2 Φεβ 2008

ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΗΧΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Ο κινηματογράφος μαζί με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση χρησιμοποιούσαν μέχρι πρόσφατα και χρησιμοποιούν ακόμη σε μεγάλο ποσοστό τον αναλογικό ήχο. Αυτή η καθυστέρηση, οφείλεται, από τη μια, στο γνωστό σκεπτικισμό των επαγγελματιών, από την άλλη όμως είναι αρκετά πολύπλοκη και ακριβή η προσαρμογή όλων των μηχανημάτων μιας τόσο μεγάλης παραγωγής οπτικοακουστικών προϊόντων. Και χρειάζεται χρόνος.

Στον κινηματογράφο, η ψηφιακή εγγραφή του ήχου στη διάρκεια του γυρίσματος ή στο στάδιο του μοντάζ και του μιξάζ έχει κερδίσει έδαφος εδώ και πολύ καιρό ακόμη και στην Ελλάδα. Το κόστος του δεν είναι μεγάλο και τ' αποτελέσματα έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Υπάρχουν "παντρέματα" αναλογικού ήχου, π.χ της πρόζας, με μουσική γραμμένη ψηφιακά και ψηφιακά ηχητικά εφφέ με ήχους αναλογικούς βροχής, αέρα ...

Το πρόβλημα ήταν και παραμένει στο στάδιο της τελικής κόπιας, αυτής δηλαδή που θα βγει στην αίθουσα. Η κόπια που φτάνει στους κινηματογράφους έχει τον ήχο εγγεγραμμένο στο ένα της άκρο και είναι οπτικός. Ο οπτικός αναλογικός ήχος ήταν μέχρι πρότινος αξεπέραστος. Η μαγνητική επίστρωση, όντας πανάκριβη και λίαν ευαίσθητη, δεν κέρδισε την μαζική παραγωγή ταινιών στο εμπορικό format των 35mm. Χρησιμοποιήθηκε μόνο στις ακριβές υπερπαραγωγές των 70mm, και ελάχιστοι τυχεροί κατάφεραν να απολαύσουν τον υπέροχο ήχο της στις μετρημένες στα δάχτυλα επανδρωμένες με αυτό το σύστημα κινηματογραφικές αίθουσες. Έτσι, οι άνθρωποι του κινηματογράφου ζουν εδώ και χρόνια με τον εφιάλτη του οπτικού αναλογικού ήχου, τις εγγενείς δυσκολίες και περιορισμούς που έθετε το ίδιο το υλικό: φθορά από τη χρήση, δημιουργία ενοχλητικού βόμβου που κουράζει τον ακροατή, περιορισμοί της έντασης... Στην καλύτερη περίπτωση (αυτής του Dolby) υπάρχουν ακόμη περιορισμοί στη χρήση των καναλιών ήχου λόγω της κωδικοποίησης 4:2:4.

Μέσα στα χρόνια, μετά το '50 κυρίως, όπου οι αισθητικές αναζητήσεις των κινηματογραφιστών απλώθηκαν και στον τομέα του ήχου, η έλλειψη εκφραστικών δυνατοτήτων που οφειλόταν καθαρά σε τεχνικά προβλήματα και κυρίως στις περιορισμένες αντοχές του οπτικού, απογοήτευαν οικτρά μιξέρ και σκηνοθέτες που ήταν ευχαριστημένοι από την μίξη στο μαγνητικό. Όλα αυτά προκάλεσαν κάποια βήματα, έστω δειλά ή ακόμη και αποτυχημένα προς τη κατεύθυνση αντικατάστασης του οπτικού υλικού με κάποιο άλλο.

Ο ψηφιακός ήχος ήταν η λύση που θα μπορούσε να απελευθερώσει τη καλλιτεχνική έκφραση και να δημιουργήσει έναν κινηματογραφικό ήχο ισάξιο σε ποιότητα ή τουλάχιστον έντιμα ανταγωνιστικό προς τον οικιακό, των Hi-fi.
Υπήρξαν πρακτικές δυσκολίες ως προς την εφαρμογή του στον κινηματογράφο που δημιούργησαν μεγάλες καθυστερήσεις στην χρησιμοποίηση του. Στο χώρο τοποθέτησης του ψηφιακού ήχου (το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm), στο πως θα διαβαζόταν, και διάφορα άλλα.

Τα ψηφιακά συστήματα ήχου για κινηματογραφική προβολή 35mm, σχεδιάστηκαν για να αναπαράγουν ήχο πλήρους εύρους συχνοτήτων, με έξι ξεχωριστά κανάλια ικανά να δημιουργήσουν ένα ηχητικό τρισδιάστατο πεδίο που θα απλώνεται μέσα στην αίθουσα και θα αγκαλιάζει τον θεατή. Πιστεύοντας πάντα, ότι ο ήχος πρέπει να γεννιέται από την εικόνα, τα τρία κύρια κανάλια βρίσκονται πίσω από την οθόνη, όπως ακριβώς τα αντίστοιχα του τετρακαναλικού αναλογικού Dolby. Τα περιφερειακά κανάλια γίνονται δύο και αφιερώνεται ένα ολόκληρο κανάλι στο μπάσο (το subwoofer) που επιτρέπει την απόλαυση του βαθύ χαμηλού. Το σύνολο των 6 ξεχωριστών καναλιών προσφέρει νέες εκφραστικές δυνατότητες στους δημιουργούς και, βέβαια, νέα προβλήματα.

Η βασική καινοτομία του ψηφιακού ήχου στον κινηματογράφο, πέρα από την υψηλή ακουστική του ποιότητα είναι οι ευκολίες και οι νέες δυνατότητες που παρέχει στο μιξάζ της ταινίας. Επειδή τα κανάλια δεν περνούν από την κωδικοποίηση 4:2:4, αλλά είναι ξεχωριστά, δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση τους. Μπορούμε κάλλιστα να μην έχουμε κανέναν ήχο στο κέντρο ή σε κάποιο άλλο κανάλι και να μοιράζουμε τους ήχους με απόλυτη ακρίβεια και ελευθερία. Αυτό έλυσε τα χέρια των σκηνοθετών και των συνεργατών τους, που μπορούν πλέον να πειραματιστούν δημιουργώντας τολμηρότατες αισθητικές και αφηγηματικές προτάσεις.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Οι πρώτες απόπειρες ψηφιακού ήχου πάνω στην τελική κόπια έγιναν το 1990 από την Kodak και την Optical Radiation Corporation. Oι εταιρείες αυτές παρουσιάζουν στις 17 Απριλίου του 1990 το σύστημα CDS (Cinema Digital Sound) και η πρώτη ταινία με εγγεγραμμένο ψηφιακό ήχο στην άκρη της εικόνας είναι το Dick Tracy του Warren Beatty. Επίσης, το Terminator2 του James Cameron είχε και αυτό, χρησιμοποιήσει το ηχητικό σύστημα CDS. Στην αρχή αφορούσε μόνο ταινίες 70mm, δηλαδή τις πανάκριβες υπερπαραγωγές και το σημαντικότερο, δεν είχε αναλογικό οπτικό κανάλι (είχε αφιερώσει όλο το χώρο στον ψηφιακό ήχο). Με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παίζεται στη πλειοψηφία των αιθουσών οι οποίες είχαν μόνο την απλή οπτική κεφαλή και δεν ήταν επανδρωμένες με αυτό το σύστημα. Όντας δύσχρηστο και ακριβό, δεν κατάφερε να επιβληθεί στην αγορά.
Παράλληλα, στη Γαλλία το σύστημα L.C.Concept προτείνει το διαχωρισμό της εικόνας από τον ήχο. Πάνω στην εικόνα δεν υπάρχει πλέον ο ήχος αλλά ένας κωδικός (SMPTE) που επιτρέπει τον συγχρονισμό ενός ψηφιακού οπτικό-μαγνητικού δίσκου που περιέχει τον ήχο.
Αυτό το σύστημα διαχωρισμού εικόνας και ήχου, είχε απασχολήσει και την εταιρεία Studer που μαζί με την Philips πρότειναν τη χρήση ενός CD-I για το "διάβασμα" του ήχου. Το σύστημα όμως αυτό ποτέ δεν έγινε εμπορεύσιμο.
Το γαλλικό L.C.Concept λειτούργησε στη Γαλλία και η πρώτη ταινία που προβλήθηκε με αυτό το σύστημα ψηφιακού ήχου ήταν το Cyrano de Bergerac του Jean-Paul Rappeneau στις 25 Ιουνίου 1991.
Δεν κατάφερε να επιβληθεί στην Αμερικάνικη αγορά και οι αίθουσες δεν επενδύουν σ' αυτό, αφού η μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο δεν το έχει υιοθετήσει. Επιμένει όμως, και υπάρχουν κάποιες αμερικάνικες παραγωγές που το χρησιμοποίησαν στις κόπιες που παίζονται στην Γαλλία, αφού υπάρχει δίκτυο διανομής σε αυτό το σύστημα. Κάποιες από αυτές είναι: το Βασικό Ένστικτο, το Arizona Dream, το Heaven and Earth, το Free Willy και Tα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ...

