßηκαν ποτέ κάτω από τα 20 καρέ/δευτερόλεπτο. Αυτή η µικρή επιτάχυνση κρύßει ατέλειες των κινήσεων µε τα σχοινιά, χωρίς να αλλοιώνει την αληθοφάνεια της κίνησης. Σηµειωτέον ότι ελάχιστα πράγµατα έγιναν ψηφιακά και τα περισσότερα πλάνα δράσης είναι αυτά του γυρίσµατος.
Η τελειότητα της γραφής, η αυστηρότητα της κίνησης σε όλα τα άλλα πλάνα, η σχεδόν ακινησία, η χρήση του fade, του dissolve και των cut είναι έξοχα µελετηµένες. Η κλιµάκωση των πλάνων, παραδείγµατος χάρη, από µεσαία σε κοντινά στη σκηνή της αντιπαράθεσης της µικρής Τζεν µε το δάσκαλό της Λι Μου Μπάι, είναι εκπληκτικής οµορφιάς. Η κάµερα πλησιάζει το θέµα της προοδευτικά, δηµιουργώντας την ανάλογη συγκίνηση. Ο ήχος του σπαθιού είναι πρωταγωνιστής, η µουσική που συνοδεύει όλες αυτές τις εικόνες και δίνει νόηµα στο συναίσθηµα που ξεπηδά από μέσα τους διακρίνεται για την εξαιρετική λιτότητα, τη διακριτικότητα και τη δύναµή της παράλληλα. Όπως ακριßώς και οι ήρωες. Στήνονται στο κάδρο ακίνητοι, ενώ εκφράζουν τα πάντα µέσα από αποχρώσεις της έκφρασης. Ένα ßλέµµα, µια ρυτίδα που κουνιέται, µια µικρή κίνηση, µέχρι να έλθει η στιγµή της αντιπαράθεσης στη µάχη και να εκφραστούν τα σώµατα. Σώµατα που πετούν, που αντιδρούν ταχύτατα, σε σηµείο που το µάτι να µην τα ßλέπει, αλλά να τα αισθάνεται µέσα από τους ήχους των ρούχων (ßλέπε παράδειγµα στο 45ο λεπτό).
Ίσως στις αίθουσες να ακούστηκαν στην αρχή κάτι γελάκια, µάλλον αµηχανίας, τώρα που το σκέφτοµαι, διότι η φαντασία θέλει τόλµη και πρέπει να φτάνει στην υπερßολή για να µας ßγάλει από τον εαυτό µας, να ξεπεράσουµε τις λογικές που ισχύουν στο κεφάλι µας και να ξαναπροσδιοριστούµε, όπως πολύ σοφά λέγεται µέσα στην ταινία. Και “Ο Τίγρης και ο Δράκος” το πετυχαίνει. Δεν προκαλείται τυχαία τόση συγκίνηση σε ένα τόσο πλατύ κοινό, από µια ταινία στιλ κουνγκ φου.

Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: