2 Φεβ 2008

ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Τι σημαίνει, αλήθεια, «κάνω διακοπές»; Τρέχω υστερικά από νησί σε νησί, αφού έχω τρέξει υστερικά να αγοράσω τα τελευταία αντηλιακά «γιατί μου αξίζει» και να πάω στις πλαζ όπου θα κάνω χοντρές πλάκες στα άτομα του άλλου φίλου «γιατί έτσι μου αρέσει» και θα τρωω παγωτά που ο ήχος τους θα ξεκουφαίνει όλους τους λουόμενους, γιατί «αυτό είναι απόλαυση»;
Γιατί σας τα λεω όλα αυτά; Μα γιατί είμαι σε διακοπές και έκανα το λάθος να δω -ένα και μοναδικό βράδυ- τηλεόραση. Παράλληλα όμως -διότι έχουν γνώση οι φύλακες- έκανα μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία, έκανα μια άλλη βόλτα στο Internet και δεν πήγα σινεμά. Γιατί να πάω σινεμά; Πέρα από τις επανεκδόσεις, τίποτα καλό, μα τίποτα απολύτως δεν προτείνουν οι αίθουσες εφέτος. Ψηφιακά «μπάμπα-μπούπα» χωρίς νόημα, ή θεωρητικό- συναισθηματικές ανεφάρμοστες προτάσεις. Από την άλλη, στα βιβλιοπωλεία βρίσκεις έναν άλλο ολόκληρο κόσμο που ασχολείται με τις πρακτικές συμβουλές του πως να μην είναι κανείς μόνος, πως να γίνει επιτυχημένος επαγγελματίας, εραστής, σύζυγος, διαφημιστής του εαυτού του, κλπ, με απλές πρακτικές λύσεις που του δίνουν οι «ειδικοί», «πετυχημένοι» δυτικοί ή ανατολίτες γκουρού του κάθε τομέα. Συγχρόνως, η επιστημολογία συνεχίζεται και «πρακτικοί οδηγοί» μαζί με «εκλαϊκευμένα επιστημονικά δοκίμια» φυτρώνουν σαν μανιτάρια. Στο Internet πάλι, για να μάθεις κάτι διαφορετικό, πρέπει να έχεις χρόνο για να ψάξεις, να είσαι σίγουρα πολύγλωσσος και να έχεις γρήγορες ταχύτητες. Πόσοι έχουν;
Όλα αυτά μαζί, κάτι δηλώνουν για την εποχή μας και τη κοινωνία μας και μέσα από τη ραστώνη των διακοπών, έφεραν στην επιφάνεια πολλές και ποικίλες σκέψεις.
Κατ’ αρχήν, μήπως οι λέξεις διακοπές, διασκέδαση, απόλαυση, επιτυχία, είναι ιδεολογήματα, κατασκευάσματα, που δεν έχουμε τον χρόνο να τα κρίνουμε και να τα ορίσουμε ξανά; Μήπως έχουμε ξεχάσει κάτι σημαντικό; Ότι πριν από καταναλωτές είμαστε πολίτες μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει μια ταχύτατη αλλαγή της οικονομικής της πραγματικότητας, (και κατ’ επέκτασην της κοινωνικής της) χωρίς να έχει τα μέσα να την αφομοιώσει και να ορίσει ένα νέο προσαρμοσμένο σύστημα αξιών; Πάρτε αυτές τις απαράδεκτες ηλίθιες διαφημίσεις με τις τσίχλες τις σοκολάτες και τα παγωτά και θα αντιληφθείτε αυτή την απόλυτη εξαφάνιση οποιασδήποτε αξίας.
Για να φαω μια σοκολάτα σήμερα, απ’ ότι φαίνεται πρέπει να φτάσω σε οργασμό και μάλιστα όχι με έναν σύντροφο της αρεσκείας μου, αλλά μόνη/ος μέσω ενός, φαντασιακού επιπέδου, αυνανισμό. Για να φαω μια τσίχλα πρέπει να ρίξω τη χορεύτριά μου από το παράθυρο και για να απολαύσω ένα παγωτό πρέπει να παρατήσω τη δουλειά μου, ή να είμαι σε μια πλαζ με άπειρες κορμάρες δίπλα μου.
Διαχωρίζουμε ηλιθιωδώς την υπευθυνότητα από την ελευθερία, μου φαίνεται. Δεν μιλάμε καθόλου πια για τον έρωτα. Δεν βλέπουμε πολλούς ανθρώπους τρελαμένους ερωτικά, να παραληρούν από αγωνία, πόθο και μυστήριο, παρά μόνο υστερικά, στερημένα, να ζητούν συντροφιά. Και το μαθαίνουμε αυτό και στα παιδιά. Το βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση, ότι, για να φαω, ως παιδί, ένα κρουασάν θα πρέπει να αφήσω για αργότερα το τηλεφώνημα στο κοριτσάκι που μου έγραψε το τηλέφωνό της στο περιτύλιγμα, αν και μου πέρασε η σκέψη να πετάξω το χαρτί. Βέβαια, υπάρχουν και ταμπού: στα παιδιά πρέπει να λέμε ότι ο έρωτας είναι καλό πράγμα, άσχετο αν βλέπουν στις ενήλικές διαφημίσεις ότι αυτό το είδος σχέσης δεν υπάρχει. Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά ξεκίνησαν πιθανότατα από έναν φιλόδοξο διαφημιστή που κάποιοι γύρω του, του επιτρέπουν (παρ’ όλη την ηλικία του, σα δεν ντρέπεται) να φέρεται σαν παιδί. Και οι υπόλοιποι διαφημιστές, εν’ ονόματι του χρήματος, ως της θεϊκής αξίας της εποχής, ελλείψει ιδεών και ικανότητας πρωτότυπης άποψης, των μιμήθηκαν άκριτα.
Κατά τα άλλα, η καθυστερημένη (Δεκέμβριος του ’99) ανακοίνωση της επιτροπής των ευρωπαϊκών κοινοτήτων με θέμα τις «αρχές και κατευθυντήριες γραμμές για την κοινοτική πολιτική στον οπτικοακουστικό τομέα στην ψηφιακή εποχή» (τι τίτλος!) προσπαθεί να διασφαλίσει την προστασία των ανηλίκων από τους κινδύνους της ψηφιακής τηλεόρασης και των νέων μέσων. Ποιος θα προστατέψει τους γονείς των ανηλίκων από την έλλειψη γούστου και αξιών; Τι πιστεύετε ότι θα μεταδίδει η ψηφιακή τηλεόραση; Κάτι διαφορετικό από την εγχώρια; Κανένα καλό πρόγραμμα; Κάτι που να αξίζει τον κόπο να το δούμε; Και αν υποθέσουμε ότι πράγματι θα υπάρξει αυτό το πρόγραμμα, πιστεύετε ότι οι συνήθειες ενός ολόκληρου ελληνικού τηλεοπτικού κοινού θα αλλάξουν μαγικά; Και πέρα από την τηλεόραση: Τι βλέπουμε σε DVD ή στο σινεμά; Τι συνηθίσαμε να μας αρέσει;
Γιατί, μην το ξεχνάμε το γούστο είναι αποτέλεσμα καλλιέργειας και συνήθειας. Όπως το φαγητό της μαμάς, το οποίο, καλό, κακό, είναι μια γεύση που δεν φεύγει από το στόμα ακόμα και αν όλοι οι άλλοι που το έχουν δοκιμάσει θεωρούν ότι δεν τρώγεται. Πότε βρήκαμε το χρόνο να αναπτύξουμε αντιστάσεις και κριτήριο για το καλό γούστο; Μέσα από ποιες εικόνες και ποιους ήχους της καθημερινότητάς μας;
Όταν τα ιδιωτικά κανάλια παίζουν όλο αυτό το άθλιο πρόγραμμα, από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί, όταν οι τηλεοπτικές ειδήσεις περιορίζονται στο κουτσομπολιό της γειτονιάς, και μάλιστα μόνο σε αυτό που έχει εικόνα «ζουμερή, τραγική», (διότι, ο θεατής που έχει συνηθίσει να παρακολουθεί τη τραγική ζωή της Εσμεράλντα, θέλει να ζήσει και τη τραγική «κοτέ» της Ελλάδας, ταυτίζοντας απεικόνιση και πραγματικότητα), νιώθω να χρειάζομαι επειγόντως πολιτιστική ποικιλομορφία, αλλιώς θα εθιστώ. Ας λύσει η ευρωπαϊκή κοινότητα το θέμα της διανομής των δικαιωμάτων (για τα «ψηφιακά μέσα» όπως λεει) και ας μη κωλυσιεργεί στην νομοθέτησή τους διότι, με αυτό τον τρόπο συρρικνώνει τις δυνατότητες πολιτιστικής ποικιλομορφίας, αντίθετα απ’ ότι εικάζει. Εθιζόμαστε στα αμερικανικά αγαθά χωρίς άλλες εναλλακτικές. Και οι συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Δεν με ενδιαφέρει ποιοι βγάζουν λεφτά, από αυτή τη ξηρασία και ούτε θέλω να ακούω πια ότι ο νόμος του ισχυρότερου οικονομικά είναι «μοιραίος και αξεπέραστος». Ιδεολόγημα είναι και αυτό, αλλά άκρως επικίνδυνο για την δημοκρατία.
Διότι τα οπτικοακουστικά μέσα πέρα από τα οικονομικά οφέλη που παρέχουν στους κατόχους τους, αποτελούν μια από τις σημαντικότερες αν όχι τη πιο σημαντική πηγή πολιτισμού για μια δημοκρατία που απ’ ότι φαίνεται, πολλοί την θεωρούν δεδομένη και σταθερή για κάποιο μάλλον αόριστο λόγο. Πιθανότατα καλύπτοντας αυτή τη παιδική ανάγκη να νομίζουμε ότι τίποτε γύρω μας δεν αλλάζει, για να μπορούμε να ξεχνάμε τον θάνατο. Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα τα διεκδικούμε και τα κερδίζουμε στιγμή προς στιγμή, ακόμα και το θεσμό της δημοκρατίας και τις αξίες του. Τίποτα δεν γίνεται όταν στεκόμαστε απλοί παρατηρητές της ζωής μας. Πρέπει να μπορούμε να δράσουμε με γνώση και άποψη κάποια στιγμή και ...ας πάρουμε λίγο χρόνο διακοπές από την κατανάλωση (εαυτού και αγαθών), για να σκεφτούμε.


Ηλέκτρα Βενάκη, 1999

1 σχόλιο:

aristides είπε...

Μπράβο για το άρθρο σου αυτό, καθώς για την εμπεριστατωμένη σου περιγραφή σε τεχνικές μεθόδους σε άλλα σου άρθρα και είναι σχετικά απλοποιημένες.
Γράφεις καλά και μιλάς για πράγματα που είναι στο μυαλό πολλών...