Σήμερα, 3 συστήματα Αμερικάνικων εταιρειών έχουν επιβληθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. Τα Dolby Stereo Digital (DSD), το Sony Dynamic Digital Sound (SDDS) και το Digital Theater Sound (DTS).
Τα δύο πρώτα φέρουν τον ψηφιακό ήχο πάνω στην κόπια ενώ το DTS χρησιμοποιεί για τον ήχο δύο δίσκους CD-ROM.
Στη μέθοδο με εγγραφή του ήχου πάνω στο οπτικό υλικό, το μειονέκτημα είναι ότι ο χώρος που υπάρχει διαθέσιμος για τον ήχο είναι πολύ περιορισμένος για να χωρέσει πολλά αναλογικά κανάλια ή ψηφιακά δεδομένα χωρίς συμπίεση. Το "spot", η μονάδα πληροφορίας στον ψηφιακό κινηματογραφικό ήχο, είναι πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις από αυτή του CD. Συγχρόνως, το "spot" πρέπει να μεταφέρει πληροφορίες 6 καναλιών αντί για δύο. Υποχρεωτικά λοιπόν υπάρχει απώλεια ηχητικού σήματος λόγω συμπίεσης δεδομένων που θεωρητικά δεν την αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί!!
Στο δεύτερο σύστημα, του συγχρονισμού της προβολής της εικόνας μ' έναν δίσκο ψηφιακό πλέον, είτε λέγεται CD-I (χρησιμοποιήθηκε από το CDS), ή CD-ROM (χρησιμοποιείται από το DTS), ή οπτικο-μαγνητικός (του L.C.Concept) τα δεδομένα και τα μειονεκτήματα είναι τελείως διαφορετικά. Η συμπίεση, μπορεί να είναι πολύ μικρότερη, ακόμη και ανύπαρκτη. Αλλά το πρόβλημα είναι (ή μάλλον ήταν) στο υλικό και στις δυσκολίες που δημιουργούνται από την ίδια τη φύση του φιλμ. Το φιλμ, από τη χρήση ή άλλη αιτία μπορεί να κοπεί και να χαθούν κάποια καρέ, κάποιες εικόνες. Το ηχητικό μέρος όμως που τους αναλογεί υπάρχει στον ψηφιακό δίσκο. Αν δεν καταργηθούν με κάποιο τρόπο αυτά τα ηχητικά δεδομένα η ταινία είναι ασύγχρονη. Ο συγχρονισμός βέβαια γίνεται αυτόματα πλέον από την ανάγνωση του time code. Έτσι, ο δίσκος διαβάζει πάντα τον κωδικό που αναλογεί στην εικόνα και αφήνει στην άκρη αυτούς που έχουν χαθεί. Οι υπέρμαχοι του ήχου πάνω στην ταινία, υποστηρίζουν ότι, λόγω της διανομής μιας ταινίας σε πολλές αίθουσες, υπάρχει κίνδυνος μπερδέματος των δίσκων με αποτέλεσμα να γίνονται λάθη ή ακόμη και να μην φτάσουν ποτέ στη καμπίνα προβολής.
Σήμερα στην αγορά κυριαρχούν και τα τρία συστήματα, οι συζητήσεις δε για τις διαφορές ποιότητας έχουν μειωθεί στο ελάχιστο μιας και το συχνότερο φαινόμενο είναι η τριπλή παρουσία στις ταινίες αμερικάνικης παραγωγής και η παρουσία της Dolby ή του DTS στην υπόλοιπη παγκόσμια παραγωγή.

DOLBY SR.D ή Dolby Digital

Το Dolby Digital Sound εμφανίζεται στην αγορά το 1992 με την ταινία Batman Returns. Πρόκειται για ένα διπλό σύστημα που φέρει αναλογικό οπτικό ήχο Dolby SR και ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι γραμμένος ο ψηφιακός, ώστε σε περίπτωση έλλειψης ή βλάβης του ψηφιακού συστήματος να μπορεί να διαβαστεί ο αναλογικός ήχος. Η ψηφιακή εγγραφή έχει 6 ξεχωριστά κανάλια. Τα τρία γνωστά αριστερό, κέντρο, δεξιό, δύο κανάλια surround και ένα Subwoofer. Λόγω της ασυνέχειας της ψηφιακής εγγραφής και της μεγάλης ποσότητας πληροφορίας που περιέχει το DSD ή αλλιώς Dolby SR.D χρησιμοποιεί μεγάλη συμπίεση του ηχητικού σήματος σε αναλογία 10 προς 1. Ο χώρος βέβαια, ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι μεγάλος αλλά αρκετά ευαίσθητος στο να φθαρεί ή να σκιστεί από τα συχνά περάσματα του φιλμ στη μηχανή προβολής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την συχνή επιστροφή του ήχου στο αναλογικό track κατά τη διάρκεια της προβολής. Το ψηφιακό σήμα τυπώνεται στο ίδιο φιλμ με τον αναλογικό ήχο και περνά από τον ίδιο οπτικό εγγραφέα που περνά και το αναλογικό track. Ο οπτικός εγγραφέας υπήρχε ήδη σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά εργαστήρια και με μια ανάλογη μετατροπή εγγράφει και το ψηφιακό σήμα.
Για να προβληθεί μια ταινία με Dolby SR.D, χρειάζεται επιπλέον η κατάλληλη κεφαλή ανάγνωσης του ψηφιακού σήματος, η οποία προσαρμόζεται πάνω στην μηχανή προβολής και ένας ψηφιακός αποκωδικοποιητής. Βέβαια, εξίσου σημαντική είναι η αναβάθμιση της ακουστικής της αίθουσας.
Το Dolby SR.D δεν βρήκε ιδιαίτερες δυσκολίες να κυριαρχήσει στην αγορά, διότι οι περισσότερες αίθουσες είχαν ήδη το αναλογικό του σύστημα και με ελάχιστες μετατροπές μπορούσαν να δεχτούν το ψηφιακό.

SONY SDDS

Το SDDS της εταιρείας Sony κάνει την εμφάνιση του το καλοκαίρι του 1993, συγχρόνως με το DTS. Πρώτη ταινία με αυτό το ηχητικό σύστημα ήταν το Last Action Hero.
Το SDDS χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα με τo Dolby, δηλαδή εγγραφή του ψηφιακού σήματος πάνω στην ταινία, στις δύο άκρες του φιλμ, θέση εξίσου αν όχι πιο ευαίσθητη απ' αυτήν της Dolby. Στην κόπια υπάρχει αναλογικό οπτικό track Dolby Stereo (A ή SR). Και τα δύο tracks τυπώνονται στο ίδιο φιλμ. Η θέση όμως του ψηφιακού σήματος (στις άκρες της ταινίας) και η δυσκολία εγγραφής της πληροφορίας σ' αυτά τα σημεία υποχρέωσε την Sony να κατασκευάσει ειδικούς οπτικούς εγγραφείς για τα εργαστήρια. Σήμερα υπάρχουν ακόμη ελάχιστες τέτοιες μηχανές και το κόστος τους είναι αρκετά υψηλό.
Ο εξοπλισμός που αφορά την αίθουσα αποτελείται από ένα σύστημα ανάγνωσης της ψηφιακής πληροφορίας και έναν αποκωδικοποιητή ο οποίος αναπαράγει τον ψηφιακό ήχο. Ο ήχος του SDDS περιέχει 8 κανάλια, τα έξι γνωστά από το Dolby, συν ένα αριστερό/ κέντρο και ένα δεξί/ κέντρο. Σε περίπτωση όπου η αίθουσα δεν έχει τις ανάλογες εγκαταστάσεις για να αποδώσει τα 8 κανάλια, μπορεί να γίνει εξακάναλη αναπαραγωγή του ήχου. Η συμπίεση των ψηφιακών δεδομένων είναι μικρότερη από αυτή του Dolby SR.D, της τάξης 6/1. Το ενδιαφέρον με το σύστημα της Sony είναι ότι αν η ψηφιακή πληροφορία δεν μπορεί να διαβαστεί λόγω πολυχρησιμοποιημένης κόπιας και γενικότερης φθοράς, πριν περάσει στη λύση του αναλογικού back-up, χρησιμοποιεί ένα δεύτερο ψηφιακό σύστημα. Μπορεί για ολόκληρα 17 καρέ να υποστεί φθορά και να παραμείνει στο ψηφιακό!!!
Το σύστημα της Sony είναι το ακριβότερο από τα τρία, αλλά η εταιρεία συνεχίζει δημιουργεί ιδιαίτερα δελεαστικές προσφορές με σκοπό να κερδίσει μεγάλο κομμάτι της αγοράς.

