8 Οκτ 2007

Οι ηχητικοί τόποι στις τέσσερεις ταινίες της Αντουανέττας Αγγελίδη (Θ)

Δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Αντουανέττα Αγγελίδη» Εκδόσεις Αιγόκερως, Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Ο ήχος στον κινηματογράφο θεωρείται –και δικαίως- ως αναπόσπαστο στοιχείο της αφήγησης. Δεν μπορεί να μελετηθεί ξεχωριστά ακόμα και όταν βρίσκεται έξω από την κινηματογραφική διήγηση. Ο διαχωρισμός της «ηχητικής μπάντας» από την «εικόνα» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις θεωρητικές προσεγγίσεις μιας άλλης εποχής που σήμερα, όμως, δεν έχει πλέον κανένα νόημα.

Γι’ αυτό το λόγο ο ήχος στις τέσσερεις ταινίες της Αντουανέττας Αγγελίδη δεν μπορεί να μελετηθεί χωριστά από την εικόνα. Η αναφορά του είναι πάντα η εικόνα ή, το αντίστροφο: Αναφορά της εικόνας είναι πάντα ο ήχος. Ο ήχος δεν χρησιμοποιείται ως ενίσχυση της ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας –ακόμα κι αν αυτή θεωρείται φανταστική- λειτουργεί προσθετικά, σαν μη αυτόνομο δομικό στοιχείο που συνυπάρχει με τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν το κινηματογραφικό έργο.

Υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες ήχων στο έργο της Αγγελίδη που επανέρχονται σε όλες τις ταινίες.

Οι φωνές στις ταινίες της έχουν διπλή χρήση. Είτε υπηρετούν την ρεαλιστικότητα της εικόνας και μένουν στο παρόν της διήγησης, ή γίνονται σχόλιο κοντινό στο θεατή, μπροστά από την εικόνα, στο χώρο μπροστά από την οθόνη και δίνουν βάθος ή/και χρόνο στα δρώμενα.
Οι κύριες φωνές στις ταινίες της είναι κατά το πλείστον γυναικείες, και φέρουν το σχόλιο.
Γυναικείες φωνές σε ανδρικά σώματα, γυναικείες βαριές φωνές σε παιδικά θηλυκά σώματα (ΤΟΠΟΣ), γυναίκα φέρει το βάρος όλης της αφήγησης (ΩΡΕΣ), γυναίκα είναι ο Κλέφτης και ένας άνδρας απαγγέλλει Αντιγόνη ( Ο ΚΛΕΦΤΗΣ). Οι φωνές όταν αρθρώνουν λόγο με νόημα, κολυμπούν γύρω από τα σώματα σαν να μην τους ανήκουν, σαν να τα μεταφράζουν, ή μάλλον σαν να τα συμπληρώνουν, σαν το σώμα να ήταν διαφορετικό χωρίς τη φωνή που το συνοδεύει. Και είναι.

Ο λόγος, αντίθετα απ’ ότι εικάζεται, είναι λιγότερο συγκεκριμένος από τις εικόνες, ή τουλάχιστον μπορεί να γίνει. Και στις ταινίες της Αγγελίδη ο λόγος αποκτά μια νέα δύναμη όταν εκφέρεται ως ήχος, ως μουσική, ως σκέτο και καθαρό ηχόχρωμα.
Αφθονούν οι ήχοι –πρόζα στις ταινίες της, φράσεις που με την επανάληψή χάνουν το προφανές νόημά τους και μετατρέπονται σε ήχους συμβολικούς, στοιχεία μύησης ή ονείρου. Βρίσκουν ένα καινούργιο νόημα μέσα από τη μουσικότητά τους.
Οι ήχοι είναι φωνές, οι μουσικές είναι φωνές, οι φωνές είναι ήχοι, οι φωνές είναι μουσικές. Όλα μπερδεύονται, δεν έχουν σημείο αναφοράς στα ρεαλιστικά στοιχεία που αρθρώνουν έναν συγκεκριμένο και αναμενόμενο τύπο αφήγησης. Όχι, εδώ τίποτε δεν είναι δεδομένο. Όλα αναθεωρούνται σε κάθε πλάνο.
Υπάρχουν λέξεις του παρόντος της εικόνας που ποτέ δεν ακούγονται, ήχοι του παρόντος της εικόνας που ποτέ δεν ακούγονται. Αυτή η αφαίρεση, που δεν είναι σιωπή, δημιουργεί τον χρόνο της αφήγησης. Αντίθετα, συγκεκριμένοι ήχοι προσθέτουν σιωπή στις εικόνες και περιορίζουν το κάδρο όπως θα έκανε και μια φωτιστική πηγή.

Η εξέλιξη της χρήσης του ήχου στις ταινίες της, πρέπει να μελετηθεί σύμφωνα με τα ακούσματα της κάθε εποχής.
Σήμερα όπου άπειροι, αδιάφοροι ήχοι συνοδεύουν τα πάντα γύρω μας, η οικονομία του ήχου ή η υπερβολή του, σηματοδοτούν διαφορετικά το κινηματογραφικό έργο απ’ ότι τριάντα χρόνια πριν. Και στις ταινίες της Αγγελίδη ο ήχος μειώνεται –πολύ σοφά- με τα χρόνια. Αν και μέσα σε αυτά τα χρόνια, σε αυτές τις τέσσερις ταινίες, είναι σαφές ότι η χρήση του ήχου γίνεται πιο σύνθετη, μέσα στη λιτότητά της.

Αν στις Παραλλαγές οι ήχοι γεμίζουν το κάδρο και η σιωπή ουσιαστικά δεν υπάρχει, στον Κλέφτη, η θέση των ήχων μέσα στο κάδρο και μέσα στο χρόνο της διήγησης παράγουν σιωπή.
Στις Παραλλαγές υπάρχει φως, φυσικό φως, με την τεχνική σημασία της λέξης, καθώς και στις Ώρες, ενώ στον Τόπο και στον Κλέφτη δεν υπάρχει ημέρα. Έτσι και οι ήχοι, στην πρώτη ταινία, είναι συνεχείς, είναι παντού, είναι πολλοί. Μουσικοί ήχοι, φυσικοί ήχοι, ανθρώπινοι ήχοι, σαν να μην υπάρχει σιωπή, σαν να είναι όλα γεμάτα, σαν να είναι δύο επίπεδα, η εικόνα, και το σχόλιο της, έξω από αυτήν. Ο ήχος αποτελεί εμμονή που δίνει άλλη διάσταση στην εικόνα, την κάνει να κινείται, να παίρνει χρόνο και βάθος. Ο συνεχόμενος ήχος (ένας ισοκράτης που έχει δημιουργηθεί από δεκαέξι σαξόφωνα!) πάνω σε ένα σταθερό πλάνο, στην αρχή της ταινίας, δημιουργεί την αγωνία ότι θα χάσεις κάτι, την αλλαγή, αν δεν προσέχεις. Αν το βλέμμα ξεκολλήσει. Και το βλέμμα δεν ξεκολλά κι έτσι η εικόνα παίρνει κίνηση, ψευδαίσθηση φυσικά της εμμονής του ματιού, βασισμένη στην εμμονή του ήχου. Με τον ήχο μεγαλώνει το κάδρο, γίνεται τεράστιο.
Στις Παραλλαγές οι ήχοι είναι συνεχείς και πολλοί. Η σιωπή δεν έχει θέση παρά μόνο μέσα από τη συνεχή ηχητική σύνθεση. Γι’ αυτό εξάλλου οι ήχοι συνεχίζονται και μετά το τέλος της ταινίας, στο μαύρο πέρα από τους τίτλους τέλους. Συνεχίζονται ες αεί.
Αντίθετα στις Ώρες, επίσης «φωτισμένη» ταινία, απ’ άκρη σ’ άκρη του κάδρου, οι ήχοι φέρουν μια άλλη αφήγηση. Καταρχάς υπάρχει σχόλιο σε πρώτο πρόσωπο που καθορίζει την εικόνα ως μνήμη. Ο ήχος καθορίζει το παρόν, ίσως και έναν άλλο χρόνο, αλλά σίγουρα διαφορετικό από αυτόν της εικόνας.
Κάποια αφηγείται, η Σπένδω, και εμείς βλέπουμε ότι θέλει αυτή να μας δείξει. Μια εικόνα παρόντος χρόνου, που ανήκει στο παρελθόν. Η εικόνα δεν είναι ερήμην του λόγου. Και οι περιβάλλοντες ήχοι, όλη η ηχητική σύνθεση, κρατά το βλέμμα προς τα μέσα, αλλά με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι συμβαίνει στις Παραλλαγές. Εδώ, η απειλητική επανάληψη του ήχου του ανεμιστήρα οροφής ακόμα και στα πλάνα όπου δεν τον βλέπουμε, οι παράλληλες ηχητικές δραστηριότητες μιας καθημερινότητας σε έναν χώρο κουζίνας που δεν βλέπουμε εκείνη τη στιγμή, τα χτυπήματα από τα τακούνια στα πατώματα (στη μόνη ταινία που ακούγονται τα βήματα των ηρώων, στη μόνη ταινία που φορούν παπούτσια), δηλώνουν τον περιορισμό του οπτικού μας πεδίου. Η Σπένδω πνίγεται, είναι εγκλωβισμένη, είναι δεμένη σε εικόνες χωρίς φυγή. Ακόμα και το έξω είναι απειλητικό. Εδώ ο ήχος κλείνει το κάδρο. Το κάνει πνιγηρό.

Αρκετά συχνά ανακαλύπτουμε ηχητικά μοτίβα που επανέρχονται σε όλες τις ταινίες της Αγγελίδη. Ο ήχος της κουρτίνας που διακόπτει μια ηχητική σύνθεση, ο ήχος ενός σπαθιού που διαγράφει και περιγράφει μια στροφή του σώματος. Χέρια σηκώνονται μέσα στο κάδρο και απαιτούν τη σιωπή. Την επιβάλλουν. Άλλοτε πάλι χέρια διαγράφουν κύκλους σαν σπαθιά και σκίζουν τη σιωπή που τα περιβάλλει σαν να αλλάζει ο φωτισμός. Λέξεις που γίνονται ποίημα και μουσική, λέξεις άγνωστες σε άλλες γλώσσες που δεν μεταφράζονται ποτέ, ανάσες, γρήγορες, αργές, πολύ κοντινές στον θεατή, μακριά από τη δράση, όλα αυτά είναι στοιχεία και των τεσσάρων ταινιών, αλλά σηματοδοτούνται διαφορετικά, γίνονται στοιχεία διαφορετικών διηγήσεων και συμμετέχουν με διαφορετικούς τρόπους στην αφήγηση.

Στον ΤΟΠΟ η γενική αίσθηση είναι ότι τα πάντα αιωρούνται έξω από τον τόπο και τον χρόνο. Το κάδρο επιλέγει τι θα φωτίσει, έτσι και ο ήχος, φωτίζει μόνο τα «σημαντικά». Εδώ οι ήχοι είναι κυρίως κεντρόφυγοι, σπρώχνουν τον θεατή έξω από την εικόνα, μας παρασέρνουν σε τόπους συμβολικούς ή αυτούς της μνήμης. Μπορούμε να διακρίνουμε ένα απολαυστικό παιχνίδι ανάμεσα σε ήχους που γίνονται διηγητικοί ή εξω-διηγητικοί ανάλογα με το πλάνο. Η ρόδα, που σπρώχνει το μικρό κορίτσι, παραμένει και στις επόμενες σκηνές χωρίς να δικαιολογείται οπτικά ή αφηγηματικά και ντύνει ηχητικά τα δρώμενα, εν προκειμένω τον μονόλογο της Φοίβης. Στο διπλό πλάνο, όπου η Μαρία γράφει ενώ η Ελένη ψαλιδίζει τον θάμνο, το γράψιμο δεν ακούγεται. Μετά όμως, ενώ η Μαρία σηκώνεται, ο ήχος του γραψίματος συνεχίζει ως εξω-διηγητικός ήχος για την απόλαυση του ακούσματος και μόνο. Όπως ακριβώς στην αμέσως προηγούμενη σκηνή όπου το πλατάγιασμα της γλώσσας ή σταγόνα νερού, συνοδεύει απολαυστικά το πλύσιμο του κόκκινου υφάσματος. Κι όμως, ο ήχος της ρόδας καλεί μια εικόνα-παρελθόν, ενώ ο ήχος του γραψίματος δηλώνει μια παράλληλη δράση. Όλα αυτά σταματούν στην ρεαλιστική σκηνή του τραπεζιού, που ο χρόνος, με τον σύγχρονο ήχο βρίσκεται ξαφνικά στο παρόν και η ψυχή ηρεμεί. Οι διαστάσεις γίνονται πάλι δύο. Η ηρεμία του τώρα. Ακόμα και αν το κοριτσάκι μιλά από το μέλλον, μέσα από τη φωνή της μεγάλης γυναίκας.
Πολλαπλές ερμηνείες για μια χρήση. Σημαντικές όλες, διαφορετικές σίγουρα. Το «ανέβηκα σε μια μηλιά» που τραγουδά το κορίτσι χορεύοντας γύρω από τους δύο όγκους από χώμα, με τη φωνή μιας μεγάλης ώριμης γυναίκας, δηλώνει μνήμη; Μνήμη της ίδιας σε μια άλλη ηλικία; Δημιουργεί εν ολίγοις έναν τόπο στο παρελθόν; Μια εικόνα μνήμη; Ή είναι μετάφραση, παρουσίαση, επεξήγηση μιας κατάστασης που βλέπουμε στον παρόντα χρόνο; Και «η ερμηνεία διαφέρει ανάλογα με την κουλτούρα του ατόμου που αισθάνεται» δηλώνει η Αντουανέττα Αγγελίδη. Οι ερμηνείες είναι άπειρες σαν τις ερμηνείες των ονείρων. Το θέμα δεν είναι να ερμηνεύσουμε, το θέμα είναι να διευκρινίσουμε. Να δούμε τα παιχνίδια που είναι εδώ, να μπορέσουμε να δούμε ακούγοντας τα πάντα.
Αυτό που δεν φαίνεται αλλά εννοείται από τον ήχο, αυτό που δείχνεται ολόκληρο αλλά περιορίζεται από τον ήχο.

Οι ήχοι στις ταινίες της Αγγελίδη δεν είναι στερεότυπα που παραπέμπουν εύκολα συνειρμικά σε μια ηχητική πηγή εντός ή εκτός κάδρου. Παραπέμπουν σε έναν μη τόπο, σε ένα σχόλιο στο παρόν μιας εικόνας που γίνεται αυτόματα παρελθόν-μνήμη - όνειρο. Αυτή η εικόνα παίρνει την τέταρτή της διάσταση σαν να αιωρείται στο κενό. Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει στις Ώρες και στον Κλέφτη.
Η ωριμότητα του έργου της, μέσα στα χρόνια την κάνει πιο τολμηρή, της επιτρέπει να δοκιμάζει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Κι έτσι στον Κλέφτη, στην πιο σκοτεινή της ταινία, η ηχητική σύνθεση περιορίζεται και ωριμάζει μέσα από τη χρήση της μουσικής και του ανθρώπινου λόγου. Η σιωπή είναι τόσο παχιά όσο το μαύρο που περιβάλλει τη δράση, την φωτισμένη δράση που μικραίνει το κάδρο μέσα στο κάδρο. Και η σιωπή ακούγεται παχιά από τη χρήση της μουσικής, και την αφαίρεση οπουδήποτε φυσικού ρεαλιστικού ήχου. Εδώ, η αφήγηση δεν αιωρείται όπως στον Τόπο, αλλά φέρει πολλούς χρόνους μέσα της. Ο εκφερόμενος λόγος έχει νόημα και το χάνει, γίνεται μουρμουρητό απελπισίας και δύναμης. Δηλώνει την αγωνία του πριν και την ηρεμία του μετά. Η σκηνή στο τραπέζι το αποδεικνύει περίτρανα. Ο ήχος αδειάζει όπως και ο χώρος, ο ήχος είναι εκτός, είναι αλλού, είναι σχόλιο, είναι συναίσθημα. Έρχεται έξω από την εικόνα και κάθεται εκεί, δίπλα, δημιουργώντας τον δικό του τόπο. Όπως ακριβώς τα σημεία μέσα στο κάδρο. Σε αυτή την ταινία, η σιωπή ακούγεται, και είναι εκκωφαντική.


Ηλέκτρα Βενάκη
4/10/2005


Δεν υπάρχουν σχόλια: