Η τέχνη και η προπαγάνδα των ιδεών
Πριν από 19 ώρες
VITAPHONE H MOVIETONE? ( Ι ) Από τις πρώτες παρουσιάσεις του Kinétoscope το 1894 οι μηχανικοί και οι άνθρωποι του θεάματος προσπαθούσαν να βάλουν ήχο στον κινηματογράφο, να δημιουργήσουν συστήματα εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Άπειρες απόπειρες, άπειρες αποτυχίες. Το σημαντικότερο πρόβλημα όλων ήταν που θα χωρέσει ο ήχος πάνω στο φιλμ και πως θα παραμένει σύγχρονος. Επίσης η απαράδεκτη ποιότητα του ήχου καθυστερούσε την είσοδο του στον κινηματογράφο. Τα σημαντικότερα προβλήματα ήταν ο συγχρονισμός με την εικόνα και κυρίως η ενίσχυση του ήχου ώστε να ακούγεται καλά στην αίθουσα. Χρειάστηκαν τριάντα τρία χρόνια για να γίνει πραγματικότητα αυτή που θεωρείται ως πρώτη ταινία με ήχο. Πρόκειται για την ταινία Ο Τραγουδιστής της Τζαζ (The Jazz Singer) του Άλαν Κρόσλαντ (Alan Crosland) με τον Άλ Τζόλσον (Al Jolson). Μέσα σε αυτά τα τριάντα τρία το κοινό είχε εξοικειωθεί με τον ήχο στον κινηματογράφο, είτε αυτός παιζόταν από ζωντανές ορχήστρες και ειδικές ομάδες ανθρώπων, είτε από τις ταινίες που παρουσιάζονταν κατά καιρούς με διάφορα πειραματικά συστήματα ήχου, όπως Phonorama, Cinemacrophonographe, Chronomegaphone, Cinephone και άλλα. Από το 1896 ο Auguste Baron, πρώην υπάλληλος των Αδελφών Lumière, κατάφερε να εγγράψει σύγχρονα (κλειδώνοντας την κάμερα σε σύγχρονο γύρισμα με ένα φωνόγραφο) αλλά μην έχοντας τη δυνατότητα αναπαραγωγής των δίσκων, η εφεύρεσή του έμεινε άχρηστη. O Charles Pathé με τον Ferdinand Zecca πειραματίζονται με τον ήχο από το 1899, όπως μας λέει ο μεγάλος ιστορικός Georges Sadoul. Επίσης, από το 1918 στην Γερμανία έχουν γίνει επιτυχείς κατά κάποιο τρόπο απόπειρες εγγραφής του ήχου πάνω στην ταινία, αλλά η Γερμανία τότε δεν ανήκε στις μεγάλες κινηματογραφικές βιομηχανίες και έτσι πολλές από αυτές τις εφευρέσεις δεν προχώρησαν. Παρ’όλα ταύτα, γύρω στα 1923 αρχίζουν να προβάλλονται με το σύστημα του Lee de Forest, Phonofilm, ταινίες μικρού μήκους με ήχο εγγεγραμμένο πάνω στην ταινία. Η ποιότητα όμως του ήχου ήταν μέτρια έως απαράδεκτη στην αναπαραγωγή τους στην αίθουσα. Η ιστορία της γέννησης του κινηματογραφικού ήχου ακόμα γράφεται, διότι οι απόπειρες ήταν πολλές σε όλες τις περιοχές του πλανήτη και η καταγραφή τους ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Όμως η αμερικάνικη βιβλιογραφία μας δίνει επαρκείς πληροφορίες για το τι συνέβηκε στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Το 1926 παρουσιάζεται σε μικρές δημόσιες προβολές το σύστημα Vitaphone, με τον ήχο εγγεγραμμένο σε δίσκο και ο πόλεμος του ήχου αρχίζει[1]. Η Warner, είναι η πρώτη εταιρεία που το υιοθετεί. Οι " Μεγάλοι 5 " (M.G.M, Universal, Paramount, First National και Producers'Distributing Corp./P.D.G.) δεν δέχονται να πληρώνουν δικαιώματα στην ανταγωνιστική εταιρεία λόγω φόβου απώλειας κύρους. Αντίθετα, η Fox αρνείται να μπει στον πόλεμο των Talkies και στις 8 Γενάρη του 1927 υπογράφει με τη Warner αμοιβαίο συμφωνητικό για τη χρήση των συστημάτων ήχου σε όποιες αίθουσες, αυτές οι εταιρείες, είχαν τον έλεγχο. Η Fox, εν τω μεταξύ, είχε ιδρύσει την Fox-Case Corporation η οποία είχε ως στόχο την ανάπτυξη και διάδοση του συστήματος ήχου εγγεγραμμένου επάνω στην ταινία. Λίγους μήνες αργότερα ο Harry Warner υποχρεώνεται να ανακοινώσει ότι πρόσθεσαν στη μηχανή τους ένα επιπλέον εξάρτημα κι έτσι μπορούν να παίζουν ταινίες Vitaphone και το σύστημα ...της Fox. H Fox-Case ονομάζει το σύστημά της Movietone.[2] Πέρα από μικρές σποραδικές προβολές Movietone, η πρώτη μεγάλη δημόσια μεγάλη προβολή γίνεται στις 25 Μαίου 1927, στο Sam.H.Harris Theatre. Προβάλλεται η ταινία Seventh Heaven του Frank Borzage. Η μεγάλη επιτυχία του Movietone αρχίζει όταν προβάλλεται η Αυγή (Sunrise) του F.W.Murnau[3] με μουσική και ηχητικά εφέ, στις 23 Σεπτεμβρίου 1927, στο Times Square Theatre της Νέας Υόρκης. Η Warner με το Vitaphone προβάλλει στις 6 Αυγούστου 1926 το Don Juan του Alan Crosland και στις 6 Οκτώβρη του 1927 παρουσιάζει τη μεγάλη επιτυχία του ίδιου σκηνοθέτη, το The Jazz Singer με τον Al Jolson στο Warner Theatre της Νέας Υόρκης. Η ταινία αυτή έμεινε στην ιστορία του σινεμά ως η πρώτη ομιλούσα ταινία αν και όπως αναφέραμε ήδη αυτό ιστορικά δεν είναι απολύτως σωστό. Δεν είχε ιδιαίτερους διαλόγους, μόνο τραγούδια συγχρονισμένα, μουσική φυσικά και ήχους. Σ' αυτή την ταινία, η ιστορία λέει, ότι ακούγεται από τον διάσημο, τότε, σταρ Al Jolson, η αξέχαστη φράση " Wait a minute. Wait a minute. You ain't heard nothin'yet!", η οποία ήταν φράση των γυρισμάτων που τελικά την άφησαν, ως συμβολική, μέσα στην ταινία. Όλο κι όλο το σύγχρονο γύρισμα της ταινίας δεν ήταν πάνω από δύο λεπτά! Μέχρι το 1933 συνυπήρχαν και τα δύο συστήματα. Οι παραγωγοί έβγαζαν κόπιες και για τα δύο συστήματα για τις 200 περίπου αίθουσες τις Αμερικής. Σιγά, σιγά επιβλήθηκε το Movietone διότι ο δίσκος είχε σοβαρότατα προβλήματα συγχρονισμού. Σήμερα, αντιμέτωποι με νέες τεχνολογικές εξελίξεις, ας αφήσουμε την ιστορία να μας θυμίσει ότι οι δύο τάσεις αναπαραγωγής του ήχου στην αίθουσα δεν είναι καινούργιες. Αυτές οι δύο, επιμένουν να ανταγωνίζονται ακόμα και σήμερα η μία την άλλη (Dolby Digital –DTS). Τι προκάλεσε όμως αυτή την τεράστια επιτυχία της ταινίας; Δεδομένου ότι και οι μεγάλοι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες δεν ήταν ακόμα πραγματικά θετικοί απέναντι σε μια τόσο μεγάλη αλλαγή. Η επιτυχία της ταινίας αυτής κατά μεγάλη μερίδα των θεωρητικών και ιστορικών του κινηματογραφικού ήχου αποδίδεται στην καλύτερη ποιότητα της ηχητικής αναπαραγωγής στην αίθουσα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα ηχεία της αίθουσας τα οποία ήταν σχετικά κατευθυντικά και έσπρωχναν τον ήχο προς τον θεατή. Η ποιότητά τους ήταν πολύ καλύτερη από αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες απόπειρες. Με την είσοδο του ήχου στον κινηματογράφο πολλά άλλαξαν στη κινηματογραφική γλώσσα. Ο βωβός κινηματογράφος πεθαίνει και παίρνει μαζί του μια ολόκληρη τεχνογνωσία που πρέπει να ξανά-ανακαλυφτεί. Στην αρχή το μόνο σημαντικό ήταν να ακούγεται η φωνή. Η φωνή, που έμοιαζε πολύ με αυτήν που ακούμε συνήθως στο τηλέφωνο: μικρό εύρος μπάντας, κεντρικές συχνότητες, σκληρή χροιά. Τα μικρόφωνα ήταν μικρής ευαισθησίας και οι ηθοποιοί ήταν υποχρεωμένοι να φωνάζουν δυνατά. Η μηχανή λήψης ξανά ακινητοποιείται ή τέλος πάντων γίνεται πάλι δυσκίνητη για τεχνικούς λόγους. Στην αρχή του ομιλούντος η κάμερα κλείστηκε σε ένα τεράστιο κουβούκλιο για να απομονώσει τους θορύβους κάτι που επηρέασε κατά πολύ την ελευθερία της. Πολύ σύντομα όμως οι κάμερες έμπαιναν σε φορητά κουβούκλια και μάλιστα μέσα μόλις το 1929 κατασκευάστηκαν κάμερες με ενσωματωμένο το μονωτικό υλικό το λεγόμενο blimp και βρήκαν την ανεξαρτησία τους. Ένα μικρόφωνο τοποθετημένο μόλις 2.5 μέτρα μακριά από την κάμερα, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να γράψει ήχο χωρίς το θόρυβο της μηχανής. Το δεν μπουμ αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 1927 και βελτιώνεται μέχρι το 1931 όπου πλέον το βρίσκει κανείς σε κάθε παραγωγή. Τα φώτα επίσης άλλαξαν, διότι επηρέαζαν τον ήχο, τα μικρόφωνα βελτιώθηκαν, η έννοια της διπλής μπάντας (μια για τον ήχο μια για την εικόνα) μπαίνει στη ζωή των κινηματογραφιστών. Στα πρώτα τρία με τέσσερα χρόνια ο ήχος γραφόταν παράλληλα με την εικόνα στο ίδιο φιλμ. Έτρεχε 20 καρέ πιο μπροστά για να περάσει από τη δική του κεφαλή και τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Σύντομα όμως ο οπτικός ήχος άρχισε να γράφεται παράλληλα με την εικόνα στη δική του μηχανή λήψης, πάνω σε ειδικό φιλμ το λεγόμενο οπτικό φιλμ. Το φιλμ αυτό έπρεπε να εμφανισθεί και να τυπωθεί κανονικά όπως τα φιλμ εικόνας. Έτσι, τον ήχο δεν μπορούσε κανείς να τον ακούσει παρά μόνο αφού τυπωνόταν. Συγχρόνως, καταργούνται οι ενδιάμεσοι τίτλοι διότι τους αντικαθιστά ο ηχητικός διάλογος. Κατά συνέπεια, η αισθητική αλλάζει, διότι οι μεσότιτλοι αποτελούσαν αφηγηματικές παύσεις οι οποίες πλέον δεν υπάρχουν. Αρχίζουν να γίνονται απαραίτητοι οι μεταγλωττισμοί για ταινίες που προβάλλονται και στο εξωτερικό . Το ντουμπλάζ γενικεύεται το ’34 με ’35. Επίσης το μήκος των πλάνων αλλάζει. Την περίοδο 1912-1917 το μέσο μήκος πλάνου στις ΗΠΑ είναι 9,6 δευτερόλεπτα και στην Ευρώπη 15. Την περίοδο 1918-1923 το μήκος πέφτει στα 6,5 δευτερόλεπτα στις ΗΠΑ και 8,6 στην Ευρώπη. Το μέσο μήκος πλάνου στο Θωρηκτό Ποτέμκιν είναι 3 δευτερόλεπτα. Με την είσοδο του ήχου και για την περίοδο 1928-1933 το μήκος μεγαλώνει στα 10,8 για τις ΗΠΑ για να ξανακατέβει στα τέλη της περιόδου του ΄30 στα 8,5 και 12 στην Ευρώπη.[4] Η βασικότερη τεχνική αλλαγή που συνέβηκε με την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο είναι η αλλαγή ταχύτητας των καρέ. Μέχρι τότε η προβολή της εικόνας ήταν στα 16 καρέ με 18 το δευτερόλεπτο. Το μάτι μπορούσε να δει τη συνέχεια μιας κίνησης με αυτή την ταχύτητα. Όταν ο οπτικός ήχος έγινε γεγονός η ταχύτητα αυξήθηκε κατά 50% έφτασε δηλαδή στα 24 καρέ για να μην «σκάει» η εικόνα του οπτικού ήχου. Αργότερα με το έγχρωμο ενώ υπήρξαν σκέψεις, για λόγους οικονομίας να επανέλθουν στα 16 καρέ είδαν ότι αν κατέβαιναν θα είχαν φαινόμενα φλίκερ και έτσι καθιερώθηκε ως στάνταρ τα 24 καρέ. Οι αντιδράσεις από τη μεριά των μουσικών που εργαζόντουσαν στους κινηματογράφους της εποχής ήταν μεγάλες και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Κατά τη στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ το 1928 γύρω στις 20000 μουσικοί εργαζόντουσαν στους κινηματογράφους και μέσα σε δύο χρόνια 9.885, δηλαδή περίπου το 50% ήταν πλέον άνεργοι. [5] Οι κριτικοί επίσης του κινηματογράφου αντέδρασαν στην έλευση του ήχου, προσδίδοντας στον βωβό κινηματογράφο τον τίτλο της μεγάλης τέχνης που μέχρι πρότινος του αρνιόντουσαν. Όμως κάποιοι μουσικοί, προσελήφθηκαν από τις εταιρίες παραγωγής για τη μουσική των μιούζικαλ κυρίως. Το ζεύγος Gershwin, ο George και η Ira, προς τα τέλη του 1929 έκλεισε συμβόλαιο με την Fox για τη μουσική και τους στίχους του πρώτου μιούζικαλ της εταιρίας. [6] Παράλληλα όμως δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας για την προβολή της ταινίας. Εκεί που οι αίθουσες είχαν έναν υπεύθυνο προβολής και έναν βοηθό για να χειρίζονται μια μηχανή προβολής βωβών ταινιών, πλέον ήταν απαραίτητοι δύο εξειδικευμένοι υπάλληλοι να χειρίζονται τη μηχανή με ήχο. Επίσης, οι σύλλογοι των κουφών αντιστάθηκαν στην είσοδο του ήχου, διότι πλέον δεν καταλάβαιναν τις ταινίες, οι σύλλογοι των τυφλών όμως βρήκαν μια καινούργια διασκέδαση. Ο ρόλος του σεναριογράφου επίσης άλλαξε. Πλέον ήταν απαραίτητο να γνωρίζει κανείς να γράφει διάλογο και μάλιστα αυτός ο διάλογος να είναι γλαφυρός και να ακούγεται καλά. Οι ηθοποιοί επίσης άλλαξαν. Πολλοί δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της τεχνικής που απαιτούσε ο νέος αυτός κινηματογράφος. Αρκετοί επίσης δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν στο χώρο αυτό λόγω ακαταλληλότητας της φωνής τους, άλλοι πάλι έγιναν διάσημοι από αυτό το μέχρι τότε άχρηστο χάρισμα. Κάποια από τα κινηματογραφικά είδη του βωβού κινηματογράφου σιγά, σιγά εξαφανίστηκαν, ενώ οι αστυνομικές ταινίες, και οι ταινίες μυστηρίου άρχισαν να ζουν μια μεγάλη άνθιση. Νέα είδη, όπως το μιούζικαλ και η gag κωμωδία -με πρωτοπόρους τους αδελφούς Μαρξ- εμφανίστηκαν. Πρέπει φυσικά να διευκρινίσουμε ότι οι διαφωνίες εκείνη την εποχή με την είσοδο του ήχου στον κινηματογράφου δεν ήταν χωρίς λόγο. Ο ήχος των πρώτων χρόνων του ομιλούντος κινηματογράφου ήταν πραγματικά απαράδεκτος. Σε κάποιες θέσεις στις αίθουσες η φωνή των ηθοποιών δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου, ενώ στις κεντρικές ήταν πολύ δυνατά. Έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ώστε αυτά τα τεχνικά προβλήματα να βελτιωθούν. Στην Ευρώπη ανάλογα συστήματα με το Movietone άρχισαν να κυκλοφορούν. Εν τω μεταξύ όμως, οι αμερικάνικες εταιρίες που έλεγχαν τα δύο ηχητικά τους συστήματα απαγόρευαν στις αίθουσες να παίζουν ταινίες που δεν ήταν δική τους παραγωγή. Αν και αποδείχτηκε παράνομο από όλα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ο ενδιάμεσος χρόνος αρκούσε ώστε να δημιουργήσει πόλωση μεταξύ αμερικάνικου και ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Τέλος, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι οι τεχνικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην εικόνα (έγχρωμο φιλμ, μεγάλο φορμά) δεν επηρέασαν ποτέ τόσο δραστικά τη κινηματογραφική γλώσσα όσο την επηρέασαν οι εξελίξεις του ήχου. Η είσοδος του ήχου άλλαξε ολόκληρο τον κινηματογράφο. Έγινε άλλο είδος. Με την είσοδο του πολυκάναλου ήχου ανατράπηκε παντελώς η αφήγηση. Με τις εξελίξεις στην εικόνα δεν έχουμε δει τόσο ριζικές αλλαγές. Σημειώσεις [1] Οι κόπιες των 35mm δηλαδή, συνοδεύονταν από έναν δίσκο φωνόγραφου για κάθε μπομπίνα. [2] -Evan William Cameron: SOUND AND THE CINEMA, Redgrave Publishing Company, 1980. -Harry M. Geduld: THE BIRTH OF THE TALKIES, Indiana University Press, 1975. [3] Το Sunrise είναι η πρώτη ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη F.W.MURNAU στο Χόλιγουντ. Η Fox του παρείχε όλα τα μέσα της εποχής, μετά από την επιτυχία που είχαν στις Η.Π.Α. οι γερμανικές του ταινίες. Κατά Sadoul, η καλύτερη ταινία του Murnau. [4] Αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται στο βιβλίο του Barry Salt «Film Style and Technology: History and Analysis», Starword, London, 1983 και 1992 [5] Monthly Labor Review, U.S. Bureau of Labor Statistics, Αύγουστος 1931, σελίδα 262, όπως αναφέρεται στο βιβλίο The Birth of Talkies, του Harry M. Geduld, Indiana University Press, 1975, σελ. 254 [6] Ibid, σελ. 256 Ηλέκτρα Βενάκη, 2001 -2007 |
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΗΧΟΥ ( Ι ) 25 Ιουνίου 1925: Η Warner υπογράφει συμβόλαια με την Western Electric και η Vitaphone Corporation δημιουργείται. 6 Αυγούστου 1926: Η Warner παρουσιάζει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο της στην Ν. Υ. σε κοινό, το σύστημα της Vitaphone, δηλαδή ένας δίσκος συγχρονίζεται με την εικόνα στη διάρκεια της προβολής. Η ταινία είναι ο Don Juan όπου δεν υπάρχουν διάλογοι, αλλά η μουσική και κάποια εφέ είναι συγχρονισμένα με την εικόνα. 6 Οκτωβρίου 1927: Ο τραγουδιστής της Τζαζ ( Jazz Singer με τον All Jolson) της Warner, προβάλλεται με το σύστημα Vitaphone. Ταινία διάρκειας 80 λεπτών περιέχει περίπου δύο λεπτά ήχο. 25 Μαΐου 1927: O Έβδομος Ουρανός ( Seventh Heaven) της Fox προβάλλεται με οπτικό ήχο, εγγεγραμμένο πάνω στο φιλμ, όπου ακούγονται μουσικά κομμάτια. Το σύστημα αυτό της FOX ονομάζεται Movietone. 1928: Οι Eisenstein, Poudomn Alexandrov, δημοσιεύουν στο περιοδικό Jizh Iskoustva μανιφέστο εκφράζοντας τις επιφυλάξεις τους για την είσοδο του ήχου στον βωβό κινηματογράφο. 6 Ιουλίου 1928: Lights of New York, της Warner είναι η πρώτη 100% ομιλούσα ταινία. 1928: H Disney παρουσιάζει την πρώτη ταινία που έχει ντυθεί ηχητικά ολοκληρωτικά στο Post-production. Τίτλος: Steamboat Willie. 1935: Πρώτη δημόσια προβολή ταινίας με στερεοφωνικό ήχο στο Παρίσι, Ο Ναπολέων, του Abel Gance. 1940: Προβάλλεται η ταινία Fantasia της Disney με πολυκάναλο οπτικό ήχο. 1952: Πρώτη προβολή του συστήματος Cinerama με ξεχωριστό 7κάναλο μαγνητικό ήχο. 1953: Πρώτη προβολή ταινίας Cinemascope με 4 κανάλια μαγνητικού ήχου, πάνω στην κινηματογραφική κόπια. 1955: Πρώτη προβολή της ταινίας Oklahoma! στο σύστημα Todd AO με ξεχωριστό εξακάναλο μαγνητικό ήχο. 1967: Παρουσιάζεται το σύστημα ΙΜΑΧ στην έκθεση του Montreal , στον Canada. 1972: Το Κουρδιστό Πορτοκάλι χρησιμοποιεί Dolby noise reduction για όλες τις premix και τα master ( για κόπιες με συμβατό μονοφωνικό οπτικό ήχο). 1974: Στο Φεστιβάλ Κανών παρουσιάζεται η ταινία Callan με οπτικό μονοφωνικό ήχο κωδικοποιημένο με Dolby A noise reduction. 1975: Lisztomania η πρώτη ταινία που παίχτηκε στους κινηματογράφους με Dolby Stereo. 1976: A Star is Born πρώτη ταινία με Dolby Stereo οπτικό ήχο με κωδικοποιημένα surround effects. 1977: Το Star Wars βγαίνει σε 46 αίθουσες με Dolby Stereo (και σε 70mm). 1977: Αποκάλυψη Τώρα είναι η πρώτη ταινία 70mm με ήχο stereo surround. 1982: Return of the Jedi είναι η πρώτη ταινία που προβλήθηκε σε αίθουσες επανδρωμένες με το σύστημα ΤΗΧ. 1987 (Ιούλιος): Πρώτη ταινία με Dolby SR το Robocop και Innerspace. 1990 (Απρίλιος): Το Dick Tracy του Warren Beatty προβάλλεται με το σύστημα Cinema Digital Sound (CDS) της Kodak και Optical Radiation Corporation. 1991 (Ιούνιος): Cyrano de Bergerac παρουσιάζεται στο Παρίσι με το σύστημα L.C. Concept 1992 (Ιούνιος): Batman Returns, πρώτη ταινία σε Dolby Stereo Digital 1993: Η ταινία του Spieleberg, Jurrassik Park , παίζεται στους κινηματογράφους με το νέο σύστημα DTS 1993: To Last Action Hero είναι η πρώτη ταινία που προβάλλεται στο σύστημα SDDS 1999: Star Wars The Phantom Menace με Dolby Digital Surround EX |
Ο ήχος στον κινηματογράφο - όσο και αν φαίνεται περίεργο - είναι οπτικός. Δηλαδή, στις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες, είτε είναι μονοφωνικές είτε πολυκάναλες, ο ήχος υπάρχει στην άκρη της εικόνας, στη γραφική του αναπαράσταση (δύο ίδιες εγγραφές, για λόγους ασφαλείας) όπως τη βλέπουμε στα βιβλία της φυσικής. Κατά καιρούς οι κινηματογραφιστές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν μαγνητικό ήχο, δηλαδή μαγνητική επίστρωση στην άκρη της εικόνας, ίδια και απαράλλακτη με αυτή των κοινών μαγνητοφώνων. Αυτός ο ήχος έχει σαφώς καλύτερη ποιότητα από τον οπτικό, είναι όμως πολύ πιο ακριβός και πολύ πιο ευαίσθητος στη συχνή χρήση. Μόνο οι ταινίες 70mm συνεχίζουν να έχουν μαγνητικό ήχο, διότι είναι ήδη πολύ ακριβές και το επιπλέον κόστος του ήχου δεν είναι απαγορευτικό. Οι ταινίες που βλέπουμε στην Ελλάδα είναι 35mm και φέρουν οπτικό ήχο. Πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ, ότι μόνο σ' αυτό το τελικό στάδιο, πριν τη προβολή, ο ήχος γίνεται οπτικός. Σε όλες τις προηγούμενες διαδικασίες, στη λήψη, στο μοντάζ και στη μίξη χρησιμοποιείται μαγνητικός ή και ψηφιακός ήχος. Από την αρχή του κινηματογράφου μέχρι το τέλος της «αναλογικής περιόδου» οι συνθήκες προβολής έχουν αλλάξει ελάχιστα. Η προβολή μιας ταινίας «τρέχει» με 24 καρέ το δευτερόλεπτο και ο ήχος παραμένει έως σήμερα γραμμένος πάνω στην κινηματογραφική κόπια, στην οπτική του μορφή. Η εικόνα περνά μπροστά από τον φακό της προβολής ενώ ο οπτικός ήχος "διαβάζεται" από διαφορετική κεφαλή η οποία είναι προσαρμοσμένη πάνω στη μηχανή προβολής. Το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm, στον οποίο χωρούσε μέχρι την επανάσταση της Dolby η διπλή εγγραφή της ίδιας ηχητικής μονοφωνικής μίξης. Η ανάγκη στερεοφωνικού ήχου στον κινηματογράφο είναι πολύ παλιά. Όμως, το ηχητικό πεδίο που ανταποκρίνεται στη στερεοφωνία είναι πολύ πιο περιορισμένο από αυτό του μονοφωνικού ήχου. Μόνο οι θεατές που θα καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας θα απολάμβαναν στερεοφωνικά τη ταινία. Οι υπόλοιποι, αδικημένοι, θα άκουγαν περισσότερο το δεξί ή το αριστερό κανάλι, ανάλογα με τη θέση που θα καθόντουσαν. Ένα κεντρικό κανάλι ήταν απαραίτητο για την σωστή τοποθέτηση του ήχου μέσα στην οθόνη για τους θεατές που δεν καθόντουσαν στο κέντρο της αίθουσας. Έτσι, οι απόπειρες στράφηκαν στη τετραφωνία. Εκτός από το δεξί και αριστερό κανάλι εκπομπής προστέθηκαν άλλα δύο: ένα στο κέντρο και ένα τέταρτο, στο βάθος της αίθουσας. Τα τρία πρώτα κανάλια, το αριστερό, το κεντρικό και το δεξί βρίσκονται πίσω από την οθόνη ενώ το τέταρτο, το λεγόμενο surround, βρίσκεται μέσα στην αίθουσα. Tα ηχεία του surround βρίσκονται πιο κοντά στους θεατές, απ' ότι τα ηχεία της οθόνης. Για να μην είναι κυρίαρχα και να μην αναγνωρίζεται η πηγή εκπομπής, το κανάλι αυτό ακούγεται με μια μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τα κανάλια της οθόνης, δίνοντας τη ψευδαίσθηση ότι όλοι οι ήχοι ξεκινούν από την εικόνα. Αυτή είναι η βασική αρχή της τετραφωνίας στον κινηματογράφο, που όλοι πλέον την αποκαλούμε απλοϊκά surround. Το θέμα είναι γιατί άργησε τόσο πολύ η τετραφωνία να κερδίσει τον κινηματογράφο και ποιος είναι ο ρόλος της εταιρείας Dolby; Ο βασικότερος λόγος είναι οι φυσικοί περιορισμοί του ίδιου του φιλμ, ως υλικού της ηχητικής εγγραφής, αλλά η εταιρεία Dolby βρήκε τη λύση και κυριάρχησε, τελικά, στην κινηματογραφική βιομηχανία, όσον αφορά τις ταινίες με αναλογικό ήχο. Τα βασικά προβλήματα με τον οπτικό ήχο ήταν δύο: Ο θόρυβος βάσης, το λεγόμενο φύσημα, που υπάρχει στον οπτικό ήχο και ο περιορισμένος χώρος που έχει πάνω στο φιλμ. Τον θόρυβο βάσης η εταιρία Dolby τον περιόρισε από το στάδιο του μιξάζ ακόμα και στις μονοφωνικές ταινίες με τον αποθορυβοποιητή Dolby A από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Για να έχουμε τετραφωνία όμως, χρειαζόντουσαν τέσσερα τουλάχιστον κανάλια ήχου. Αλλά, τέσσερα κανάλια δε χωρούν σε δύο αναπαραστάσεις του οπτικού ήχου. Η ΛΥΣΗ DOLBY Και τότε, η εταιρεία Dolby σκέφτηκε... ότι χωρούν! Πρόσθεσε και τον γνωστό από την εποχή του μονοφωνικού κινηματογράφου αποθορυβοποιητή Dolby A και έδωσε τη λύση. Η σκέψη ήταν απλή. Αντί οι οπτικές αναπαραστάσεις να φέρουν τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες, μπορούσαν να φέρουν διαφορετικές. Αυτό πραγματοποιείται με μια κωδικοποίηση, 4 κανάλια σε 2 (encoding) κατά τη διάρκεια της τελικής μίξης όλων των ήχων της ταινίας, σύμφωνα με τις αισθητικές απαιτήσεις του δημιουργού, δηλαδή, τι θα ακούγεται από ποιο κανάλι. Κατά τη διάρκεια της προβολής στην αίθουσα, λειτουργεί η αποκωδικοποίηση 2:4 (decoding) και έχουμε ξανά τους ήχους μοιρασμένους στις τέσσερις μεριές, όπως το έχει φανταστεί ο σκηνοθέτης με τους συνεργάτες του. Το πρόβλημα του φυσήματος λύθηκε με έναν αποθορυβοποιητή τύπου Dolby A, (ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και σε μονοφωνικές ταινίες) ή Dοlby SR (spectral recording). Ο Dolby A εμφανίζεται στην αγορά το 1967, ενώ ο Dolby SR, πιο εξελιγμένος αποθορυβοποιητής, που παίρνει υπ' όψιν του τη συμπεριφορά του ανθρώπινου αυτιού, εμφανίζεται μόλις το 1987. Το σύστημα αυτό φτάνει λίγο αργοπορημένα διότι εν τω μεταξύ έχει εμφανισθεί η ψηφιακή εγγραφή του ήχου πάνω στο υλικό. Για τον αναλογικό όμως ήχο παραμένει η εγγύηση της καλύτερης ποιότητας. Η κινηματογραφική ταινία 35mm, με αναλογικό ήχο, που έχει χρησιμοποιήσει ένα από τα δύο συστήματα Dolby, φέρει το ανάλογο λογότυπο στο τέλος των τίτλων. Για να προβληθεί σωστά, η αίθουσα πρέπει να είναι επανδρωμένη με το ανάλογο σύστημα. Δηλαδή, μία ταινία που φέρει το λογότυπο Dolby Stereo, μπορεί να παιχτεί σε μία αίθουσα με το ανάλογο ηχητικό σύστημα. Μια αίθουσα με το λογότυπο Dοlby Stereo SR αποδίδει πιστά ταινίες μιξαρισμένες με το σύστημα Dolby SR. Ηλέκτρα Βενάκη |
Ο κινηματογράφος μαζί με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση χρησιμοποιούσαν μέχρι πρόσφατα και χρησιμοποιούν ακόμη σε μεγάλο ποσοστό τον αναλογικό ήχο. Αυτή η καθυστέρηση, οφείλεται, από τη μια, στο γνωστό σκεπτικισμό των επαγγελματιών, από την άλλη όμως είναι αρκετά πολύπλοκη και ακριβή η προσαρμογή όλων των μηχανημάτων μιας τόσο μεγάλης παραγωγής οπτικοακουστικών προϊόντων. Και χρειάζεται χρόνος. Στον κινηματογράφο, η ψηφιακή εγγραφή του ήχου στη διάρκεια του γυρίσματος ή στο στάδιο του μοντάζ και του μιξάζ έχει κερδίσει έδαφος εδώ και πολύ καιρό ακόμη και στην Ελλάδα. Το κόστος του δεν είναι μεγάλο και τ' αποτελέσματα έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Υπάρχουν "παντρέματα" αναλογικού ήχου, π.χ της πρόζας, με μουσική γραμμένη ψηφιακά και ψηφιακά ηχητικά εφφέ με ήχους αναλογικούς βροχής, αέρα ... Το πρόβλημα ήταν και παραμένει στο στάδιο της τελικής κόπιας, αυτής δηλαδή που θα βγει στην αίθουσα. Η κόπια που φτάνει στους κινηματογράφους έχει τον ήχο εγγεγραμμένο στο ένα της άκρο και είναι οπτικός. Ο οπτικός αναλογικός ήχος ήταν μέχρι πρότινος αξεπέραστος. Η μαγνητική επίστρωση, όντας πανάκριβη και λίαν ευαίσθητη, δεν κέρδισε την μαζική παραγωγή ταινιών στο εμπορικό format των 35mm. Χρησιμοποιήθηκε μόνο στις ακριβές υπερπαραγωγές των 70mm, και ελάχιστοι τυχεροί κατάφεραν να απολαύσουν τον υπέροχο ήχο της στις μετρημένες στα δάχτυλα επανδρωμένες με αυτό το σύστημα κινηματογραφικές αίθουσες. Έτσι, οι άνθρωποι του κινηματογράφου ζουν εδώ και χρόνια με τον εφιάλτη του οπτικού αναλογικού ήχου, τις εγγενείς δυσκολίες και περιορισμούς που έθετε το ίδιο το υλικό: φθορά από τη χρήση, δημιουργία ενοχλητικού βόμβου που κουράζει τον ακροατή, περιορισμοί της έντασης... Στην καλύτερη περίπτωση (αυτής του Dolby) υπάρχουν ακόμη περιορισμοί στη χρήση των καναλιών ήχου λόγω της κωδικοποίησης 4:2:4. Μέσα στα χρόνια, μετά το '50 κυρίως, όπου οι αισθητικές αναζητήσεις των κινηματογραφιστών απλώθηκαν και στον τομέα του ήχου, η έλλειψη εκφραστικών δυνατοτήτων που οφειλόταν καθαρά σε τεχνικά προβλήματα και κυρίως στις περιορισμένες αντοχές του οπτικού, απογοήτευαν οικτρά μιξέρ και σκηνοθέτες που ήταν ευχαριστημένοι από την μίξη στο μαγνητικό. Όλα αυτά προκάλεσαν κάποια βήματα, έστω δειλά ή ακόμη και αποτυχημένα προς τη κατεύθυνση αντικατάστασης του οπτικού υλικού με κάποιο άλλο. Ο ψηφιακός ήχος ήταν η λύση που θα μπορούσε να απελευθερώσει τη καλλιτεχνική έκφραση και να δημιουργήσει έναν κινηματογραφικό ήχο ισάξιο σε ποιότητα ή τουλάχιστον έντιμα ανταγωνιστικό προς τον οικιακό, των Hi-fi. Υπήρξαν πρακτικές δυσκολίες ως προς την εφαρμογή του στον κινηματογράφο που δημιούργησαν μεγάλες καθυστερήσεις στην χρησιμοποίηση του. Στο χώρο τοποθέτησης του ψηφιακού ήχου (το διαθέσιμο πλάτος πάνω στο φιλμ για τον οπτικό αναλογικό ήχο είναι, μόλις, 2,54mm), στο πως θα διαβαζόταν, και διάφορα άλλα. Τα ψηφιακά συστήματα ήχου για κινηματογραφική προβολή 35mm, σχεδιάστηκαν για να αναπαράγουν ήχο πλήρους εύρους συχνοτήτων, με έξι ξεχωριστά κανάλια ικανά να δημιουργήσουν ένα ηχητικό τρισδιάστατο πεδίο που θα απλώνεται μέσα στην αίθουσα και θα αγκαλιάζει τον θεατή. Πιστεύοντας πάντα, ότι ο ήχος πρέπει να γεννιέται από την εικόνα, τα τρία κύρια κανάλια βρίσκονται πίσω από την οθόνη, όπως ακριβώς τα αντίστοιχα του τετρακαναλικού αναλογικού Dolby. Τα περιφερειακά κανάλια γίνονται δύο και αφιερώνεται ένα ολόκληρο κανάλι στο μπάσο (το subwoofer) που επιτρέπει την απόλαυση του βαθύ χαμηλού. Το σύνολο των 6 ξεχωριστών καναλιών προσφέρει νέες εκφραστικές δυνατότητες στους δημιουργούς και, βέβαια, νέα προβλήματα. Η βασική καινοτομία του ψηφιακού ήχου στον κινηματογράφο, πέρα από την υψηλή ακουστική του ποιότητα είναι οι ευκολίες και οι νέες δυνατότητες που παρέχει στο μιξάζ της ταινίας. Επειδή τα κανάλια δεν περνούν από την κωδικοποίηση 4:2:4, αλλά είναι ξεχωριστά, δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση τους. Μπορούμε κάλλιστα να μην έχουμε κανέναν ήχο στο κέντρο ή σε κάποιο άλλο κανάλι και να μοιράζουμε τους ήχους με απόλυτη ακρίβεια και ελευθερία. Αυτό έλυσε τα χέρια των σκηνοθετών και των συνεργατών τους, που μπορούν πλέον να πειραματιστούν δημιουργώντας τολμηρότατες αισθητικές και αφηγηματικές προτάσεις. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ Οι πρώτες απόπειρες ψηφιακού ήχου πάνω στην τελική κόπια έγιναν το 1990 από την Kodak και την Optical Radiation Corporation. Oι εταιρείες αυτές παρουσιάζουν στις 17 Απριλίου του 1990 το σύστημα CDS (Cinema Digital Sound) και η πρώτη ταινία με εγγεγραμμένο ψηφιακό ήχο στην άκρη της εικόνας είναι το Dick Tracy του Warren Beatty. Επίσης, το Terminator2 του James Cameron είχε και αυτό, χρησιμοποιήσει το ηχητικό σύστημα CDS. Στην αρχή αφορούσε μόνο ταινίες 70mm, δηλαδή τις πανάκριβες υπερπαραγωγές και το σημαντικότερο, δεν είχε αναλογικό οπτικό κανάλι (είχε αφιερώσει όλο το χώρο στον ψηφιακό ήχο). Με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παίζεται στη πλειοψηφία των αιθουσών οι οποίες είχαν μόνο την απλή οπτική κεφαλή και δεν ήταν επανδρωμένες με αυτό το σύστημα. Όντας δύσχρηστο και ακριβό, δεν κατάφερε να επιβληθεί στην αγορά. Παράλληλα, στη Γαλλία το σύστημα L.C.Concept προτείνει το διαχωρισμό της εικόνας από τον ήχο. Πάνω στην εικόνα δεν υπάρχει πλέον ο ήχος αλλά ένας κωδικός (SMPTE) που επιτρέπει τον συγχρονισμό ενός ψηφιακού οπτικό-μαγνητικού δίσκου που περιέχει τον ήχο. Αυτό το σύστημα διαχωρισμού εικόνας και ήχου, είχε απασχολήσει και την εταιρεία Studer που μαζί με την Philips πρότειναν τη χρήση ενός CD-I για το "διάβασμα" του ήχου. Το σύστημα όμως αυτό ποτέ δεν έγινε εμπορεύσιμο. Το γαλλικό L.C.Concept λειτούργησε στη Γαλλία και η πρώτη ταινία που προβλήθηκε με αυτό το σύστημα ψηφιακού ήχου ήταν το Cyrano de Bergerac του Jean-Paul Rappeneau στις 25 Ιουνίου 1991. Δεν κατάφερε να επιβληθεί στην Αμερικάνικη αγορά και οι αίθουσες δεν επενδύουν σ' αυτό, αφού η μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο δεν το έχει υιοθετήσει. Επιμένει όμως, και υπάρχουν κάποιες αμερικάνικες παραγωγές που το χρησιμοποίησαν στις κόπιες που παίζονται στην Γαλλία, αφού υπάρχει δίκτυο διανομής σε αυτό το σύστημα. Κάποιες από αυτές είναι: το Βασικό Ένστικτο, το Arizona Dream, το Heaven and Earth, το Free Willy και Tα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα. ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ... Σήμερα, 3 συστήματα Αμερικάνικων εταιρειών έχουν επιβληθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. Τα Dolby Stereo Digital (DSD), το Sony Dynamic Digital Sound (SDDS) και το Digital Theater Sound (DTS). Τα δύο πρώτα φέρουν τον ψηφιακό ήχο πάνω στην κόπια ενώ το DTS χρησιμοποιεί για τον ήχο δύο δίσκους CD-ROM. Στη μέθοδο με εγγραφή του ήχου πάνω στο οπτικό υλικό, το μειονέκτημα είναι ότι ο χώρος που υπάρχει διαθέσιμος για τον ήχο είναι πολύ περιορισμένος για να χωρέσει πολλά αναλογικά κανάλια ή ψηφιακά δεδομένα χωρίς συμπίεση. Το "spot", η μονάδα πληροφορίας στον ψηφιακό κινηματογραφικό ήχο, είναι πολύ μεγαλύτερη σε διαστάσεις από αυτή του CD. Συγχρόνως, το "spot" πρέπει να μεταφέρει πληροφορίες 6 καναλιών αντί για δύο. Υποχρεωτικά λοιπόν υπάρχει απώλεια ηχητικού σήματος λόγω συμπίεσης δεδομένων που θεωρητικά δεν την αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί!! Στο δεύτερο σύστημα, του συγχρονισμού της προβολής της εικόνας μ' έναν δίσκο ψηφιακό πλέον, είτε λέγεται CD-I (χρησιμοποιήθηκε από το CDS), ή CD-ROM (χρησιμοποιείται από το DTS), ή οπτικο-μαγνητικός (του L.C.Concept) τα δεδομένα και τα μειονεκτήματα είναι τελείως διαφορετικά. Η συμπίεση, μπορεί να είναι πολύ μικρότερη, ακόμη και ανύπαρκτη. Αλλά το πρόβλημα είναι (ή μάλλον ήταν) στο υλικό και στις δυσκολίες που δημιουργούνται από την ίδια τη φύση του φιλμ. Το φιλμ, από τη χρήση ή άλλη αιτία μπορεί να κοπεί και να χαθούν κάποια καρέ, κάποιες εικόνες. Το ηχητικό μέρος όμως που τους αναλογεί υπάρχει στον ψηφιακό δίσκο. Αν δεν καταργηθούν με κάποιο τρόπο αυτά τα ηχητικά δεδομένα η ταινία είναι ασύγχρονη. Ο συγχρονισμός βέβαια γίνεται αυτόματα πλέον από την ανάγνωση του time code. Έτσι, ο δίσκος διαβάζει πάντα τον κωδικό που αναλογεί στην εικόνα και αφήνει στην άκρη αυτούς που έχουν χαθεί. Οι υπέρμαχοι του ήχου πάνω στην ταινία, υποστηρίζουν ότι, λόγω της διανομής μιας ταινίας σε πολλές αίθουσες, υπάρχει κίνδυνος μπερδέματος των δίσκων με αποτέλεσμα να γίνονται λάθη ή ακόμη και να μην φτάσουν ποτέ στη καμπίνα προβολής. Σήμερα στην αγορά κυριαρχούν και τα τρία συστήματα, οι συζητήσεις δε για τις διαφορές ποιότητας έχουν μειωθεί στο ελάχιστο μιας και το συχνότερο φαινόμενο είναι η τριπλή παρουσία στις ταινίες αμερικάνικης παραγωγής και η παρουσία της Dolby ή του DTS στην υπόλοιπη παγκόσμια παραγωγή. DOLBY SR.D ή Dolby Digital Το Dolby Digital Sound εμφανίζεται στην αγορά το 1992 με την ταινία Batman Returns. Πρόκειται για ένα διπλό σύστημα που φέρει αναλογικό οπτικό ήχο Dolby SR και ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι γραμμένος ο ψηφιακός, ώστε σε περίπτωση έλλειψης ή βλάβης του ψηφιακού συστήματος να μπορεί να διαβαστεί ο αναλογικός ήχος. Η ψηφιακή εγγραφή έχει 6 ξεχωριστά κανάλια. Τα τρία γνωστά αριστερό, κέντρο, δεξιό, δύο κανάλια surround και ένα Subwoofer. Λόγω της ασυνέχειας της ψηφιακής εγγραφής και της μεγάλης ποσότητας πληροφορίας που περιέχει το DSD ή αλλιώς Dolby SR.D χρησιμοποιεί μεγάλη συμπίεση του ηχητικού σήματος σε αναλογία 10 προς 1. Ο χώρος βέβαια, ανάμεσα στις τρύπες του φιλμ είναι μεγάλος αλλά αρκετά ευαίσθητος στο να φθαρεί ή να σκιστεί από τα συχνά περάσματα του φιλμ στη μηχανή προβολής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την συχνή επιστροφή του ήχου στο αναλογικό track κατά τη διάρκεια της προβολής. Το ψηφιακό σήμα τυπώνεται στο ίδιο φιλμ με τον αναλογικό ήχο και περνά από τον ίδιο οπτικό εγγραφέα που περνά και το αναλογικό track. Ο οπτικός εγγραφέας υπήρχε ήδη σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά εργαστήρια και με μια ανάλογη μετατροπή εγγράφει και το ψηφιακό σήμα. Για να προβληθεί μια ταινία με Dolby SR.D, χρειάζεται επιπλέον η κατάλληλη κεφαλή ανάγνωσης του ψηφιακού σήματος, η οποία προσαρμόζεται πάνω στην μηχανή προβολής και ένας ψηφιακός αποκωδικοποιητής. Βέβαια, εξίσου σημαντική είναι η αναβάθμιση της ακουστικής της αίθουσας. Το Dolby SR.D δεν βρήκε ιδιαίτερες δυσκολίες να κυριαρχήσει στην αγορά, διότι οι περισσότερες αίθουσες είχαν ήδη το αναλογικό του σύστημα και με ελάχιστες μετατροπές μπορούσαν να δεχτούν το ψηφιακό. SONY SDDS Το SDDS της εταιρείας Sony κάνει την εμφάνιση του το καλοκαίρι του 1993, συγχρόνως με το DTS. Πρώτη ταινία με αυτό το ηχητικό σύστημα ήταν το Last Action Hero. Το SDDS χρησιμοποιεί το ίδιο σύστημα με τo Dolby, δηλαδή εγγραφή του ψηφιακού σήματος πάνω στην ταινία, στις δύο άκρες του φιλμ, θέση εξίσου αν όχι πιο ευαίσθητη απ' αυτήν της Dolby. Στην κόπια υπάρχει αναλογικό οπτικό track Dolby Stereo (A ή SR). Και τα δύο tracks τυπώνονται στο ίδιο φιλμ. Η θέση όμως του ψηφιακού σήματος (στις άκρες της ταινίας) και η δυσκολία εγγραφής της πληροφορίας σ' αυτά τα σημεία υποχρέωσε την Sony να κατασκευάσει ειδικούς οπτικούς εγγραφείς για τα εργαστήρια. Σήμερα υπάρχουν ακόμη ελάχιστες τέτοιες μηχανές και το κόστος τους είναι αρκετά υψηλό. Ο εξοπλισμός που αφορά την αίθουσα αποτελείται από ένα σύστημα ανάγνωσης της ψηφιακής πληροφορίας και έναν αποκωδικοποιητή ο οποίος αναπαράγει τον ψηφιακό ήχο. Ο ήχος του SDDS περιέχει 8 κανάλια, τα έξι γνωστά από το Dolby, συν ένα αριστερό/ κέντρο και ένα δεξί/ κέντρο. Σε περίπτωση όπου η αίθουσα δεν έχει τις ανάλογες εγκαταστάσεις για να αποδώσει τα 8 κανάλια, μπορεί να γίνει εξακάναλη αναπαραγωγή του ήχου. Η συμπίεση των ψηφιακών δεδομένων είναι μικρότερη από αυτή του Dolby SR.D, της τάξης 6/1. Το ενδιαφέρον με το σύστημα της Sony είναι ότι αν η ψηφιακή πληροφορία δεν μπορεί να διαβαστεί λόγω πολυχρησιμοποιημένης κόπιας και γενικότερης φθοράς, πριν περάσει στη λύση του αναλογικού back-up, χρησιμοποιεί ένα δεύτερο ψηφιακό σύστημα. Μπορεί για ολόκληρα 17 καρέ να υποστεί φθορά και να παραμείνει στο ψηφιακό!!! Το σύστημα της Sony είναι το ακριβότερο από τα τρία, αλλά η εταιρεία συνεχίζει δημιουργεί ιδιαίτερα δελεαστικές προσφορές με σκοπό να κερδίσει μεγάλο κομμάτι της αγοράς. DTS Το outsider DTS από το Westlake Village της Καλιφόρνια, το 1993 κερδίζει την εμπιστοσύνη του Steven Spielberg και χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ταινία Jurassic Park. Εντυπωσιακά γρήγορα κερδίζει την αγορά σε αντίθεση με την χλιαρή υποδοχή που είχαν κάνει στα προηγούμενα ψηφιακά συστήματα οι αιθουσάρχες και οι κινηματογραφικές βιομηχανίες. Το σύστημα αυτό ξεχωρίζει την εικόνα από τον ήχο. Κάθε ταινία συνοδεύεται από 2 δίσκους CD-ROM που περιέχουν το ψηφιακό soundtrack. Πάνω στο φιλμ βρίσκεται εγγεγραμμένος ανάμεσα στον αναλογικό ήχο και την εικόνα μόνο ο κωδικός που οδηγεί τα CD-ROM. Μην έχοντας το περιορισμό του χώρου του φιλμ για την αποθήκευση των δεδομένων, το DTS προσφέρει μικρότερη συμπίεση από τα άλλα δύο συστήματα, της τάξης του 4/1 και διαθέτει κι αυτό 6 ξεχωριστά κανάλια. Παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια διότι η φθορά της κόπιας δεν επιβαρύνει στο ελάχιστο τον ήχο. Επίσης, μόνο με αυτό το ψηφιακό σύστημα, σε περίπτωση doublage της ταινίας σε άλλη γλώσσα, οι παραγωγοί δεν είναι υποχρεωμένοι να τυπώσουν άλλη κόπια μιας και ο ήχος δεν βρίσκεται πάνω σ' αυτήν.(Όπως είναι ευνόητο, το ίδιο συμβαίνει και με το L.C.Concept). Σε περίπτωση, δε, κάποιου προβλήματος κατά τη διάρκεια της προβολής, ή ελλείψει ανάλογου συστήματος ανάγνωσης στην αίθουσα, ο ήχος γυρίζει στο οπτικό αναλογικό τετρακαναλικό Dolby ( Α ή SR), ή οποιοδήποτε άλλο συμβατό, το οποίο συνυπάρχει στην κόπια. Χάριν στην υποστήριξη του Spielberg και την έμμεση πίεση που άσκησε στους αιθουσάρχες να εγκαταστήσουν το σύστημα για την προβολή του Jurassic Parc, η Universal το υιοθέτησε ως ηχητικό σύστημα της εταιρείας της. Από τότε, με καλπάζουσα ταχύτητα, οι εταιρείες παραγωγής και κατ' επέκταση οι αιθουσάρχες επενδύουν σ' αυτό. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με το αναλογικό οπτικό Dolby στις αρχές της δεκαετίας του '70 για τα έπη των Spielberg και Lucas! ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΧ Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ο Georges Lucas, παρακολουθώντας σε διάφορες αίθουσες τη ταινία του Star Wars, απογοητεύτηκε οικτρά από τη φτωχή απόδοση της ηχητικής του μπάντας στην αίθουσα, ενώ είχε κάνει πολύ λεπτομερή δουλειά στους ήχους, κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Πολλοί σκηνοθέτες νοιώθουν την ίδια απογοήτευση μέσα στην αίθουσα, αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επέμβουν. Ο Lucas είχε, και ευτυχώς, το έκανε. Έτσι δημιουργήθηκε το σύστημα ΤΗΧ που αφορά την ποιότητα της ακουστικής της αίθουσας. Για να μην υπάρξει σύγχυση, πρέπει να (ξανά)πούμε ότι το ΤΗΧ δεν είναι ανταγωνιστής της Dolby, της DTS ή του SDDS ούτε συγκρίνονται αυτά τα συστήματα μεταξύ τους. Το ΤΗΧ δεν επεμβαίνει καθόλου τον ήχο μιας ταινίας, ασχολείται μόνο με την ποιότητα της αίθουσας. Όταν μια αίθουσα φέρει το λογότυπο ΤΗΧ (ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σύστημα αναπαραγωγής ήχου διαθέτει), σημαίνει ότι πληροί τις προϋποθέσεις της εταιρείας Lucasfilm και αποτελεί εγγύηση για την καλή ακουστική της. Η Lucasfilm προτείνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα που αφορά το χώρο και την ακουστική της αίθουσας, την ευκρίνεια της εικόνας και την καλύτερη απόδοση του ήχου. Το σήμα κατατεθέν ΤΗΧ ενοικιάζεται για ένα χρόνο. Η ενοικίαση επαναλαμβάνεται μετά από τεχνικό έλεγχο. Υπάρχουν δύο σκέλη στο πρόγραμμα ΤΗΧ. Το εμπορικό και το τεχνικό. Το εμπορικό περιέχει: 1). Επιλογή του χώρου. 2).Έλεγχος των πλάνων. 3). Έγκριση της άδειας. 4) Εγκατάσταση του συστήματος. 5). Βεβαίωση ΤΗΧ. 6). Περιοδικός τεχνικός έλεγχος (κάθε χρόνο). Το τεχνικό βασίζεται στα κριτήρια ακουστικής και την επιβεβαίωση ποιότητας, μέσω τεστ, των μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου. Δηλαδή, το ΤΗΧ επιβάλλει σε μία αίθουσα τις σταθερές ποιότητες, που στις άλλες, είναι απλώς υποθέσεις ή υποδείξεις. Με δυο λόγια το σύστημα ΤΗΧ αποτελείται από τον τοίχο ΤΗΧ, που βρίσκεται πίσω από την οθόνη και πάνω σ' αυτόν βρίσκονται τα ηχεία. Ο χώρος ανάμεσα στο τοίχος και τον τοίχο της αίθουσας καλύπτεται από απορροφητικά υλικά ούτως ώστε να απορροφά τα πίσω κύματα. Αυτός ο κλειστός χώρος λειτουργεί σαν ένα πολύ μεγάλο ηχείο. Συγχρόνως υπάρχει στην καμπίνα προβολής το φίλτρο ΤΗΧ το οποίο χωρίζει το φάσμα την υψηλών και χαμηλών συχνοτήτων πριν περάσει το σήμα μέσα από τους ενισχυτές. Αυτή η μέθοδος βελτιώνει σημαντικά τη ποιότητα της ακρόασης. Το φίλτρο ΤΗΧ είναι πάντα προς ενοικίαση και είναι αυτό που αφαιρείται από την αίθουσα αν σταματήσει να χαίρει της εμπιστοσύνης της Lucasfilm. Τώρα, αν το λογότυπο ΤΗΧ έχει σχέση με τον κατασκευαστή του, Τomlinson Holman και τη λέξη eXperiment, ή με την πρώτη ταινία του George Lucas, με τίτλο ΤΗΧ 1138, δεν έχει και μεγάλη σημασία. Είναι απλώς ανεκδοτολογικό. Πλέον υπάρχουν και άλλα συστήματα που βελτιώνουν την ακουστική της αίθουσας, οι συζητήσεις είναι πολλές σε σχέση με τις ποιότητες και τις διαφορές τους. Το σίγουρο είναι ότι μια αίθουσα με προδιαγραφές ΤΗΧ μπορεί να προσφέρει μεγάλη απόλαυση οπτική και ηχητική. Δεν σημαίνει , όμως, απαραίτητα, ότι μια αίθουσα χωρίς ΤΗΧ δεν απαντά στις προϋποθέσεις για μία ιδανική ηχο-θέαση. Απλώς δεν έχει νοικιάσει το σύστημα. Πολλοί αρχιτέκτονες σήμερα ειδικεύονται και ασχολούνται σοβαρά με την ακουστική της αίθουσας. Το πρόβλημα, βέβαια, που δημιουργείται από όλη αυτή τη πληθώρα θεωριών και τη συνεχή αναζήτηση της τέλειας ακουστικής, είναι η πιθανή απομόνωση του ηχο-θεατή στην καρέκλα του με τον ατομικό ενισχυμένο του ήχο, χωρίς καμία αντήχηση που να του δηλώνει το μέγεθος της αίθουσας μέσα στην οποία βρίσκεται, χωρίς, τελικά, καμία επαφή με τον γείτονά του. Προτάσεις και διαφωνίες σε σχέση με την καταλληλότητα του ζωντανού ή του ουδέτερου χώρου προβολής, αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα θέματα σήμερα. Ο ήχος είναι ζωντανό πράγμα, και οι βελτιώσεις που γίνονται πάνω στην εγγραφή του στο φιλμ είναι πολύ σημαντικές για το καλλιτεχνικό έργο. Είναι κρίμα λοιπόν να βρίσκουν στην αίθουσα μια "αντισηπτική" αντιμετώπιση. Ηλέκτρα Βενάκη |
Ο κινηματογραφικός ήχος χωρίζεται συνήθως σε τρία διακριτά μέρη :διάλογος, μουσική και εφέ, όπου συνήθως στα εφέ εντάσσονται και οι ατμόσφαιρες. Θα περιγράψουμε την αλυσίδα παραγωγής του κινηματογραφικού ήχου σε γενικές γραμμές, όταν αυτή αφορά μια μέτρια έως καλή παραγωγή του Hollywood. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην Ελλάδα μόνο που όλα αυτά που θα περιγράψουμε τα κάνει προς το παρόν ένας και μοναδικός άνθρωπος, εξ’ ου και τα πενιχρά αποτελέσματα που έχουμε. Πάντως μέσες άκρες όλος ο κόσμος του κινηματογράφου λειτουργεί με τον εξής τρόπο όσον αφορά τον ήχο: Στο γύρισμα υπάρχει ο ηχολήπτης (στις αμερικανικές παραγωγές χρησιμοποιείται ο τίτλος production mixer) με τον μπούμαν και τον βοηθό του, που τραβούν παράλληλα με τη λήψη της εικόνας, τον ήχο. Μπούμαν λέγεται ο τεχνικός που κρατά το μπουμ, αυτό το μεγάλο καλάμι με το μικρόφωνο στην άκρη που καμιά φορά το βλέπετε να κρέμεται από πάνω, σε κάποια πλάνα μερικών ταινιών. Η θέση του μπουμ μέσα στο κάδρο, αυτό που λέμε πλασάρισμα, είναι υψίστης σημασίας, για τη καθαρότητα των διαλόγων. Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά χρησιμοποιούνται ασύρματα μικρόφωνα τα οποία φορούν οι ηθοποιοί και το καθένα καταλήγει σε ένα πολυκάναλο μαγνητόφωνο, έτσι ώστε οι ηθοποιοί να έχουν εξ αρχής το δικό τους κανάλι. Το μπουμ τραβά παράλληλα τον γενικό χώρο, που γράφεται σε ένα άλλο ανεξάρτητο κανάλι και όλα αυτά μαζί θα επεξεργασθούν στα επόμενα στάδια. Οι τεχνικοί του ήχου παίρνουν τον διάλογο και ειδικές ατμόσφαιρες της σκηνής αν η περιοχή το επιτρέπει ηχητικά. Είθισται στο τέλος κάθε σκηνής οι ηχολήπτες να τραβούν λίγο χώρο για να χρησιμοποιηθεί στο στάδιο του μοντάζ και να καλύψει τρύπες που πιθανόν θα δημιουργηθούν. Συνήθως το σύγχρονο γύρισμα θέλει πολλές βελτιώσεις στη μετέπειτα διαδικασία και αρκετά συχνά χρησιμοποιείται μόνο σαν οδηγός, -η λεγόμενη κολόνα γκουίντα- για το στάδιο του μοντάζ. Αν παραδείγματος χάρη γυρίζεται ταινία εποχής, ο ήχος του σύγχρονου γυρίσματος είναι κατά πάσα πιθανότητα άχρηστος διότι όλο και κάποια αυτοκίνητο θα περνά και θα αφαιρεί την αληθοφάνεια από το ντεκόρ εποχής. Ο ηχολήπτης μπορεί να αφιερώσει κάποιες μέρες για να συλλέξει ήχους από το περιβάλλον, μόνος του, χωρίς το άγχος της εικόνας, ώστε να δώσει στον μοντέρ ήχου καλό υλικό, τόσο από καθαρότητα όσο και από φυσική πρωτοτυπία. Το επόμενο στάδιο στην επεξεργασία του ήχου, όσο και αν φαίνεται οξύμωρο γίνεται στο στάδιο του μοντάζ της εικόνας. Αν η ταινία ακολουθεί τη παλιά κλασσική μέθοδο του φιλμ και της μηχανικής επεξεργασίας, τα tapes του ήχου πρέπει να μεταγραφούν σε περφορέ ώστε να συγχρονισθούν με την εικόνα. Αν η επεξεργασία της ταινίας γίνεται ψηφιακά, τότε τα tapes πρέπει να φορτωθούν στο σκληρό δίσκο που είναι συνδεδεμένος με ένα πρόγραμμα μοντάζ, όπως αυτό του Avid που είναι το πιο σύνηθες. Αφού γίνει η επιλογή του οπτικού υλικού και συγχρονισθεί με τον ήχο του γυρίσματος, ο sound designer με τον σκηνοθέτη και τον μοντέρ καταγράφουν τις ελλείψεις και τις ανάγκες. Το μοντάζ των διαλόγων αποκαλύπτει συχνά την ανάγκη ντουμπλαρίσματος των σκηνών (αυτό που οι αμερικάνικες παραγωγές αποκαλούν ADR). Οι σκηνοθέτες προτιμούν το σύγχρονο γύρισμα και κάνουν τα πάντα για να το σώσουν, διότι οι ηθοποιοί είναι πιο φυσικοί μέσα στο περιβάλλον του γυρίσματος. Υπάρχουν περιπτώσεις ηθοποιών που αρνούνται κατηγορηματικά το ντουμπλάζ και υπάρχουν ηθοποιοί όπως ο Brando που κάνουν τα πάντα στο γύρισμα ώστε η φωνή τους να βγει άχρηστη και ακατανόητη, και να αναγκάσουν με αυτό τον τρόπο τους σκηνοθέτες να τους καλέσουν για ντουμπλάζ. Νιώθουν ότι ελέγχουν καλύτερα τις υποκριτικές τους ικανότητες, μπροστά σε μια οθόνη, χωρίς το άγχος του γυρίσματος. Συχνά δεν ντουμπλάρεται ένας ολόκληρος ρόλος αλλά αποσπάσματα αυτού, που είναι ακατανόητα. Είναι σαφές ότι οι δυσκολίες των τεχνικών του ήχου είναι τεράστιες ώστε να “δέσουν” μία πρόζα ολοκάθαρη από το στούντιο και μιαν άλλη που περιέχει τον φυσικό χώρο γυρίσματος. Οι μοντέρ των διαλόγων κάνουν μια δουλειά καθαρά τεχνική και συχνά επαναληπτική, ενώ θεωρείται από μεγάλη μερίδα των ανθρώπων του κινηματογράφου ότι αυτή η ειδικότητα δεν χρειάζεται ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ικανότητες. Σ’ αυτούς όμως οφείλουμε την καθαρότητα της πρόζας. Τα ηχητικά εφέ και οι ατμόσφαιρες στην αρχή του ομιλούντος κινηματογράφου χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: να καλύπτουν τις διαφορές και τα κενά της πρόζας, όπως λέγεται ο διάλογος στη γλώσσα των κινηματογραφιστών. Επειδή αυτά τα προβλήματα μειώθηκαν με τα χρόνια και συγχρόνως ο κινηματογραφικός ήχος στην τελική κόπια βελτιώθηκε αισθητά με τα ψηφιακά φορμά, οι δυνατότητες της πρόσθεσης περισσότερων ευδιάκριτων ήχων έγιναν σαφείς. Την τελευταία 20ετία έχουμε δει πολλές νέες ειδικότητες να γεννιούνται στον κινηματογραφικό ήχο και έχουμε ακούσει τις διαφορές. Είναι γεγονός ότι οι ήχοι και οι ατμόσφαιρες δίνουν πολύ μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην εικόνα και ορίζουν τη συνοχή της. Με τον πολυκάναλο ήχο την ορίζουν και χωρικά. Αυτή η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων των ήχων ανάγκασε τη κινηματογραφική παραγωγή στον κατακερματισμό του μοντάζ και στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων στο μοντάζ των ήχων. Έτσι έχουμε από τη μια το μπρουϊτάζ (αυτό που οι αμερικάνικες παραγωγές αναφέρουν ως Foley) και από την άλλη τα ειδικά εφέ. Η διαφορά τους είναι σημαντική και δεν είναι μόνο διαφορά ορισμού ή τεχνικής. Το μπρουιτάζ γίνεται σε στούντιο, όπου στη μια αίθουσα υπάρχει μια μεγάλη οθόνη που παίζει την ταινία. Οι μπρουιτέρ ό,τι βλέπουν το αναπαριστούν ηχητικά με διάφορους τρόπους. Στη καμπίνα της εγγραφής οι τεχνικοί ηχογραφούν μια ολόκληρη μπάντα με τους ήχους. Μέσα στο χώρο του μπρουιτάζ υπάρχουν στο πάτωμα διάφορες μεγάλες επιφάνειες με χαλίκια, άσφαλτο, ξύλο, άμμο και ό,τι άλλο φαντάζεται ο νους του ανθρώπου ώστε οι τεχνικοί να μπορούν άνετα να δημιουργούν όλων των ειδών τα βήματα. Αν η ταινία είναι πολύ πλούσια σε ήχους, οι μπρουϊτέρ κάνουν πρώτα μια μπάντα με τα βήματα της ηρωίδας, μετά μιαν άλλη με τα βήματα του ήρωα, μετά μιαν άλλη με τα χτυπήματα από τις πόρτες κ.λ.π. Αυτή η διαδικασία αν και ακούγεται ανιαρή εμπεριέχει πολύ φαντασία. Είναι γνωστό το παράδειγμα με τον ήχο της φωτιάς ο οποίος γίνεται με το τύλιγμα και το ξετύλιγμα μιας κόλλας χαρτιού. Το μάσημα ενός κερασιού να δημιουργείται από δύο σκουλαρίκια που τα ακουμπούν σε γυαλί, ενώ ο ήχος του καλπασμού των αλόγων να δημιουργείται από το ρυθμικό χτύπημα καρπών καρύδας και όλα αυτά να λειτουργούν τέλεια με την εικόνα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ζογκλέρ. Είναι μάγοι. Δεν τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο το νόημα της ταινίας ή ό,τι υποτίθεται ότι μπορεί να ακούγεται εκτός κάδρου. Αυτούς τους ενδιαφέρει να ζωντανέψουν με ήχους όλα αυτά που βλέπουν. Κάποια ίσως, να αποδειχθούν άχρηστα στη διάρκεια του μοντάζ. Ίσως η ομάδα των ειδικών εφέ να έχει βρει εν τω μεταξύ καλύτερες, πιο ευφάνταστες λύσεις. Σίγουρα όμως τα βήματα και οι πόρτες θα κρατηθούν στη διαδικασία του μιξάζ, αλλά τα θροΐσματα ρούχων ή τα σουρσίματα να έχουν βρει μια καλύτερη ταυτότητα από την ομάδα των ειδικών εφέ. Συχνά οι ήχοι του μπρουϊτάζ είναι πρωτότυποι και έχουν χαρακτήρα. Συχνά δίνουν ιδέες στους sound designers για περαιτέρω εξέλιξή τους. Παραμένουν όμως πάντα μέσα στα πλαίσια αυτού που φαίνεται. Τα υπόλοιπα, αυτά που δίνουν προσωπικότητα στους ήχους, ανήκουν στην ομάδα των ειδικών εφέ. Αυτοί, μπορούν να φαντασθούν τους ήχους off και εκτός κάδρου, να δημιουργήσουν νέους ήχους παραποιώντας φυσικές πηγές ήχου. Σε αυτό το στάδιο η φαντασία και η γνώση της τεχνικής πάνε χέρι, χέρι. Σήμερα πλέον με τις νέες τεχνολογίες οι τεχνικοί των ειδικών εφέ κάνουν θαύματα με μεγάλη ευκολία αν φαντασθεί κανείς τις δυσκολίες του παρελθόντος. Ποτέ ο ήχος στον κινηματογράφο δεν ήταν εύκολος και πολλές φορές παίρνει πάνω από 10 μήνες για να τελειοποιηθεί. Συνήθης χρόνος είναι 3 με 6 μήνες. Τα νούμερα είναι σαφή για τον όγκο δουλειάς. Και μιλάμε για τις μέτριες παραγωγές, διότι αν δώσουμε παράδειγμα από τα τελευταία Star Wars, τα νούμερα γίνονται σχεδόν αστρονομικά. 4 εβδομάδες για τις προμίξεις, 5 εβδομάδες για την τελική μίξη συν 3 ενδιάμεσες εβδομάδες για διορθώσεις και αλλαγές, χωρίς να υπολογίσουμε τον χρόνο κατασκευής των ήχων και το μοντάζ τους. Πολλοί από τους σημερινούς ήχους παράγονται από τη μίξη πολλών διαφορετικών πειραγμένων ήχων για να δώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Οι ταινίες όπως φαίνεται με το μεγαλύτερο ηχητικό ενδιαφέρον είναι αυτές που ανήκουν στη κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, στο φανταστικό και στις ταινίες τρόμου. Σ’ αυτές τις ταινίες, όπου η αληθοφάνεια δεν έχει σχέση με τον ρεαλισμό, αλλά με την αίσθηση που αφήνει ένας ήχος, η ψυχολογική χρήση του, κυρίως από την έλλειψη εντοπισμού της πηγής, η πρωτοτυπία και η φαντασία έχουν τον πρώτο λόγο. Και ο χρόνος επίσης. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Gary Rudstrom, του αρχηγού της ομάδας του Skywalker Studio του Lucas και βασικού υπεύθυνου για τη δημιουργία του Dolby Digital Surround EX, ο οποίος ήταν μοντέρ ήχου και ειδικών εφέ στη ταινία Terminator II σε σκηνοθεσία Cameron, ο οποίος είναι γνωστός για την τελειομανία του. Ο Gary Rudstrom αφού είχε φτιάξει αρκετούς ήχους για ο πέρασμα του Τ1000 μέσα από τα σίδερα, κάτι που να θυμίζει υγρό και μεταλλικό μαζί και δεν ταίριαζαν στη ταινία, έβαλε τροφή στο σκύλο του και από πάνω γύρισε έναν κουβά, και ο σκύλος γλείφοντας τον κουβά έδωσε αυτόν τον μεταλλικό/ υγρό ήχο. Αυτός ταίριαζε με την εικόνα. Η φαντασία δεν έχει χρονολογία, δεν έχει συγκεκριμένους τρόπους έκφρασης. Από παλιά οι άνθρωποι του ήχου είχαν ιδέες και εικόνες για την κατασκευή του ήχου, όπως στο Ben Hur, (1959, William Wyler, 70mm, 6-tracks, Technicolor, anamorphic) όπου ο ηχολήπτης για να δημιουργήσει τον ήχο από μαστίγιο που χτυπά ανθρώπινο σώμα χρησιμοποίησε ένα χοντρό κομμάτι κρέας το οποίο χτυπούσε στον μηρό του. Για τη μουσική υπάρχουν δύο συνήθεις περιπτώσεις. Η ο σκηνοθέτης ξέρει πια μουσική θα χρησιμοποιήσει από το στάδιο του μοντάζ και κόβει πάνω στο δικό της ρυθμό, ή αν δεν γνωρίζει και δεν έχει αποφασίσει με τον μουσικό , βάζει κατά τη διάρκεια του μοντάζ μια μουσική που του ταιριάζει και μετά ζητά από τον μουσικό συγκεκριμένες αλλαγές επηρεασμούς και παραλλαγές του θέματος. Έτσι συνέβηκε και στη περίπτωση του Kubrick για τη ταινία του 2001, όπου η μουσική του North δεν κατάφερε να επισκιάσει την επίδραση της κλασσικής μουσικής που είχε χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης στο στάδιο του μοντάζ και η τελική του επιλογή ήταν η κλασσική μουσική. Ο μοντέρ μουσικής (στην Αμερική τουλάχιστον γιατί στην Ευρώπη το μοντάζ μουσικής το αναλαμβάνει ο μοντέρ καθώς και το μοντάζ της πρόζας) πρέπει να έχει γνώσεις μουσικής και βρίσκεται σε συνεχή και στενή συνεργασία με τον μουσικό. Η σύνθεση της κινηματογραφικής μουσικής δεν είναι απλή υπόθεση και είναι τελείως διαφορετική από τη σύνθεση μιας μουσικής για ακρόαση. Ο μουσικός πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα να μην καλύπτονται ατάκες από δυνατές μουσικές φράσεις και τώρα τελευταία με την μεγάλη εξέλιξη των ηχητικών εφέ να προσέξει να μην έχει η μουσική του την ίδια ηχητική ποιότητα με αυτούς διότι θα δημιουργηθεί βαβούρα. Να υποστηρίξει αφηγηματικά αδύναμες σκηνές και να αφήσει ελεύθερες άλλες. Ένα μεγάλο κέρδος για τον μουσικό κινηματογραφικών θεμάτων ήρθε μέσω των προγραμμάτων υπολογιστών διότι σήμερα ο κάθε μουσικός –και όχι μόνον αυτοί που εργαζόντουσαν σε πολύ ακριβές παραγωγές- μπορεί να παρουσιάσει δείγματα του τι φαντάζεται να είναι η μουσική της ταινίας σε «ενορχηστρωμένη» μέσω υπολογιστή δειγματοληπτική μουσική, ενώ παλαιότερα θα έπρεπε να το περιγράφει με τα λόγια. Αφού τοποθετηθούν όλα τα ηχητικά στοιχεία πάνω στην εικόνα, μόνον τότε μπορεί να γίνει το τελικό cut και κάποιοι μοντέρ και σκηνοθέτες -συνήθως στις παραγωγές όπου ο ήχος παίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγηση- περιμένουν όλα τα ηχητικά στοιχεία για να αποφασίσουν τον τελικό ρυθμό και μερικές φορές και τη δομή του καλλιτεχνικού έργου. Γνωστό παράδειγμα αποτελεί η συνεργασία του Martin Scorsese με τη μοντέρ του Thelma Schoonmaker και την ομάδα του ήχου, όπου οι προσωρινές μίξεις είναι συχνές ώστε να υπάρχει ολοκληρωμένη αίσθηση της ταινίας σε κάθε στάδιο της δημιουργίας της. Τέλος, το μιξάζ είναι μια καλλιτεχνική διαδικασία όπου πρέπει να εκτιμηθούν πραγματικά όλα αυτά τα ηχητικά στοιχεία, να τοποθετηθούν σωστά μέσα στο φιλμικό χώρο τόσο από ένταση όσο και από θέση, δηλαδή σε πιο κανάλι θα διοχετευθούν. Ο μοντέρ ή ο σκηνοθέτης ή και οι δύο μαζί αποφασίζουν ποιοι ήχοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν. Δουλειά επίπονη και δύσκολη, αφού οι μιξέρ έχουν να συνθέσουν διαφορετικές ποιότητες ήχων που έχουν παραχθεί σε διαφορετικά στούντιο σε διαφορετικές στιγμές, με διαφορετική λογική. Σήμερα βέβαια υπάρχουν αυτόματες κονσόλες που παίρνουν τις προτιμήσεις των μιξέρ και τις καταγράφουν στη μνήμη τους. Οποιαδήποτε αλλαγή είναι εύκολη σε σχέση με το παρελθόν αλλά ακόμη παραμένει χρονοβόρα. Αν όλες οι ομάδες έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους θα υπάρχει πολύ υλικό για πέταμα, αλλιώς η ταινία θα είναι μπουκωμένη ή δεν θα έχει χαρακτήρα. Η απόλυτη ρεαλιστικότητα του ήχου αποτελεί κίνδυνο που μόνο η εξοικείωση με τις νέες δυνατότητες του, δηλαδή ο χρόνος και η εμπειρία, μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην σωστή εκτίμηση και καλλιτεχνική απόδοση της χρήσης του. Ορισμοί, τίτλοι και διαδικασίες Για τη τελική σύνδεση των ήχων και την ύπαρξή τους στο φιλμικό έργο μέχρι σήμερα ο μοντέρ έχει το λόγο. Τα πράγματα όμως αλλάζουν. Νέοι τίτλοι και ειδικότητες εμφανίζονται. Ποια όμως είναι η διαφορά αρμοδιοτήτων του sound designer με τον supervisor sound editor; Τίτλοι καινούργιοι και αμφιλεγόμενοι. Μόλις το 1979 αναφέρθηκε για πρώτη φορά ο όρος «σχεδιασμός ήχου και ηχητικό μοντάζ», για την ταινία «Αποκάλυψη Τώρα» με μοντέρ τον Walter Murch. Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο ήχος καλύπτει το 50% της οπτικοακουστικής σύνθεσης, αντίληψη που καθιερώθηκε με την είσοδο των ψηφιακών συστημάτων αναπαραγωγής του ήχου στην κινηματογραφική αίθουσα. Το εύρος της ηχητικής μπάντας μεγάλωσε ουσιαστικά, γεγονός που απελευθέρωσε τους δημιουργούς στη χρήση πολλών στρώσεων ήχου που πλέον μπορούν και ακούγονται. Ακόμη και σήμερα παρ’ όλη την ορολογία που διευρύνεται και συγχρόνως συγκεκριμενοποιείται, οι συντελεστές του ήχου, παραμένουν να αναφέρονται μόνον στους τίτλους τέλους και τα διάφορα βραβεία που απονέμονται κατά καιρούς στα διεθνή φεστιβάλ και οργανώσεις δεν έχουν οριοθετήσει ακόμη την καλλιτεχνική αξία του sound designer και τις ποιότητες της. Δεν υπάρχει βραβείο ακόμη με αυτό τον τίτλο. Όλη η ορολογία γύρω από τα ηχητικά είναι ακόμη συγκεχυμένη διότι ο κινηματογραφικός ήχος έχει αρχίσει να γίνεται ουσιαστικά σημαντικός την τελευταία 20ετία περίπου. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η φωνή. Η καθαρότητα της πρόζας ήταν η σημαντικότερη και η μόνη απαίτηση των κινηματογραφιστών. Μετά την είσοδο του τετρακάναλου κωδικοποιημένου σήματος με το σύστήμα της Dolby, οι ήχοι άρχισαν να έχουν χώρο για να ακουστούν. Και σιγά, σιγά άρχισαν να δημιουργούνται και νέες ειδικότητες. Ο τίτλος του sound designer παραμένει ακόμη αρκετά συγκεχυμένος και δημιουργεί πολλές συζητήσεις και διεκδικήσεις. Για κάποιους ο τίτλος αυτός καλύπτει την ειδική κατασκευή ενός ήχου, όπως πχ ο Ron Bochar κλήθηκε να κατασκευάσει τον ήχο του Λύκου στην ομώνυμη ταινία με τον Nicholson, αυτόν τον περίεργο ήχο που τον συνοδεύει στις αλλαγές του. Άλλες πάλι φορές, όπως η περίπτωση του Walter Murch (Apocalypse Now, The Conversation, The Godfather) ή του Skip Lievsay καλούνται ως καλλιτέχνες για να προσφέρουν τη συμβολή τους σε όλα τα επίπεδα της ταινίας, επεμβαίνοντας ακόμη και στον τρόπο αφήγησης μέσω της χρήσης του ήχου στα δρώμενα της εικόνας. Συνήθως όμως, στη πράξη sound designing κάνει ο μοντέρ ήχου που κάνει και το μιξάζ μιας ταινίας, ειδικότητα που δεν έχει ακόμη δημιουργηθεί στη χώρα μας. Τα πράγματα είναι πολύπλοκα και θα διευκρινισθούν με τον καιρό διότι όλα αυτά αποτελούν νέα κατάσταση για τον κινηματογράφο. Αύριο, ίσως, όλοι οι sound designer και όχι μόνον αυτοί που εργάζονται με σκηνοθέτες που έχουν ηχητική άποψη, να ενημερώνονται από το στάδιο του σεναρίου και να έχουν λόγο στο γύρισμα. Ίσως αύριο το ρεπεράζ για τον ήχο, κάτι που ακόμη και σήμερα θεωρείται αδιανόητο να ενσωματωθεί στην αλυσίδα παραγωγής της οπτικοακουστικής ταινίας. Ο δρόμος είναι μπροστά μας. Τα πράγματα στον κινηματογραφικό ήχο είναι πολύ φρέσκα. Τα πρώτα κείμενα πάνω σε αυτή την τόσο παρεξηγημένη αλλά άκρως καλλιτεχνική κινηματογραφική ειδικότητα μόλις τώρα κάνουν την εμφάνισή τους και η εξέλιξη είναι αναμενόμενη. Ο ηχητικός κινηματογράφος είναι εδώ, αλλά είναι στην αρχή του. Όπως πολύ σωστά το είχε πει ο All Jolson στη πρώτη ομιλούσα ταινία, στο The Jazz Singer, «You aren’t hear nothing yet!». Ηλέκτρα Βενάκη |