DTS

Το outsider DTS από το Westlake Village της Καλιφόρνια, το 1993 κερδίζει την εμπιστοσύνη του Steven Spielberg και χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ταινία Jurassic Park. Εντυπωσιακά γρήγορα κερδίζει την αγορά σε αντίθεση με την χλιαρή υποδοχή που είχαν κάνει στα προηγούμενα ψηφιακά συστήματα οι αιθουσάρχες και οι κινηματογραφικές βιομηχανίες. Το σύστημα αυτό ξεχωρίζει την εικόνα από τον ήχο. Κάθε ταινία συνοδεύεται από 2 δίσκους CD-ROM που περιέχουν το ψηφιακό soundtrack. Πάνω στο φιλμ βρίσκεται εγγεγραμμένος ανάμεσα στον αναλογικό ήχο και την εικόνα μόνο ο κωδικός που οδηγεί τα CD-ROM.
Μην έχοντας το περιορισμό του χώρου του φιλμ για την αποθήκευση των δεδομένων, το DTS προσφέρει μικρότερη συμπίεση από τα άλλα δύο συστήματα, της τάξης του 4/1 και διαθέτει κι αυτό 6 ξεχωριστά κανάλια.
Παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια διότι η φθορά της κόπιας δεν επιβαρύνει στο ελάχιστο τον ήχο. Επίσης, μόνο με αυτό το ψηφιακό σύστημα, σε περίπτωση doublage της ταινίας σε άλλη γλώσσα, οι παραγωγοί δεν είναι υποχρεωμένοι να τυπώσουν άλλη κόπια μιας και ο ήχος δεν βρίσκεται πάνω σ' αυτήν.(Όπως είναι ευνόητο, το ίδιο συμβαίνει και με το L.C.Concept).
Σε περίπτωση, δε, κάποιου προβλήματος κατά τη διάρκεια της προβολής, ή ελλείψει ανάλογου συστήματος ανάγνωσης στην αίθουσα, ο ήχος γυρίζει στο οπτικό αναλογικό τετρακαναλικό Dolby ( Α ή SR), ή οποιοδήποτε άλλο συμβατό, το οποίο συνυπάρχει στην κόπια.
Χάριν στην υποστήριξη του Spielberg και την έμμεση πίεση που άσκησε στους αιθουσάρχες να εγκαταστήσουν το σύστημα για την προβολή του Jurassic Parc, η Universal το υιοθέτησε ως ηχητικό σύστημα της εταιρείας της. Από τότε, με καλπάζουσα ταχύτητα, οι εταιρείες παραγωγής και κατ' επέκταση οι αιθουσάρχες επενδύουν σ' αυτό. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με το αναλογικό οπτικό Dolby στις αρχές της δεκαετίας του '70 για τα έπη των Spielberg και Lucas!

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΧ

Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Georges Lucas, παρακολουθώντας σε διάφορες αίθουσες τη ταινία του Star Wars, απογοητεύτηκε οικτρά από τη φτωχή απόδοση της ηχητικής του μπάντας στην αίθουσα, ενώ είχε κάνει πολύ λεπτομερή δουλειά στους ήχους, κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Πολλοί σκηνοθέτες νοιώθουν την ίδια απογοήτευση μέσα στην αίθουσα, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επέμβουν. Ο Lucas είχε, και ευτυχώς, το έκανε.
Έτσι δημιουργήθηκε το σύστημα ΤΗΧ που αφορά την ποιότητα της ακουστικής της αίθουσας. Για να μην υπάρξει σύγχυση, πρέπει να (ξανά)πούμε ότι το ΤΗΧ δεν είναι ανταγωνιστής της Dolby, της DTS ή του SDDS ούτε συγκρίνονται αυτά τα συστήματα μεταξύ τους. Το ΤΗΧ δεν επεμβαίνει καθόλου τον ήχο μιας ταινίας, ασχολείται μόνο με την ποιότητα της αίθουσας. Όταν μια αίθουσα φέρει το λογότυπο ΤΗΧ (ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σύστημα αναπαραγωγής ήχου διαθέτει), σημαίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις της εταιρείας Lucasfilm και αποτελεί εγγύηση για την καλή ακουστική της. Η Lucasfilm προτείνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα που αφορά το χώρο και την ακουστική της αίθουσας, την ευκρίνεια της εικόνας και την καλύτερη απόδοση του ήχου. Το σήμα κατατεθέν ΤΗΧ ενοικιάζεται για ένα χρόνο. Η ενοικίαση επαναλαμβάνεται μετά από τεχνικό έλεγχο.
Υπάρχουν δύο σκέλη στο πρόγραμμα ΤΗΧ. Το εμπορικό και το τεχνικό.
Το εμπορικό περιέχει: 1). Επιλογή του χώρου. 2).Έλεγχος των πλάνων.
3). Έγκριση της άδειας. 4) Εγκατάσταση του συστήματος. 5). Βεβαίωση ΤΗΧ. 6). Περιοδικός τεχνικός έλεγχος (κάθε χρόνο).
Το τεχνικό βασίζεται στα κριτήρια ακουστικής και την επιβεβαίωση ποιότητας, μέσω τεστ, των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου. Δηλαδή, το ΤΗΧ επιβάλλει σε μία αίθουσα τις σταθερές ποιότητες, που στις άλλες, είναι απλώς υποθέσεις ή υποδείξεις.
Με δυο λόγια το σύστημα ΤΗΧ αποτελείται από τον τοίχο ΤΗΧ, που βρίσκεται πίσω από την οθόνη και πάνω σ' αυτόν βρίσκονται τα ηχεία. Ο χώρος ανάμεσα στο τοίχος και τον τοίχο της αίθουσας καλύπτεται από απορροφητικά υλικά ούτως ώστε να απορροφά τα πίσω κύματα. Αυτός ο κλειστός χώρος λειτουργεί σαν ένα πολύ μεγάλο ηχείο.
Συγχρόνως υπάρχει στην καμπίνα προβολής το φίλτρο ΤΗΧ το οποίο χωρίζει το φάσμα την υψηλών και χαμηλών συχνοτήτων πριν περάσει το σήμα μέσα από τους ενισχυτές. Αυτή η μέθοδος βελτιώνει σημαντικά τη ποιότητα της ακρόασης. Το φίλτρο ΤΗΧ είναι πάντα προς ενοικίαση και είναι αυτό που αφαιρείται από την αίθουσα αν σταματήσει να χαίρει της εμπιστοσύνης της Lucasfilm.
Τώρα, αν το λογότυπο ΤΗΧ έχει σχέση με τον κατασκευαστή του, Τomlinson Holman και τη λέξη eXperiment, ή με την πρώτη ταινία του George Lucas, με τίτλο ΤΗΧ 1138, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι απλώς ανεκδοτολογικό.

Πλέον υπάρχουν και άλλα συστήματα που βελτιώνουν την ακουστική της αίθουσας, οι συζητήσεις είναι πολλές σε σχέση με τις ποιότητες και τις διαφορές τους. Το σίγουρο είναι ότι μια αίθουσα με προδιαγραφές ΤΗΧ μπορεί να προσφέρει μεγάλη απόλαυση οπτική και ηχητική. Δεν σημαίνει , όμως, απαραίτητα, ότι μια αίθουσα χωρίς ΤΗΧ δεν απαντά στις προϋποθέσεις για μία ιδανική ηχο-θέαση. Απλώς δεν έχει νοικιάσει το σύστημα. Πολλοί αρχιτέκτονες σήμερα ειδικεύονται και ασχολούνται σοβαρά με την ακουστική της αίθουσας. Το πρόβλημα, βέβαια, που δημιουργείται από όλη αυτή τη πληθώρα θεωριών και τη συνεχή αναζήτηση της τέλειας ακουστικής, είναι η πιθανή απομόνωση του ηχο-θεατή στην καρέκλα του με τον ατομικό ενισχυμένο του ήχο, χωρίς καμία αντήχηση που να του δηλώνει το μέγεθος της αίθουσας μέσα στην οποία βρίσκεται, χωρίς, τελικά, καμία επαφή με τον γείτονά του. Προτάσεις και διαφωνίες σε σχέση με την καταλληλότητα του ζωντανού ή του ουδέτερου χώρου προβολής, αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα θέματα σήμερα. Ο ήχος είναι ζωντανό πράγμα, και οι βελτιώσεις που γίνονται πάνω στην εγγραφή του στο φιλμ είναι πολύ σημαντικές για το καλλιτεχνικό έργο. Είναι κρίμα λοιπόν να βρίσκουν στην αίθουσα μια "αντισηπτική" αντιμετώπιση.

Ηλέκτρα Βενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: