2 Φεβ 2008

ΟΠΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΗΧΟΣ (Τ)

Ο ήχος στον κινηματογράφο - όσο και αν φαίνεται περίεργο - είναι οπτικός. Δηλαδή, στις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες, είτε είναι μονοφωνικές είτε πολυκάναλες, ο ήχος υπάρχει στην άκρη της εικόνας, στη γραφική του αναπαράσταση (δύο ίδιες εγγραφές, για λόγους ασφαλείας) όπως τη βλέπουμε στα βιβλία της φυσικής.
Κατά καιρούς οι κινηματογραφιστές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν μαγνητικό ήχο, δηλαδή μαγνητική επίστρωση στην άκρη της εικόνας, ίδια και απαράλλακτη με αυτή των κοινών μαγνητοφώνων. Αυτός ο ήχος έχει σαφώς καλύτερη ποιότητα από τον οπτικό, είναι όμως πολύ πιο ακριβός και πολύ πιο ευαίσθητος στη συχνή χρήση. Μόνο οι ταινίες 70mm συνεχίζουν να έχουν μαγνητικό ήχο, διότι είναι ήδη πολύ ακριβές και το επιπλέον κόστος του ήχου δεν είναι απαγορευτικό. Οι ταινίες που βλέπουμε στην Ελλάδα είναι 35mm και φέρουν οπτικό ήχο. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι μόνο σ' αυτό το τελικό στάδιο, πριν τη προβολή, ο ήχος γίνεται οπτικός. Σε όλες τις προηγούμενες διαδικασίες, στη λήψη, στο μοντάζ και στη μίξη χρησιμοποιείται μαγνητικός ή και ψηφιακός ήχος.

Από την αρχή του κινηματογράφου μέχρι το τέλος της «αναλογικής περιόδου» οι συνθήκες προβολής έχουν αλλάξει ελάχιστα. Η προβολή μιας ταινίας «τρέχει» με 24 καρέ το δευτερόλεπτο και ο ήχος παραμένει έως σήμερα γραμμένος πάνω στην κινηματογραφική κόπια, στην οπτική του μορφή. Η εικόνα περνά μπροστά από τον φακό της προβολής ενώ ο οπτικός ήχος "διαβάζεται" από διαφορετική κεφαλή η οποία είναι προσαρμοσμένη πάνω στη μηχανή προβολής.
Το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm, στον οποίο χωρούσε μέχρι την επανάσταση της Dolby η διπλή εγγραφή της ίδιας ηχητικής μονοφωνικής μίξης.

Η ανάγκη στερεοφωνικού ήχου στον κινηματογράφο είναι πολύ παλιά. Όμως, το ηχητικό πεδίο που ανταποκρίνεται στη στερεοφωνία είναι πολύ πιο περιορισμένο από αυτό του μονοφωνικού ήχου. Μόνο οι θεατές που θα καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας θα απολάμβαναν στερεοφωνικά τη ταινία. Οι υπόλοιποι, αδικημένοι, θα άκουγαν περισσότερο το δεξί ή το αριστερό κανάλι, ανάλογα με τη θέση που θα καθόντουσαν. Ένα κεντρικό κανάλι ήταν απαραίτητο για την σωστή τοποθέτηση του ήχου μέσα στην οθόνη για τους θεατές που δεν καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας. Έτσι, οι απόπειρες στράφηκαν στη τετραφωνία. Εκτός από το δεξί και αριστερό κανάλι εκπομπής προστέθηκαν άλλα δύο: ένα στο κέντρο και ένα τέταρτο, στο βάθος της αίθουσας. Τα τρία πρώτα κανάλια, το αριστερό, το κεντρικό και το δεξί βρίσκονται πίσω από την οθόνη ενώ το τέταρτο, το λεγόμενο surround, βρίσκεται μέσα στην αίθουσα. Tα ηχεία του surround βρίσκονται πιο κοντά στους θεατές, απ' ότι τα ηχεία της οθόνης. Για να μην είναι κυρίαρχα και να μην αναγνωρίζεται η πηγή εκπομπής, το κανάλι αυτό ακούγεται με μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τα κανάλια της οθόνης, δίνοντας τη ψευδαίσθηση ότι όλοι οι ήχοι ξεκινούν από την εικόνα.
Αυτή είναι η βασική αρχή της τετραφωνίας στον κινηματογράφο, που όλοι πλέον την αποκαλούμε απλοϊκά surround.
Το θέμα είναι γιατί άργησε τόσο πολύ η τετραφωνία να κερδίσει τον κινηματογράφο και ποιος είναι ο ρόλος της εταιρείας Dolby;
Ο βασικότερος λόγος είναι οι φυσικοί περιορισμοί του ίδιου του φιλμ, ως υλικού της ηχητικής εγγραφής, αλλά η εταιρεία Dolby βρήκε τη λύση και κυριάρχησε, τελικά, στην κινηματογραφική βιομηχανία, όσον αφορά τις ταινίες με αναλογικό ήχο.
Τα βασικά προβλήματα με τον οπτικό ήχο ήταν δύο: Ο θόρυβος βάσης, το λεγόμενο φύσημα, που υπάρχει στον οπτικό ήχο και ο περιορισμένος χώρος που έχει πάνω στο φιλμ. Τον θόρυβο βάσης η εταιρία Dolby τον περιόρισε από το στάδιο του μιξάζ ακόμα και στις μονοφωνικές ταινίες με τον αποθορυβοποιητή Dolby A από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Για να έχουμε τετραφωνία όμως, χρειαζόντουσαν τέσσερα τουλάχιστον κανάλια ήχου. Αλλά, τέσσερα κανάλια δε χωρούν σε δύο αναπαραστάσεις του οπτικού ήχου.

Η ΛΥΣΗ DOLBY

Και τότε, η εταιρεία Dolby σκέφτηκε... ότι χωρούν! Πρόσθεσε και τον γνωστό από την εποχή του μονοφωνικού κινηματογράφου αποθορυβοποιητή Dolby A και έδωσε τη λύση.
Η σκέψη ήταν απλή. Αντί οι οπτικές αναπαραστάσεις να φέρουν τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες, μπορούσαν να φέρουν διαφορετικές. Αυτό πραγματοποιείται με μια κωδικοποίηση, 4 κανάλια σε 2 (encoding) κατά τη διάρκεια της τελικής μίξης όλων των ήχων της ταινίας, σύμφωνα με τις αισθητικές απαιτήσεις του δημιουργού, δηλαδή, τι θα ακούγεται από ποιο κανάλι. Κατά τη διάρκεια της προβολής στην αίθουσα, λειτουργεί η αποκωδικοποίηση 2:4 (decoding) και έχουμε ξανά τους ήχους μοιρασμένους στις τέσσερις μεριές, όπως το έχει φανταστεί ο σκηνοθέτης με τους συνεργάτες του.
Το πρόβλημα του φυσήματος λύθηκε με έναν αποθορυβοποιητή τύπου Dolby A, (ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και σε μονοφωνικές ταινίες) ή Dοlby SR (spectral recording). Ο Dolby A εμφανίζεται στην αγορά το 1967, ενώ ο Dolby SR, πιο εξελιγμένος αποθορυβοποιητής, που παίρνει υπ' όψιν του τη συμπεριφορά του ανθρώπινου αυτιού, εμφανίζεται μόλις το 1987. Το σύστημα αυτό φτάνει λίγο αργοπορημένα διότι εν τω μεταξύ έχει εμφανισθεί η ψηφιακή εγγραφή του ήχου πάνω στο υλικό. Για τον αναλογικό όμως ήχο παραμένει η εγγύηση της καλύτερης ποιότητας.
Η κινηματογραφική ταινία 35mm, με αναλογικό ήχο, που έχει χρησιμοποιήσει ένα από τα δύο συστήματα Dolby, φέρει το ανάλογο λογότυπο στο τέλος των τίτλων. Για να προβληθεί σωστά, η αίθουσα πρέπει να είναι επανδρωμένη με το ανάλογο σύστημα. Δηλαδή, μία ταινία που φέρει το λογότυπο Dolby Stereo, μπορεί να παιχτεί σε μία αίθουσα με το ανάλογο ηχητικό σύστημα. Μια αίθουσα με το λογότυπο Dοlby Stereo SR αποδίδει πιστά ταινίες μιξαρισμένες με το σύστημα Dolby SR.


Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: