5 Μαΐ 2009

ΤΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ (Α)

DAS BOOT
1981: 145min, Έγχρωμο, Dolby, 1,66:1
H νέα εκδοχή του σκηνοθέτη, 1997, 220min, Έγχρωμο, Dolby SR, SDDS, 1,85:1
Σκηνοθεσία : Wolfgang Petersen
Σενάριο : Lothar G. Buchheim, Wolfgang Petersen
Φωτογραφία : Jost Vacano
Μοντάζ : Hannes Nikel
Μουσική : Klaus Doldinger
Παίζουν : Jurgen Prochnow, Herbert Gronemeyer, Klaus Wennemann, Hubertus Bengsch, Martin Semmelrogge.

Όπου ο πόλεμος δεν είναι απλώς μια εφετζίδικη περιπέτεια.

Η αίσθηση που μένει από μια ταινία σπάνια κατανοείται και συγκεκριμενοποιείται στα επιμέρους στοιχεία της κινηματογραφικής γραφής που την δημιουργούν. Το παλιό κακό ερώτημα, «τι είναι πιο σημαντικό η φόρμα ή περιεχόμενο;» είναι μάλλον ξεπερασμένο και σίγουρα ανούσιο. Δεν δύναται να υπάρχει περιεχόμενο χωρίς φόρμα, δηλαδή αυτό που λέμε κοινά “καλή υπόθεση” χωρίς να υπάρχει σαφής και συνειδητή επιλογή των στοιχείων της εικόνας και του ήχου, των δύο δηλαδή δομικών συστατικών της κινηματογραφικής τέχνης. Μια ταινία για να μείνει στη μνήμη και να έχει τη δύναμη να συγκινεί ακόμη και στη δεύτερη ή τρίτη προβολή της, πρέπει να έχει γραφή. Και το Das Boot έχει.
Γερμανική ταινία του 1981, δημιουργεί φοβερή αίσθηση στην Αμερική εκείνη την εποχή -ήταν υποψήφια για 6 Όσκαρ, γεγονός πρωτάκουστο μέχρι τότε για ξενόγλωσση ταινία με υπότιτλους- και κερδίζει την εκτίμηση καλλιτεχνών και κοινού σε όλο τον κόσμο. Δεκαέξι χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης της αποφασίζει να προβάλλει τη δική του ολοκληρωμένη εκδοχή, διάρκειας 3,5 ωρών, 105 ολόκληρα λεπτά μεγαλύτερη, δηλαδή, από την εκδοχή του '81.
Το Υποβρύχιο είχε παιχτεί, τότε, στη Γερμανική τηλεόραση, σε σειρά συνολικής διάρκειας 6 ωρών, οπότε ο Petersen είχε επιπλέον υλικό. Προσθέτει σκηνές που πλουτίζουν τους χαρακτήρες, διορθώνει την εικόνα και ξαναδημιουργεί με τις νέες ψηφιακές δυνατότητες του σήμερα όλο τον ήχο.
Αν και το αρχικό κινηματογραφικό φορμά της εικόνας ήταν 1.66:1, ο σκηνοθέτης προτίμησε να την προσαρμόσει στο 1.85:1, φορμά πιο οικείο στους σημερινούς θεατές. Ο ψηφιακός ήχος της κινηματογραφικής κόπιας είναι SDDS, άρα στην Ελλάδα δεν θα τον ακούσετε ποτέ, ενώ των DVD είναι Digital Dolby Surround, με πραγματικά εκπληκτική απόδοση.

Ένα έπος, όπου περιγράφεται η ζωή των μελών ενός γερμανικού υποβρυχίου τύπου U-96 που κάνει περιπολία στον Ατλαντικό, το '41. Ο κυβερνήτης (χωρίς ιδιαίτερο όνομα) δεν είναι Ναζί, γεγονός που αποφορτίζει τη ταινία από οποιαδήποτε υποψία προπαγάνδας. Στο πλήρωμα βρίσκεται και ένας πολεμικός ανταποκριτής (πάνω στο βιβλίο του οποίου στηρίχτηκε η ταινία) και μέσω αυτού μαθαίνουμε πολλά πράγματα για το υποβρύχιο, τους Αγγλους, τους Γερμανούς και τον πόλεμο γενικά. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται μέσα στο υποβρύχιο, δημιουργώντας ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον όπου οι εξωτερικοί ήχοι -από βόμβες βυθού μέχρι απαλές συνεχείς σταγόνες νερού- συνθέτουν το αποτελεσματικότερο ατού του.

Η γραφή της ταινίας φλερτάρει με το ντοκιμαντέρ, όπου παύσεις της δράσης και σκηνές αγωνίας εναλλάσσονται με μεγάλη φυσικότητα -όπως υποθέτουμε ότι γινόταν στην πραγματικότητα- σκηροί άνδρες "σπάνε", χαμηλότονοι άνδρες μεγαλουργούν, στόχος συγκεκριμένος δεν υπάρχει, ο θεατής δεν ταυτίζεται συγκινησιακά με κανέναν από το πλήρωμα, δεν υπάρχει καλή ή κακή έκβαση της πλοκής, δεν υπάρχουν ήρωες και δειλοί. Εδώ κυριαρχεί η αναμονή και όχι η δράση. Δεν υπάρχει νίκη παρά μόνο η επιβίωση. Είναι μια ταινία όπου η βία και η αγριότητα του πολέμου δεν είναι ωραιοποιημένη, δεν γοητεύει, αν και τα πλάνα της είναι υπέροχα. Η σταδιακή μείωση, κατά τη διάρκεια της ταινίας, των πλάνων όπου το υπερήφανο υποβρύχιο αναδύεται και σχίζει τα νερά, μας μεταδίδει πολλά περισσότερα από χίλιες λέξεις. Η φρίκη του πολέμου δεν μεταφράζεται σε πτώματα, αίματα και διαμελισμένα κορμιά. Υπάρχει μόνο στα βλέμματα, στα πρόσωπα που αφουγκράζονται όλους τους ήχους για να αντιληφθούν σε ποια κατάσταση βρίσκονται (βλέπετε, τότε, δεν υπήρχαν ραντάρ) και στο απομυθοποιητικό, τραγικό και άδοξο τέλος των ηρώων μας. Δεν αρκεί να ξεπεράσει κανείς τα ανθρώπινα όρια για να επιζήσει σε περίοδο πολέμου -το έκαναν. Δεν αρκούν οι ηρωικές πράξεις και οι χαρισματικοί αρχηγοί -υπάρχουν. Ο πόλεμος είναι αμείλικτος και δεν χαρίζεται ούτε στους ήρωες. Ίσως μόνο ένας Γερμανός θα μπορούσε να μας το δώσει τόσο ξεκάθαρα και τόσο ωμά: αυτά που συμβαίνουν δεν θα τα ευχόμασταν ούτε στον εχθρό μας.Το Das Boot χωρίς ίχνος ηθικό-φιλολογίας, ηρωικών ή μη ηρωικών καταστάσεων, αφήνει στο τέλος έντονη μία και μόνη διαπίστωση: ο πόλεμος δεν είναι μια εφετζίδικη, ψιλό-μελοδραματική περιπέτεια.

Η Κινηματογραφική φόρμα


Η νέα εκδοχή του Υποβρυχίου, με τον νέο ψηφιακό ήχο και το καινούργιο κινηματογραφικό κάδρο, αξίζει μια εκτενέστερη τεχνική και κατ’ επέκταση αισθητική ανάλυση.
Ποιο είναι το σημαντικό στοιχείο της ταινίας; Ανεπιφύλακτα όλοι μπορούν να απαντήσουν το Υποβρύχιο. Αυτό κυριαρχεί στην ταινία διάρκειας 3μιση ωρών. Ένα αντίγραφο του U-96 κατασκευάστηκε για τα γυρίσματα ώστε και οι ηθοποιοί να αποκτήσουν μέσα από τις δυσκολίες που θα συναντούσαν μια οικειότητα με το φυσικό περιβάλλον. Διακόσιοι πενήντα άνθρωποι, επί δύο ολόκληρα χρόνια δούλεψαν γι' αυτή την ταινία, μέσα σε δύο κατασκευασμένα υποβρύχια U-96 σε φυσικό μέγεθος και σε τρία μικρότερα αντίγραφα.
Μια ταινία όμως εστιασμένη εξ ολοκλήρου σε ένα υποβρύχιο δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για πλούσια διακόσμηση και στην εικόνα και στον ήχο. Στην εικόνα, οι κινήσεις της μηχανής είναι περιορισμένες, λόγω χώρου, στον ήχο δεν υπάρχει δυνατότητα για επιπλέον ήχους που να μην έχουν συγγένεια με το αντικείμενο, δηλαδή με το υποβρύχιο. Κι όμως η ταινία είναι πλούσια και εντυπωσιακή, τόσο στα κάδρα και στη κίνηση της μηχανής όσο και στην ηχητική της σύνθεση. Αυτό επιτεύχθηκε επειδή υπήρξε -και αυτό είναι σαφές- άποψη για την οπτική γωνία των πραγμάτων. Δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν υπάρχει κάτι που είναι τυχαίο, κάτι που δεν ερμηνεύεται αφηγηματικά και δε λειτουργεί δραματουργικά. Όλη η μαγική σύλληψη της κατασκευής αυτής της ταινίας είναι ότι η εικόνα είναι κλειστή, συγκεντρωμένη προς το εσωτερικό του κάδρου, ενώ ο ήχος ανοίγεται έξω από αυτήν και την περιβάλλει, όπως το νερό περιβάλλει το υποβρύχιο. Οι ναύτες, οι κάτοικοι του, δεν βλέπουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν. Βλέπουν με τα αυτιά τους και τη προσοχή τους. Υπάρχουν 4 σκηνές εκτός υποβρυχίου, μία της εισαγωγής, στο δρόμο πριν την αναχώρηση, το πάρτι της αναχώρησης, το χριστουγεννιάτικο δείπνο και ο ανεφοδιασμός στην Ισπανία, και η σκηνή του φινάλε. Όλα τα υπόλοιπα πλάνα είναι εν πλω.

Δύο είναι οι βασικές κατηγορίες πλάνων μέσα στο υποβρύχιο.
Τα πλάνα του πανικού και τα πλάνα της απραξίας, τα οποία είναι κατά πολύ περισσότερα. Στα πλάνα της απραξίας δεν υπάρχει ποτέ ένα πρόσωπο μόνο του μέσα στο κάδρο, πάντα η εικόνα είναι μπουκωμένη με κεφάλια, χέρια, σώματα που περνούν μπροστά από την κάμερα και δημιουργούν την αίσθηση του αδιαχώρητου. Η εικόνα περιγράφει τη ζωή μέσα στο υποβρύχιο και η μηχανή κινείται γρήγορα -όπως τα σώματα των ναυτών- και αρκετά χαμηλά. Συνήθως βρίσκεται στο ύψος του στήθους ενός μέσου ναύτη. Μια μικρή φορητή μηχανή επέτρεψε την ευελιξία της κίνησης και τη δημιουργία της αίσθησης της συμμετοχής και της ταύτισης με την οπτική γωνία των ανθρώπων που ζουν σε ένα υποβρύχιο.
Αν και το νέο κάδρο, το 1, 85:1 κερδίζει σε πλάτος, το πλάτος του σκηνικού είναι ούτως ή άλλως τόσο μικρό, που περιορίζοντας τα πάνω και κάτω όρια του κάδρου, αντίθετα με ό,τι θα πίστευε κανείς, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο σφικτή, πιο αποπνικτική.
Στα πλάνα του πανικού, περιέχονται τα πλάνα της αναμονής και τα πλάνα της δράσης. Στη δράση, η εικόνα αποκτά σκληρά κοντράστ, έντονες φωτοσκιάσεις, από την υποτιθέμενη αλλαγή ή και κατάργηση των φωτισμών και (με τη βοήθεια προσομειωτή στο γύρισμα) μια ανεξέλεγκτη κίνηση που δεν επιτρέπει στον θεατή να τα δει όλα, πιάνει ένα κομμάτι φωτισμένου σώματος εδώ, ένα χέρι ή ένα απεγνωσμένο βλέμμα μετά, μια κίνηση απελπισίας να αρπαχτεί κάποιος από κάπου. Τα χάνει. Οι σκηνές καταστροφής και έντονης δράσης έρχονται πάντα δυναμικά και συχνά απρόβλεπτα. Η αντίθεση απόλυτης σιωπής και έντονων εκρήξεων είναι μια τεχνική που απ’ ότι φαίνεται αρέσει πολύ στους δημιουργούς της ταινίας (και φυσικά είχαν πλέον την δυνατότητα να τη δημιουργήσουν με το ψηφιακό ήχο) και είναι αλήθεια ότι λειτουργεί μαγικά και αποτελεσματικότατα. Η αναμονή σ’ αυτή τη ταινία κρατά πολύ περισσότερο απ’ ότι έχουμε συνηθίσει να περιμένουμε για την ανατροπή, και με έναν ιδιαίτερα ευφάνταστο τρόπο: Εκεί που όλοι περιμένουμε κάτι κακό, ο σκηνοθέτης χαμηλώνει τους τόνους, πετά ένα άλλο πλάνο που μας παρασύρει σε άλλους συνειρμούς –όπως συμβαίνει καις τη ζωή- και η λήξη της αναμονής έρχεται απρόβλεπτα. Τρανταχτό παράδειγμα βρίσκουμε στη σκηνή όπου ο πολεμικός ανταποκριτής, μέσα στην αγωνία του Γιβραλτάρ (κεφάλαιο 39) θέλει να πάει στην τουαλέτα και ο καπετάνιος μόλις έχει ανέβει επάνω. Ο Γιόχαν είναι στην τουαλέτα και βγαίνει. Όλοι είμαστε καχύποπτοι με τον Γιόχαν διότι μόλις πριν από λίγο είχε "σπάσει". Απασχολεί το μυαλό μας, διότι νοιώθουμε ότι είναι μια καινούργια σκηνή που αρχίζει. Και τότε ακούγεται η φωνή του καπετάνιου ότι δέχονται επίθεση, η κατάσταση αλλάξει άρδην και πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα ξεχνώντας πάλι τον Γιόχαν.
Στα καθαυτά πλάνα της αναμονής, η αφηγηματική διάρθρωση είναι εντελώς διαφορετική: Εδώ ο ήχος παίζει σημαντικότατο ρόλο. Δένει λειτουργικά με την εικόνα και της δίνει το νόημά της. Αν στις σκηνές έντασης ο ήχος γεμίζει τα ηχεία, μπουκώνει την εικόνα και δημιουργεί την αίσθηση της απαιτούμενης σύγχυσης, στις σκηνές αναμονής καθώς και στις σκηνές αγωνίας ο ήχος υφαίνει γύρω από την εικόνα μια πραγματικότητα που δεν είναι ορατή. Υπάρχει όμως και ορίζει το στίγμα της αφήγησης.

Το υποβρύχιο και οι ήχοι του

Ο ήχος σε αυτή την ταινία χωρίζεται σε τρεις ευδιάκριτους ομόκεντρους θα λέγαμε κύκλους: στον πρώτο κύκλο ανήκουν οι φωνές και οι ήχοι που ακούγονται μέσα στο υποβρύχιο και οι οποίοι δημιουργούνται από τους ναύτες ή τα όργανα. Οι ήχοι από τα όργανα συνήθως είναι πιστοί στις ρεαλιστικές καταγραφές εκτός από μερικές περιπτώσεις που λειτουργούν αφηγηματικά με εξαιρετικά διακριτικό τρόπο. Παράδειγμα στο κεφάλαιο 17 του DVD, όταν όλοι θέλουν να ακούσουν το υδρόφωνο, που παράγει ένα μόλις διακριτό ήχο, ένα ρολόι τοίχου εμποδίζει τους ήρωες να συγκεντρωθούν και δημιουργεί υποσυνείδητα φοβερή ένταση στους θεατές. Στη συνέχεια, ο ήχος του ρολογιού συνοδεύει όλες τις σκηνές με το υδρόφωνο καθώς και κάποιες σκηνές αναμονής, δίνοντας την αίσθηση του χρόνου που περνά ενώ προσθέτει αγωνία που δεν θα υπήρχε στη σκηνή αν τον αφαιρούσαμε. Ο ήχος αυτός είναι σαφώς αφηγηματικός διότι μια προσεκτική ακρόαση της ταινίας επιτρέπει να διαπιστώσουμε με βεβαιότητα ότι ο ήχος μπαινοβγαίνει μόνον όταν είναι απαραίτητος συναισθηματικά και αφηγηματικά και δεν λειτουργεί ως ρεαλιστική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Σε αυτό το πρώτο επίπεδο ήχων, στον εσωτερικό κύκλο δηλαδή που ανήκει στην εικόνα, εντάσσεται και ένα μεγάλο μέρος της μουσικής. Αυτής που ακούγεται από τους αγαπημένους δίσκους του καπετάνιου. Μουσική γαλλική επί το πλείστον, με τραγούδια της Εντίθ Πιάφ και άλλων, να συνοδεύουν τις χαλαρές στιγμές στις σκηνές αναμονής, την ώρα του φαγητού και του ύπνου. Μουσικές που προσθέτουν ηρεμία στις σκηνές και μια αναπόληση για τις εποχές χωρίς πόλεμο.
Στο δεύτερο επίπεδο ανήκουν οι ήχοι του υποβρύχιου. Πρόκειται για ήχους εκτός κάδρου που περιβάλλουν τους κατοίκους του, αλλά είναι κοντινοί και οικείοι. Το υποβρύχιο μιλά και εκφράζεται σε αυτούς που το γνωρίζουν. Όπως συμβαίνει σε όλοι μας, όταν είμαστε εξοικειωμένοι με ένα μηχάνημα (όπως το αυτοκίνητό, ο υπολογιστής μας ή οτιδήποτε άλλο) αναγνωρίζουμε το τι μας λέει. Έτσι και το υποβρύχιο. Παράγει τους δικούς του προσωπικούς ήχους, με τους οποίους ο σκηνοθέτης προσπαθεί να μας εξοικειώσει από την αρχή: με το χαμηλό σόναρ στους τίτλους, και με την σκηνή όπου ο καπετάνιος αποφασίζει να βυθίσει το υποβρύχιο όσο πιο βαθιά γίνεται στην αρχή της ταινίας (Κεφάλαιο 8, 22ο λεπτό στο DVD περιοχής 2). Σ’ αυτή τη σκηνή του ψεύτικου συναγερμού, όλοι συστήνονται : βλέπουμε στα βλέμματα των ναυτών το τι νοιώθουν, ενώ ακούμε αυτό που νοιώθει το υποβρύχιο. Αφουγκραζόμαστε μαζί με το νεαρό πλήρωμα τα ηχητικά χαρακτηριστικά της πίεσης του νερού, τις αντοχές των υλικών, ενώ μας δίνονται λεκτικές πληροφορίες για το τι ακούμε. Έτσι, ο θεατής αρκετά σύντομα καταφέρνει να ξεχωρίζει τους ήχους του υποβρυχίου από τους άλλους εξωτερικούς ήχους: αυτούς των εχθρών.
Οι ηχητικές ποιότητες του υποβρυχίου από αυτές των εχθρικών δεν διαχωρίζονται εύκολα από ένα μη εξοικειωμένο αυτί. Γι’ αυτό, όπως φαίνεται, από το σενάριο αποφασίστηκαν σκηνές όπου ο καπετάνιος μας συστήνει τους ήχους . Γνωρίζει δε όλους τους ήχους τόσο καλά, ώστε στο κεφάλαιο 35, στο 3 λεπτό, συνομιλεί με το σόναρ. Ένας ήχος του σόναρ, μία φράση του καπετάνιου, ένας ήχος μία φράση.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες ήχων, που έρχονται και οι δύο από τα έξω, είναι, δηλαδή, εκτός κάδρου, υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Πέρα από την ηχητική τους διαφορετική ποιότητα, την οποία ο θεατής αρχίζει να αναγνωρίζει, τα κάδρα που τους συνοδεύουν είναι διαφορετικά. Στα πλάνα όπου ακούμε το υποβρύχιο, τα βλέμματα συνήθως είναι στραμμένα προς τα κάτω, οι ναύτες είναι σε στάση συγκέντρωσης, προσπαθώντας να καταλάβουν με τις αισθήσεις τους, τα όρια του, ενώ αντίθετα στους εξωτερικούς εχθρικούς ήχους το βλέμμα φεύγει προς τα έξω. Ο ήχος του υποβρύχιου είναι κεντρομόλος θα λέγαμε, μαζεύει την εικόνα προς τα μέσα, ενώ οι εχθρικοί ήχοι είναι κεντρόφυγοι. Βέβαια, πολλές φορές μέσα στην ταινία τα όρια ανατρέπονται , χωρίς το εφέ να χάνει την αφηγηματική του αξία . Στα πλάνα αναμονής δεν θα δούμε συχνά ένα πρόσωπο μόνο του στο κάδρο, μόνο τον καπετάνιο και αυτόν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Οι ναύτες είναι πάντα κινηματογραφημένοι δύο, δύο, τρεις, τρεις. Μόνο μετά τη καταστροφή στο Γιβραλτάρ, τα πρόσωπα διεκδικούν μια μοναδικότητα στη κινηματογράφηση. Γίνονται άνδρες και φοβούνται να πεθάνουν. Από αυτή τη σκηνή και μετά, υπάρχουν κοντινά πλάνα των πιο συχνών ηρώων, ώστε να ξεχωρίσουν από το σύνολο, να τους δούμε και ίσως να ταυτιστούμε. Παράλληλα, όσο εξελίσσεται η δράση η εικόνα στο εσωτερικό του υποβρυχίου χάνει την καθαρότητά της, σκόνη γεμίζει τους κλειστούς χώρους και χάνεται η διαύγεια του κάδρου. Οι ήχοι πολλαπλασιάζονται, ενώ κάποιοι πλέον γνωστοί ήχοι "ξεκολλούν" από τον ηχητικό καμβά, φωτίζονται δηλαδή με έναν ιδιαίτερο τρόπο και εντείνουν την αγωνία.
Το ίδιο συμβαίνει και στα εξωτερικά πλάνα όταν το υποβρύχιο αναδύεται από το νερό. Στην αρχή, τις αναδύσεις τις συνοδεύουν μουσικές εξωδιηγητικές δυθυραμβικές μελωδικές στίξεις και το υποβρύχιο περιτριγυρίζεται από καθαρό ουρανό, μπλε καθησυχαστική θάλασσα. Αργότερα θα περιτριγυρίζεται από γκρι ουρανό και γκρι θάλασσα που δεν θα μπορεί κανείς να τα διαχωρίσει, ενώ το μουσικό θέμα θα βρει τη μελαγχολία του και πολύ αργότερα θα προστεθούν και τα κύματα -ηχητικά και οπτικά- που θα υποχρεώνουν τον καπετάνιο να το βυθίζει για πιο ασφάλεια. Όλη αυτή η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δημιουργείται σταδιακά και έξω από το νερό, ενισχύεται και από το στήσιμο των ηρώων μέσα στο κάδρο. Όποτε πηγαίνουν για επίθεση ή είναι αισιόδοξοι τα βλέμματά τους είναι στραμμένα προς τα άκρα του κάδρου, δηλαδή η εικόνα έχει σημεία φυγής. Αφουγκράζονται τον εχθρό, τον περιμένουν, τον προκαλούν. Όταν έχουν να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις, κοιτούν προς τα εμπρός, προς τα εμάς και ξανακλείνουν οποιοδήποτε άνοιγμα καθώς αρνούνται να αποδεχθούν ότι ακούν αυτό το αόρατο "έξω" που δεν θέλουν να πλησιάσει, που δεν θέλουν να το δουν, που δεν θέλουν να υπάρχει. Η ψυχολογική πίεση που ασκείται γίνεται εντονότερη από τη μη οπτικοποίηση του κινδύνου. Αυτά τα τρία σαφώς διακριτά ηχητικά επίπεδα, οι τρεις αυτοί ομόκεντροι κύκλοι ορίζουν διαφορετικά την ανάγνωση της εικόνας και καθορίζουν το τελικό καλλιτεχνικό κείμενο.

Ηλέκτρα Βενάκη
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό HiTECH, τεύχος 41, Σεπτέμβριος 1999
Διαβάστε περισσότερα ...